ART

.

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΜΩΡΑΪΤΙΔΟΥ

ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ

ΤΑ ΒΑΚΟΥΦΙΚΑ. — ΜΕ ΤΑ ΠΑΝΙΑ. — ΝΕΡΑΪΔΕΣ. — ΑΡΦΑΝΟΥΛΑ. — Ο ΠΤΩΧΟΣ ΚΑΙ Η ΜΟΙΡΑ ΤΟΥ
ΜΕΤΑ ΠΡΟΛΟΓΟΥ Β. ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΟΥ

ΕΚΔΟΣΙΣ ΤΙΜΗΤΙΚΗ ΕΠΙ ΤΗ ΠΕΝΤΗΚΟΝΤΑΕΤΗΡΙΔΙ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΣ

ΑΘΗΝΑΙ — ΕΚΔΟΤΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ν. ΣΙΔΕΡΗΣ — 1921

ΑΝΤΙ ΠΡΟΛΟΓΟΥ

Πρέπει να αναγνωρισθή οιονεί επισήμως σήμερον, εν ευλογία της μεγάλης ημέρας, εν ευλογία των οφθαλμών όσοι εδάκρυσαν εκ των τόσων αυτού διηγημάτων και των καρδιών όσαι απαλύνθησαν εκ των τόσων αυτού εικόνων, και των ηθών όσα ελευκάνθησαν εκ των τόσων υπό την μαγικήν του γραφίδα ανατειλασών μετ' αρρήτου ευωδίας αρετών, να αναγνωρισθή ο αθόρυβος, ο μετριόφρων, ο σιωπηλός, ο ανεύρετος, ο αόρατος, ο ακοινώνητος, ο ιδιότροπος, ο ιδιόβιος συγγραφεύς, ως μία δύναμις έξοχος του κόσμου των γραμμάτων, ως είς πρωταγωνιστής απροσπελάστου ύψους της φιλολογικής σκηνής μας, ως έν πνεύμα καταπληκτικής γονιμότητος και πραξιτελείου κάλλους του γραμματικού ημών κόσμου, ως ποιητής, όστις θα ετίμα και θα εδόξαζε και θα εκάλλυνε πάσαν ξένην, νέαν ή παλαιάν φιλολογίαν.

Τίποτε εκ μιμήσεως παρά τω κ. Α. Μωραϊτίδη, ιδίως τω νεωτέρω, ως ήρχισε να απλόνηται και να χρωματοβολή ως μάγον, ιωδοροδόχρουν λυκόφως δια των στηλών της «Ακροπόλεως» και της «Νέας Εφημερίδος». Διότι υπάρχει και αρχαιότερος Μωραϊτίδης. Ο προ εικοσαετίας. Ο χαρίεις κομψευόμενος με τους λάμποντας οφθαλμούς του και τα βαθέα ωραία χαρακτηριστικά του, εις α οι φίλοι του έβλεπον μεγάλην ομοιότητα μορφής μεταξύ αυτού και του Σαίξπηρ, με την ακατάσχετον αυτού φαιδρότητα και την αγάπην, ην προς αυτόν συνεκέντρου εκ μέρους όλων όσοι τον εγνώριζον, ανδρών ή γυναικών, δεσποινίδων ή νέων. Ο Μωραϊτίδης, ο δημιουργήσας τα αλησμόνητα Πρακτικά της Βουλής· ο Μωραϊτίδης ου τα ευφυογραφήματα εις σατυρικά φύλλα εγέμιζον γέλωτος τας οικίας και τας πλατείας· ο Μωραϊτίδης, ου τα δράματα εβραβεύοντο· ο Μωραϊτίδης, ου το βιβλίον περί Δημητρίου του Πολιορκητού ήξιζε να μεταφρασθή εις όλας τας ξένας γλώσσας. Αυτή ήτο η θορυβώδης, η κοσμική, η νεανική, η γελώσα του Μωραϊτίδου περίοδος.

Εάν έζη εν Ευρώπη, τοιούτο νεαρόν ως σαρξ γιασουμιού μόλις ανθήσαντος πνεύμα, θα εύρισκε την ατμόσφαιράν του, και θωπευόμενον, θερμαινόμενον, καλλιεργούμενον, θ' ανήρχετο τας αναβαθμίδας της προόδου του, καταλαμβάνον υψίστην θέσιν εν τη φιλολογία του έθνους του. Αλλ' ο Μωραϊτίδης εν Αθήναις, μάλιστα κατά την προ εικοσαετίας εποχήν, ήτο σολοικισμός, ανορθογραφία, προσβολή εις τα χρηστά μας ήθη, παθολογικότης, παραδοξότης . . . Και ο Μωραϊτίδης εννοήσας ως άριστος ψυχολόγος την περί αυτόν κατάστασιν, απεσύρθη εις την καταπράσινην την ευωδιάζουσαν, την γαληνιώσαν ως ευσεβή ψυχήν, την πολύκολπον, την ευλίμενον, την δασοστεφή, την βοσπορίζουσαν, την περικαλλή Σκίαθον. Κ' έγινε . . . . δάσκαλος! Και είνε — όχι πλέον εν Σκιάθω, αλλ' εν Αθήναις, μέχρι σήμερον δάσκαλος, τουτέστι καθηγητής.

Παρεβίασε την φύσιν, την δημιουργίαν του, τον εαυτόν του, την ζωήν του, το πνεύμα του, διά να μην έχη καμμίαν από την κοινωνίαν απαίτησιν, να την αφήση ήσυχον, ως το νερό που μένει και βρωμά, ως την νύκτα που αποσύρεται εις τα κρεββάτια του ο βίος και η κίνησις. Αλλά η φύσις δεν βιάζεται ατιμωρητί. Βάλε Πήλια χιόνος και Όσας πάγων επί ηφαιστείου, το ηφαίστειον, όταν έλθη η ώρα, θα κροτήση, θα βοήξη και θ' αναδώση την λαμπεράν, την βυσσινόχρουν του λάμψιν.

Τοιαύται αναλαμπαί υπήρξαν η σειρά των ελληνικών, των πρωτοτύπων, των αυτοδημιουργημένων, των αυτοθαλλόντων διηγημάτων, τα οποία ήρχισε δημοσιεύων διά των εφημερίδων, και η άλωσις της Κωνσταντινουπόλεως η επαινεθείσα εις τον Λασσάνειον και ήτις, όταν θα παρασταθή, βεβαίως θα σημειώση νέαν περίοδον εν τη ελληνική δραματογραφία. Ποία δύναμις δραματική κρύπτεται εις τον μαυροβαθυπώγωνα αυτόν με τους δύο μεγάλους λάμποντας οφθαλμούς και την αέτειον ρίνα του και το αιώνων μειδίαμα εις τα λεπτά σατυρικά του χείλη! Εάν το ήξευρεν η απέχουσα βασιλεία, εάν το ήξευρον οι θηρεύοντες συγκινήσεις, εάν τον ήξευρον οι ερασταί υψηλοτέρων χαρών, θα ελιθοβολούντο όλοι αυτοί μόνοι των, διότι αφίνουν άκαρπον, άγονον, ανεκμετάλλευτον, τον Μωραϊτίδην, τον μυστικόν αυτόν λευχείμονα ιερέα της ελληνικής σκηνής, των ελληνικών γραμμάτων. Καθηγητής, διδάσκων γεωγραφίαν και Ξενοφώντα, αυτός, όστις θα εώρταζε την ανάστασιν της εθνικής μας ιστορίας εν τη σκηνή, σπαρταριστήν με ίριδας τριγύρω, με αστραπάς, με φωτιές, με κεραυνούς, με σαρκασμούς, με παρελθόν, με μέλλον. Καθηγητής αυτός, όστις θα εχρησίμευεν ως δύτης του εθνικού μας βίου, ως αλιεύς μαργαριτών διά να βγάλη έξω με χρώματα, με άνθη, με δροσιά, με κύματα, με νέφη, με ήλιον, του εθνικού μας βίου τας αρετάς, τα ήθη, την γλύκα, τους τύπους, τας εικόνας, τα σπλάγχνα, τα βάθη.

Ουδέν παρθενικώτερον, ουδέν λευκότερον της φιλολογικής δυνάμεως του κ. Μωραϊτίδου. Τον ωνόμασαν ως διηγηματογράφον, πολύ δικαίως, Έλληνα Δίκενς. Ετούτο δεν σημαίνει ότι ο κ. Μωραϊτίδης ανέγνωσε τον Δίκενς κ' εμόρφωσεν εαυτόν κατ' εικόνα και ομοίωσιν εκείνου. Ίσως ούτε ν' ανέγνωσέ τι εκ του μεγάλου άγγλου. Ετούτο σημαίνει ότι εκεί που υψώθη ο συγγραφεύς των Χριστουγεννιάτικων Διηγημάτων διά το αγγλικόν έθνος, εκεί ακριβώς υψώθη διά το ελληνικόν ο Μωραϊτίδης. Ημείς κυρίως έν ευρίσκομεν κοινόν μεταξύ του ενός και του άλλου. Εις αμφοτέρους εφαρμοζομένην την οξείαν παρατήρησιν του μεγάλου κριτικού της Γαλλίας Ταιν, όστις είπεν ότι εις τα αγγλικά μυθιστορήματα δύναταί τις να σπουδάση την αγγλικήν κοινωνίαν, τον αγγλικόν βίον, τα αγγλικά ήθη, τας αγγλικάς ιδέας. Ενώ εις τα γαλλικά δεν σπουδάζει τίποτε. Ως παρά Δίκενς, ούτω και παρά τω Μωραϊτίδη, αποκαλύπτεται ως γυμνόν ζωγράφου, ως φύσις υπό διαυγή ουρανόν, ως ιδέα ευκρινούς συγγραφέως, ο ελληνικός βίος των χωριών, ο ελληνικός βίος των οικιών, ο ελληνικός βίος των καλυβών. Εκεί, εκεί, αλώβητον τηρείται το έθνος, όλον δικόν του, αμετάβλητον διά των αιώνων και της ιστορίας. Εκεί, εκεί αντλεί τα θέματά του και τους τύπους του και τας εικόνας του και τας αποκαλύψεις του ο Α. Μωραϊτίδης.

Αλλά η τέχνη η φιλολογική του είνε υψίστης δυνάμεως, είνε απέφθου χρυσού, είνε αδάμαντος πρώτης ποιότητος, είνε σαπφείρου πρώτης ηδύτητος. Πώς συνέχει εις αδιάπτωτον αρμονίαν και εις αδιάλυτον αρραβώνα την ακανθωδεστέραν πραγματικότητα προς την λειοτέραν ποίησιν και πώς εκ της ενώσεως των δύο πηγάζει κρυσταλλίνη ως πηγαίον νάμα η κάθαρσις, στάζουσα ευωδιάζοντας κόμβους αρετής εις την ψυχήν του αναγνώστου! Πώς δε μέσω της δράσεως της υποθέσεως, ως εύμορφος ανθογεμισμένος κισσός περί κορμόν δένδρου, ως εύμορφη κίτρινη και λευκή γιασουμιά περί αναδενδράδα αμπέλου, πλέκεται και παρεμβάλλεται περιγραφή, ήτις θα ήξιζε και μόνη να φιγουράρη δίκην φλαμανδικής ελαιογραφίας φυσιολογικής σχολής, ως φέρ' ειπείν η της εργασίας του μεταξοσκώληκος εις της Νεράιδες και η του χορού της καμάρας εις τα Βαkούφικα και η της κατασκευής των __χαϊμαλιών εις τον Σκαλικάδζαρον_.

Εάν η ποίησις παρά τω προνομιούχω συγγραφεί μας είνε κόρη αθώα, λευκή ως το κολόβιον του Χρυσού του εις το φετεινόν πρωτοχρονιάτικο διήγημά του ο «Μπάρμπα-Δήμαρχος», αλλ' η τέχνη αυτού είνε γυνή αρτία, μεγαλοπρεπής, ανδριάς κολοσσαίος Ήρας, ως παρίσταται εν τω Μουσείω της Νεαπόλεως.

Η πηγαία δροσερότης της ποιήσεως παρ' αυτώ μετά της κλασικής αρτιότητος της τέχνης, διαθετόμεναι υπό σαιξπηρείου πράγματι ευθυμίας και χρυσών φλεβών χριστιανικής αρετής και ευσεβείας, απήρτισαν τέλειον και μοναδικόν συγγραφέα, αναπολούντα χρόνους κλασικούς των ευρωπαϊκών φιλολογιών.

Εν Αθήναις 1 Ιανουαρίου 1892. Β. ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ

ΤΑ ΒΑΦΟΥΦΙΚΑ (1) (Μάιος 1891)

Η θειά-Ζωίτσα ήτο γραία πλέον, έως εξήκοντα ετών. Πλην εκ φύσεως ήτο σκληρά γυνή και κράσεως υγιούς, με δυο ροδινάς παρειάς, ως παρειάς μήλου, θαύμα διά την ηλικίαν της. Είχε σώμα λεπτόν και ην μικρά το ανάστημα ως συμμαζευμένη μέσα εις το μαύρο φουστανάκι της, όπερ έδιδεν εις τας κινήσεις της ασυνήθη κουφότητα κ' ελευθερίαν, και σχεδόν επετούσεν εις το περπάτημά της. Δεν την έφθανε καμμία, ούτε εκ των νεωτέρων την ηλικίαν.

— Σαν κοριτσάκι πλειο η θειά-Ζωίτσα! έλεγαν.

Όταν ανήρχετο τον μέγαν και ατελείωτον ανήφορον του Αγίου Χαραλάμπους κατά την πανήγυριν, την εθαύμαζον όλαι. Αλλά και την εζήλευαν. Ιδίως άλλαι τινές «χονδροκοπής» γυναίκες, αι οποίαι μετ' αγωνίας και μόχθου, πνευστιώσαι, βήμα προς βήμα ανήρχοντο τους πρόποδας του ανωφερούς βουνού, εν ώ η ευσταλής γραία ήτο πλέον εις την κορυφήν με τους γυμνούς ποδίσκους της, φέρουσα εμπεπηγμένας εις την ζώνην της τας δύο εφθαρμένας εμβάδας — τα κατσάρια της — και κρατούσα βαρύ κοφίνιον με δύο μεγάλας προσφοράς διά τον άγιον, μίαν ιδικήν της και άλλην της γειτονίσσης της, Κρατερίτσας της πιασμένης. Ότε δε αι άλλαι εκείναι χονδροκαμωμέναι, πλέουσαι μέσα εις τον ιδρώτα και κοντανασαίνουσαι, έστρεφαν προς τ' άνω την κεφαλήν, και δεν έβλεπαν πλέον την θειά-Ζωίτσα, εισελθούσαν ήδη εις το πυκνόν δάσος του οροπεδίου, εν ώ η Εκκλησία του αγίου, δεν ηδύναντο να κρύψωσι τον φθόνον των κ' έλεγαν περιφρονητικώς:

— Αμ' η κακομοίρα η γρήτσα! δεν έχ' κρηάς! Ούλου κοκκαλάκια είνε!

Ήτο χήρα από είκοσιν ετών κ' εφόρει τα μαύρα καθαρά-καθαρά. Ιδίως η μαύρη μανδήλα της εγυάλιζε πάντοτε ως νεοβαφής. Και τούτο εκίνει τον φθόνον των άλλων γραιών, αίτινες εις την γωνίαν της εκκλησίας κρίνουσαι περί πάντων ορατών και αοράτων, γνωστών και αγνώστων, δεν άφιναν και τούτο απαρατήρητον κ' έλεγαν προστατευτικώς τάχα:

— Δεν κυττάζ' τες θυγατέρες της που είναι για παντρειά, μόνον μ' θέλει καινούργια μανδήλα!

Και δεν ήτο καινουργής της πτωχής! Αλλ' ακούραστος και τετραπέρατος γραία, συχνά την έβαφε μόνη της και ανεξόδως, κατασκευάζουσα το χρώμα από της γης τας βοτάνας, ων εγνώριζεν ως έμπειρος ιατρός την ιδιότητα και φύσιν.

Αλλ' ούτω συμβαίνει εις αυτόν τον παληόκοσμον. Ο ράθυμος φθονεί πάντοτε τον φιλόπονον, κ' ευρίσκει πάντοτε τρόπον να εμπαίξη και υποβιβάση η οκνηρία τα έργα της φιλοπονίας.

Διά την θειά-Ζωίτσα όμως ο φθόνος είχε τούτο το ίδιον, ότι εξεφράζετο επιμονώτερον και αποτομώτερον, και δι' αυτά τα ανάξια λόγου αντικείμενα.

Διά τούτο πολλάκις έλεγεν η κακομοίρα με βαθύ παράπονον.

— Το αίμα μας τώχει!

Τώρα τον μάϊον, την έβλεπον να κουβαλή εις την πτωχικήν της οικίαν τα ωραία εκείνα λευκά και μεγάλα σκόροδα, εις μακρούς ορμαθούς, τα οποία μόνη της εκαλλιέργει, την εζήλευον. Την έβλεπον να φέρη με τα κοφίνια εκείνα τα σπάνια πλατοκούκκια, τρυφερά και μεγάλα, ευωδιάζοντα άνοιξιν, και τες εύμορφες στρογγυλές και βυσσινοβαμμένες αγγινάρες, την εζήλευον. Την έβλεπον να φορτώνεται αβασταγιές το πρωί με την δρόσον τα τρυφερά μάραθα και τα δροσόπλαστα κρεμμυδάκια και το ευώδες ηδύοσμον, που ευωδίαζεν ο δρόμος όταν περνούσε με το πεταχτόν εκείνο βάδισμά της, την εζήλευον. Και άφινον οπίσω της ένα πάντοτε εμπαιγμόν:

— Τώρα και αυτή η περιβολάρισσα!

Όμως εκείναι αι κακολογούσαι έτρωγον την μεσημβρίαν ξηρό ψωμί, η δε περιβολάρισσα θειά-Ζωίτσα είχε μαγείρευμα ευώδες να φάγη αυτή μετά των δύο θυγατέρων της και να μοιράση εις τους συγγενείς και γνωρίμους της.

Μόνον όταν έτρωγεν η αγαθή γραία, δεν ηδύνατο να κρύψη το παράπονόν της κ' επανελάμβανε:

— Τώχ' το αίμα μας πλειο!

Είχεν η θειά-Ζωίτσα και δύο θυγατέρας. Αυτό την εστενοχωρούσεν αρκετά. Πώς να τας αποκαταστήση γυνή αυτή και χήρα; Διά τούτο πολλάκις όταν εσκάλιζε τα κουκκιά υπό τον καυστικόν του μαρτίου ήλιον — τας θυγατέρας της δεν τας άφινε να εξέλθουν τον μάρτιον, μη τας μαυρίση ο ήλιος — κάτι εψιθύριζε μέσα εις τα δόντια της, κάτι έλεγεν, αλλά ποίος να το ακούση; Παράπονον ήτο; συγγνώμη ήτο; Ίσως συγγνώμη. Διότι ήτο ευλαβής γυνή. Θυγάτηρ ιερέως η γραία, ανατραφείσα δι' ιερών προσφορών και κολλύβων, εντός πλούτου ευχών και θυμιαμάτων, και είχεν ευγενή και συγχωρούσαν καρδίαν.

Πολλάκις έχουν και αυτά την επιρροήν των.

Και πόσον εκακοπάθησεν έως ου τας αναθρέψη! Τα παρέλαβεν ως χήρα νήπια σχεδόν, την μίαν οκταετή παιδίσκην και την άλλην πενταετή. Και ήδη η μεν ήγε το εικοστόν όγδοον της ηλικίας της η δε το εικοστόν πέμπτον. Αλλ' έως ου δυνηθώσι και αυταί να εργάζονται, ειργάζετο μόνη η γραία. Ήτο τεσσαράκοντα ετών τότε. Εξενοδούλευε και εξενόπλυνε και εξενόφαινεν η πτωχή. Αλλ' ήτο ευχαριστημένη, διότι οι κόποι της δεν εγίνοντο ματαίως. Και αι δύο ως προς μεν την γνώμην ήσαν όμοιαι προς αυτήν, αγαθαί, φιλεργοί και φιλόπονοι.

— Πώς υποφέρουν μερικές με σταυρωμένα τα χέρια; έλεγαν πολλάκις ενώ ειργάζοντο.

Διότι και αυταί εξενόπλεκον, εξενόρραπτον, εξενόφαινον, εξενοδούλευον. Τα καλτσάκια εκείνα τα κομψά, τα οποία εφόρουν τα εύμορφα παιδάκια της ωραίας καπετάνισσας, και τα κομψά φορεματάκια, ήσαν έργα της πρώτης, της Δεσποινιώς· τα ωραία πάλιν χρυσά κεντήματα τα νυμφικά, άτινα εθαυμάσθησαν κατά τους τελευταίους γάμους, αι χειρίδες με τα ανθοφόρα κλαδία, αι λεπτόταται χρυσαί στίξεις του ποδογύρου και η πολύτιμος σκούφια με την μεγάλην ανθοφόρον γλάστραν εν τη κορυφή ήσαν όλα κομψοτεχνήματα της Σοφούλας, της μικροτέρας. Και αι δύο ήταν επιτήδειαι και ευφυείς. Πλην η μεν επετύγχανε περισσότερον εις τα εκ βάμβακος πλεκτά, η δε εις τα εκ χρυσού. Αλλά ποία πενθερά δεν εθαύμασε τα υφαντά της Δεσποινιώς; Τα βαρέα κυλίμια με τα χρωματιστά τετραγωνίδια και τους ρόμβους και τας ζώνας ποικίλων εν αρμονία χρωμάτων; τα τραπεζομάνδηλα τα μεταξωτά, θαύμα της υφαντικής υπερφυέστατον και τας μεγάλας εκείνας προσκεφαλάδας με τας ερυθράς και λευκάς ζώνας;

Αλλά και τούτο εκίνει τον φθόνον.

— Έχει βιβλία! έλεγον περιφρονητικώς.

Τωόντι η θειά-Ζωίτσα, η προοδευτική και πολιτισμένη Παπαδοπούλα, εφρόντισε να εισαγάγη τας θυγατέρας της, πρώτας-πρώτας, κατά την σύστασιν του σχολείου των θηλέων εν τη νήσω, προκαλέσασα την περιφρόνησιν πολλών, διότι εθεωρήθη ως νεωτερισμός επικίνδυνος τάχα.

Αλλά ιδού τώρα πόσον ωφέλιμος επεφάνη ο νεωτερισμός εκείνος. Διότι εν τω σχολείω ωξύνθη ο νους των κορασίδων, ανεπτύχθη το ενυπάρχον εν τη απαλή καρδία τάλαντον και έλαβον τα πρώτα τεχνικά μαθήματα επί των διαφόρων κεντημάτων και πλεκτών χειροτεχνημάτων.

Και ετέθησαν λοιπόν και τότε αι κακαί γλώσσαι εις κίνησιν, όταν έβλεπον τας δύο ορφανάς παιδίσκας να διέρχωνται την αγοράν και κρατούμεναι εκ της χειρός να μεταβαίνωσιν εις το σχολείον με τας μαύρας μανδήλας των και τα μαύρα φουστανάκια των, με πρόσωπα κατακίτρινα εκ του πένθους της ορφανίας.

Και έλεγον:

— Τώρα και η θειά-Ζωίτσα, η ψωροπερίφανη! Γράμματα μ' θέλει!

Ως προς την εξωτερικήν όμως μορφήν δεν ωμοίαζον διόλου προς την μητέρα. Ήσαν ωραίαι και περικαλλείς αμφότεραι εν σώματι αναλόγω μ' εύπλαστα κ' εύγραμμα τα μέλη, με μαύρους περιπαθείς οφθαλμούς και μαύρην κόμην γυαλιστερήν ως κόρακος πτερά, καταπίπτουσαν επί των νώτων υπό την μαβιάν μανδήλαν εις δύο παχείς οφιοειδώς πεπλεγμένους πλοκάμους.

Διά της πολυτίμου και περιζήτητου εργασίας των δύο αδελφών επορίζετο η γραία από ετών ήδη τα του οίκου χρειώδη, επερίσσευον δε και ποσά τινα ευτελή, δι' ων αι δύο κόραι εφιλοτέχνουν την προίκα των, τα ασπρόρρουχα και τα επιστρώματα και τα λοιπά πολυτελή στολίδια, κεντώσαι ταύτα μετ' ιδιαζούσης προσοχής. Πλην φευ! Όλα αυτά τα χρυσά και σπάνια προτερήματα ήσαν άγνωστα εις τους γαμβρούς του χωρίου, οίτινες έν μόνον εγνώριζον ότι η θειά Ζωίτσα δεν έχει «μέτρημα!»

Ο σημερινός υλιστικός βίος επέδρασε πανταχού, εισπνεύσας και εις αυτήν την διαυγεστέραν ατμοσφαίραν του χωρίου κ' εξηχρείωσε και εξηυτέλισε τα πάντα. Κάλλος, ευφυία, φιλοπονία, καλοκαγαθία, όλα εξαφανίζονται ενώπιον του αχρείου μετρήματος.

— Να είχα το ελάχιστον δέκα ρίζες εληές! έλεγε πολλάκις η γραία.

Ο μακαρίτης ο άνδρας της, ο Μπάρμπα Δήμας, κτηματίας φιλόπονος, απέθανε κατάχρεως, πνιγμένος έως εις τον λαιμόν μέσα εις τα χρέη.

Περιφρονήσας τας αγίας συμβουλάς του αγαθού πνευματικού του, και τας προτροπάς της συζύγου του ηγόρασε μοναστηριακά ότε επωλούντο κατά τμήματα, διαλυθέντων των μοναστηρίων, και δεν είδε προκοπήν έκτοτε· τουλάχιστον η θειά Ζωίτσα εις τούτο το συμβεβηκός απέδιδε την κατά πόδας καταδιώκουσαν αυτούς έκτοτε σκληράν ειμαρμένην.

— Δεν του τώλεγα! Δεν του τώλεγα! επανελάμβανε πολλάκις η αγαθή γραία ενώπιον του πνευματικού, όταν επήγαινε να εξομολογηθή εις τον «Παπά-Ερημίτη», ούτως αποκαλούσα κατά παραφθοράν εύκολον τον ενάρετον πνευματικόν της νήσου Παπά-Ιερεμίαν, ασκητεύοντα εις την δροσερωτέραν της νήσου εξοχήν.

Ο μακαρίτης ο Μπάρμπα-Δήμας ήτο κύριος δύο λαμπρών ελαιώνων λίαν προσοδοφόρων, τόσον προσοδοφόρων, ώστε εις κάθε εσοδείαν του ελαιοκάρπου με την λαδωμένην βράκαν του καταγινόμενος εις το ελαιοτριβείον έλεγεν εξ αγαλλιάσεως:

— Όξω φτώχια, κυρά Ζωίτσα! Και εκρότει θλίβων τον αντίχειρα και μεσοδάκτυλον ως κάμνουν οι σύροντες τον χορόν.

Αλλ' έχων ακράτητον προς την καλλιέργειαν της γης επιθυμίαν, δεν ηδυνήθη να κρατήση εαυτού, όταν επωλούντο τα μοναστηριακά. Και ακούων την πρόσκλησιν του κήρυκος: «έχει άλλος», προσήλθε παρά την τράπεζαν της πωλήσεως, προσέθηκε εις την τελευταίαν προσφοράν ποσόν τι υπέρτερον και κατεκυρώθησαν επ' ονόματί του δύο μεγάλοι ελαιώνες του Αγίου Χαραλάμπους.

— Τώρα να ιδής λάδια, κυρά Ζωίτσα! έλεγεν.

Η θειά Ζωίτσα εκίνει τεθλιμμένη την κεφαλήν.

— Σου πήρε δύο κομμάτια ο Μπάρμπα Δήμας! παρετήρουν άλλοι τινές κτηματίαι μετά θαυμασμού. Όσα κι' αν έδωσε, χαλάλι!

— Καλά στερνά! προσέθετεν έτερος επιφυλακτικότερος. Εμένα μου τ' ώπεν ο Παπά Ιερεμίας. Τα μοναστηριακά είνε αφιερωμένα εις τον Θεόν. Και όποιος αγοράση από αυτά, είνε ωσάν να τα παίρνη πίσω από τον Θεόν και είνε αφορισμένος από την Εκκλησίαν και προκοπή δεν θα βγη. Είνε κανών φοβερός της Οικουμενικής Συνόδου.

— Ναι! Μακάρι' νάχες ν' αγοράσης και συ κανένα τεμάχιον. Τι έπαθε ο κυρ Θανασός που επήρε τον ελαιώνα της Κουνίστριας;

Ούλο και παχαίνει. Αμ' ο καπετάν Καφαντάρας που εμάζωξεν όλα τα Προδρομίτικα; Πιθάρια νάχη για τα λάδια!

— Καλά στερνά! σου είπα.

Και όμως, είπατε ό,τι θέλετε, ο Μπάρμπα Δήμας, αφότου ηγόρασε τα μοναστηριακά δεν είδε προκοπή. Ηκολούθησαν δι αυτόν έτη κατά σειράν αφορίας των ελαιών. Όχι μόνον τα μοναστηριακά δεν ευφόρησαν, αλλ' ουδέ τα ιδικά του, τα οποία ουδέποτε «ξεχνούσαν», ως έλεγε. Και ο Μπάρμπα Δήμας μη έχων να πληρώση τα χρέη του, διότι εχρεώθη κρυφά από την γυναίκα του, ίνα πλειοδοτήση κατά την δημοπρασίαν, μετά τινα έτη, αυξηθέντος του χρέους, απελπισθείς ότι θα ηδύνατο πλέον να το εξοφλήση, ηναγκάσθη να παραχωρήση εις τον δανειστήν μέρος από τα δύο μοναστηριακά του, αν και μετά μεγάλης λύπης. Πλην το θλιβερώτερον είνε ότι ο δανειστής σκληρός τοκογλύφος, τοκίζων 18 τοις % και μετατρέπων κατ' έτος τους τόκους, εις κεφάλαιον, δεν υπεχώρει εις το παραμικρόν· και προς εξόφλησιν κατέσχε και τους δύο ελαιώνας του ατυχούς Μπάρμπα-Δήμα, όστις ούτως απέθανε μετ' ολίγον πάμπτωχος, αφού εθρήνησε τας τελευταίας ημέρας του και τον μονογενή υιόν του, ένα ωραιότατον έφηβον, όστις θα ήτο ήδη η αχώριστος βακτηρία της γραίας.

Η δε θειά-Ζωίτσα απέμεινε χήρα με μίαν ωραίαν άμπελον, μοναστηριακήν και αυτήν, «Αη-Χαραλαμπήτικην», με τ' όνομα, εις την Αμμουδιά, φέρουσαν μίαν παχύσκιον καρυδέαν εν μέσω, την οποίαν ο πατέρας της είχεν αγοράσει κατά την πρώτην διάλυσιν των ιερών μονών, λεπτομέρειαν άγνωστον εις την ανήλικον τότε κόρην, και μίαν οικίαν, τα προικιά της, τα οποία δεν ηδυνήθη να κατάσχη ο άσπλαγχνος δανειστής προς τελείαν εξόφλησιν. Ατελείωτον γίνεται πάντοτε το χρέος. Πολλάκις δε μετά ταύτα ηπείλει και ανησύχει την τεθλιμμένην χήραν.

— Να σ' πω. Έχουμε κάτι λογαριασμούς ανοικτούς με τον μακαρίτην τον Μπάρμπα-Δήμαν.

— Κάμε καλά με τον Μπάρμπα Δήμα, απήντα οργίλως η θειά Ζωίτσα.

— Να σ' πω. Το αμπέλι προικιό σ' είνε;

— Δεν ξέρω, απήντα μετά σκαιάς περιφρονήσεως η χήρα, έχουσα πεποίθησιν εις το εκ του νόμου δίκαιον.

— Να σ' πω, το σπίτι προικιό σ' είνε;

— Δεν μ' αφίνεις ήσυχη, χριστιανέ; Απήντα πάλιν η χήρα μετά ζωηρότητος.

Αλλ' ο σκληρός δανειστής δεν έπαυσε να την ανησυχή. Πολλάκις δε εκείνη τον έβλεπε να περιτριγυρίζΗ την οικίαν με ύφος λαιμάργου γαλής οσφρανθείσης οψάρια, προσπαθών ν' ανακαλύψη και καλά, επάνω εις τ' αγκωνάρια ίσως, ότι η οικία δεν ήτο προικώα. Πολλάκις περιήρχετο και την ωραίαν άμπελον μετρών αυτήν κλήμα προς κλήμα, και πολλάκις ανεδίφησε τα κεκονιαμένα του συμβολαιογραφείου βιβλία ερωτών τον γέροντα διοπτροφόρον συμβολαιογράφον.

— Να σ' πω. Έχουν καμμιάν αξίαν αυτά τα βιβλία; Σαν παληά μου φαίνονται.

Και πάλιν επανελάμβανε προπετώς:

— Να σ' πω, κύριε συμβολαιογράφε. Λέγει ο νόμος ότι η προιξ δεν κατάσχεται;

Ο συμβολαιογράφος αντί πάσης απαντήσεως εις την αυθάδη αυτήν ερώτησιν ηρκέσθη να ρίψη εις το πρόσωπον του αχρείου δανειστού το στίλβον φως των διόπτρων του.

Ούτω λοιπόν η θειά-Ζωίτσα μετά τον θάνατον του συζύγου της ευρέθη άνευ κινητής περιουσίας, με την ασήμαντον προίκα της, τας δύο θυγατέρας, και τας βαρβάρους ενοχλήσεις του δανειστού, ένεκα των οποίων πολλάκις ηναγκάσθη, με όλην την πεποίθησιν ην είχεν εις το δίκαιόν της, να καταφύγη εις την συμβουλήν του μόνου δικολάβου της κώμης, φέρουσα και μίαν παχείαν όρνιθα, ίνα ερωτήση αν πραγματικώς η προιξ δεν κατάσχεται.

Ο δικολάβος πονηρός άνθρωπος απήντησε προς την χήραν με κάτι διφορούμενα. Και τότε εκείνη μετέβη παρ' αυτώ και δευτέραν φοράν, φέρουσα ήδη δύο παχείας όρνιθας. Αλλά και πάλιν δεν ηδυνήθη να λάβη σαφή και επαρκή απάντησιν.

Διά τούτο ηκούσθη λέγουσα ένα πρωί:

— Κρίμα 'ς τες κοττίτσες μου!

Έως ότου ήλθεν εις το χωρίον ο πρώτος επίσημος εκ του Πανεπιστημίου δικηγόρος, ένας ζωηρός και ροδοκόκκινος έφηβος, όλος καρδιά και γεμάτος ειλικρίνειαν και αγαθότητα, όστις την εβεβαίωσε πλέον την γραίαν.

— Σώπα, θειά Ζωίτσα, μη φοβάσαι.

— Του Χριστού την ευχίτσα να έχης γυιόκα μ'! του Χριστού την ευχή και της Παναγίας γυιέ μ'!

Έκτοτε περιωρίσθησαν και ο δικολάβος και ο δανειστής. Διότι δεν επερνούσε πλέον η μπογιά των. Αλλά διά τρόπου αξιοπρεπούς και οι δύο.

— Καλά, κυρά, είπε μίαν ημέραν ο δανειστής με γλυκύτερον ύφος. Ησύχασε. Αργότερα πάλι βλέπομεν. Ούτε εγώ να αδικηθώ, ούτε συ.

— Έχεις δίκαιον, κυρά Ζωίτσα, είπε και ο δικολάβος μετά θριαμβευτικής ευφραδείας. Ηύρα το άρθρον του νόμου. Μα εκοπίασα πολύ. Μη φοβήσαι. Η προιξ δεν κατάσχεται.

Εν τούτοις τι εβγήκε; Με μίαν άμπελον και μίαν οικίαν πώς να υπανδρεύση δύο θυγατέρας, αίτινες έφθασαν ήδη εις την ηλικίαν του γάμου μετά ταχύτητος μυστηριώδους;

— Πώς μεγαλώνουν, παιδί μ', τα κορίτσια, έλεγεν η θειά-Ζωίτσα προς την φίλην της γειτόνισσαν, την Κρατερίτσαν την πιασμένην. Νάνε παλλικάρια, ζαρώνουν. Τα κορίτσια πετιώνται ως επάνω μάνε- μάνε.

— Εμ! τι κάθεσαι! τύλιξε την πρώτη.

— Αμ πώς, αδελφή; Δεν ξέρεις πως ακρίβαιναν οι γαμπροί;

— Ακρίβαιναν ε!

Τας έβλεπε λοιπόν τας ωραίας θυγατέρας χωρίς ελπίδα αποκαταστάσεως κ' έφθινεν η γραία κ' εφθείρετο. Και αποδίδουσα και αυτήν την ατυχίαν εις τα μοναστηριακά, εφοβείτο ότι θ' απέθνησκε και θα τας άφινεν εις τους πέντε δρόμους. Και ανεστέναζε κρυφίως η γραία.

— Τι έχεις, μάννα μ'; Είπε μίαν ημέραν η Δεσποινιώ.

— Τι ν' άχω, κόρη μου!

Ίσως το εννόησεν η ωραία κόρη, ίσως δεν το εννόησεν· όμως δεν ωμίλησε. Πλην τα πολλά παράπονά της η γραία, τον αληθινόν της καρδίας της πόνον εξεμυστηρεύετο μόνον εις τον «Παπά-Ερημίτη» όπου μετέβαινε κατά Κυριακήν μετά των θυγατέρων της ν' ακούση την ωραίαν ακολουθίαν, των σεμνών Κολλυβάδων ακολουθίαν, εκλείπουσαν ολονέν από της Ανατολής, των ερημιτών Κολλυβάδων, επτάκις της ημέρας υμνούντων τον Κύριον, κατά τον ψαλμόν. Εν όρθρω τη πρώτη ώρα της ημέρας, τη τρίτη, τη έκτη, τη ενάτη τω εσπερινώ και τω αποδείπνω.

— Ούλου διαβάζνι, Μα, έλεγεν η Σοφούλα ενίοτε, θελγομένη εκ της συχνής προσευχής. Σ' νακκλησιά δε διαβάζνι έτσι δα.

Εκεί λοιπόν εύρισκε παρηγορίαν και ανακούφισιν η θειά-Ζωίτσα. Και όταν ο γέρων έκαμνε τας ωραίας αγρυπνίας κατά τας μεγάλας εορτάς, ήτο εκ των πρώτων η γραία. Κ' εκεί την νύκτα υπό την θείαν ανταύγειαν των οφθαλμών του Παπά-Ιερεμία, οίτινες έλαμπον ζωηρότερον από το μαρμαίρον γαλάζιον φως των κανδηλών του ασκητικού ευκτηρίου του, προσεπάθει η γραία μετά πόνου ν' ανακαλύψη, έστω και μακρόθεν φέγγουσαν, την συγγνώμην του βαρέος αμαρτήματος του μακαρίτου.

— Να, τώρα δεν έχουμε τίποτε πλεια, γέροντα, έλεγε κατά την εξομολόγησίν της. Έχασα τον άνδρα μου, έχασα το παιδί μου, αχ! το καλό μου παιδάκι, θα ήταν σήμερα γαμπρός φοβερός. Εχάσαμε το βιο μας. Δεν θα φωτίση ο Θεός κανένα καλόνε άνθρωπο, να πανδρεύσω το μεγάλο το κορίτσι μου; Μεγάλο καϋμό το έχω, γέροντά μου. Μου έρχεται 'σάν ντροπή. Τουλάχιστον το μεγάλο μου κορίτσι!

Και ελησμονείτο η γραία χάσκουσα εις την έκθαμβον λάμψιν των μεγάλων του γέροντος οφθαλμών.

— «Ελπισάτω Ισραήλ επί τον Κύριον, από του νυν και έως του αιώνος», απήντα ο Παπά-Ιερεμίας, ως συνείθιζε διά ρητών της Γραφής, ξηρά-ξηρά απαγγέλλων τας λέξεις, ως ήτο ξηρόν το ασκητικόν του σώμα, ζωντανόν άγιον λείψανον, αποπνέον ευωδίαν αρετής και αγιότητος.

Και επανελάμβανεν:

— «Ελπισάτω Ισραήλ επί τον Κύριον!»

Και μόνη της η γραία αναγνωρίζουσα το αμάρτημα του οίκου της, έλεγε προλαμβάνουσα τον γέροντα:

— Δεν τούπα τ' μακαρίτ' να μη πάρ' βακούφκα! τι τάθελε; Φωτιά βάλαμε 'ς το σπίτι μας από τότες.

— Ε, να παρακαλής, τέκνον μου, να προσεύχεσαι. Συνεβούλευεν ο γέρων Πνευματικός. Ο Θεός είναι εύσπλαγχνος προς τους μετανοούντας.

Η δε γραία κατήρχετο την εσπέραν εις την πόλιν με μεγάλην ανακούφισιν και παρηγορίαν, κομίζουσα τας ευλογίας και τα τρυφερά βλασταράκια «που της εδώρει ο Παπά-Ερημίτης».

Ούτως αι θυγατέρες της θειά-Ζωίτσας είχον αποκτήσει εν τοιαύτη αγωγή ουχί τόσον φιλοκόσμους έξεις. Ητοίμαζον μεν τα προικιά των, μετά σεμνότητος πάντοτε κ' εντός του κύκλου των δυνάμεών των, κατά το έθιμον της νήσου, πλην δεν εύρισκον τόσην ευχαρίστησιν εις την πόλιν. Ήθελον κατά τας εορτάς να παραμένωσι παρά τω Ιερεμία και ν' ακούωσι τα ωραία εκείνα συναξάρια. Εις την οικίαν των τραγούδι δεν ηκούσθη καθ' όλα της ορφανίας των τα έτη. Την καμάραν δεν την εχόρευσαν καμμίαν ημέραν της Διακαινησίμου. Και τόσον τας έθελγεν ο σεμνός ούτος χορός! Ήτο το μόνον εκ των του κόσμου τερπνών, όπερ επενήργει επί της τρυφεράς καρδίας των. Ο ηρέμα κινούμενος εν λαμπρά μεγαλοπρεπεία κύκλος εκείνος της καμάρας είχε τι το εξαρτικόν εν τη πραεία των κορασίων φαντασία.

Διά τούτο τας ημέρας του Πάσχα απέφευγον αι δύο θυγατέρες ν' αναβαίνωσιν εις τα βουνόν του Παπά-Ιερεμία, όστις μετά προστατευτικού μειδιάματος ηρώτα την γραίαν.

— Πώς δεν ήλθαν τα κορίτσια;

— Να, κάνουν χάζ' τ' καμάρα πλειο, απήντα η γραία.

— «Παγίς θηρευτών» ο χορός, «παγίς θηρευτών», έλεγεν ο γέρων Πνευματικός.

Και είτα επανελάμβανε καθαρά.

— Να προσέχουν από τον χορό τα κορίτσια, να προσέχουν!

Και όμως τον μέγαν και πομπικόν αυτόν χορόν ουδέποτε εχόρευσαν. Περιωρίζοντο μόνον τα ορφανά να κυττάζωσι κρυφίως διά των ημικλείστων παραθύρων, πλην ποτέ δεν μετέσχον μετά των άλλων νεανίδων, αι οποίαι συνηθροίζοντο καθ' εσπέραν τη εβδομάδα του Πάσχα εις την γειτονικήν πλατείαν κ' εχόρευον κ' έλεγον «θάλασσα» τα τραγούδια εκείνα τα εύμορφα.

Η ιδέα ότι είνε ορφαναί κόραι, τας έκαμνε να συστέλλωνται και να διστάζωσι. Τι ήθελον αυταί μέσα εις την χαράν του κόσμου;

Η γραία όμως όσην ευλάβειαν και αν είχεν εις τους σεμνούς λόγους του Παπά-Ιερεμία, ησθάνετο κοσμικωτέρους παλμούς εν τη γηραιά καρδία της.

Ήθελε να καμαρώση μια φορά νύμφας τας θυγατέρας της — και τι ωραίας νύμφας! — Επεθύμει να σύρη τον χορόν εις τους γάμους της Δεσποινιώς της, και να κολλήση ένα μεγάλο ασημένιο εις το μέτωπον του παιγνιδιάτορος του γέρω Τζαχείλα οπού τον ετρόμαζαν όλα τα λαγούτα.

Πλην ούτε ακτίς από το εύμορφον αυτό μέλλον υπέφεγγε. Και τούτο την εβασάνιζεν, έως ου τελευταίον ησθάνετο κόπωσιν εις τα γόνατα και πόνους εις την οσφύν, ελαττώσασα εσχάτως και την προσφιλή αυτής γεωπονικήν εργασίαν.

Ούτως η αργοπορία της εκπληρώσεως των πόθων μας εξασθενίζει τα νεύρα, ως να είνε ταύτα εξηρτημένα από την ολονέν απομακρυνομένην επιθυμίαν μας.

Εν τοιαύτη θλιβερά καταπτώσει ευρισκομένη η γραία, ηγέρθη εσχάτως μίαν πρωίαν σφόδρα κατηφής, αφυπνισθείσα υπό κακού ονείρου.

 — Τι έχεις, Μα; ηρώτησαν μετά περιπαθείας αι δύο κυανοπλόκαμοι
αδελφαί.

 — Τίποτε παιδιά μ'! απήντησε. Και κάτω νεύουσα την κεφαλήν υπό
την μαύρην σκιάν της μανδήλας της εψιθύρισεν ως προς εαυτήν:

 — Δεν τούπα τ' μακαρίτ' να μη ανακατωθή 'ς τα βακούφκα! Κάτι άλλο
κακό μεγαλείτερο θα μας εύρη!

Εξημέρωνεν η πρωτομαγιά. Αι πρώται της αυγής ακτίνες διεπέρων ήδη τον μελανόν ορίζοντα όπισθεν του οποίου ήρχισε να οποφέγγη λαμπρά ημέρα· τα άστρα εξηφανίζοντο και εσβέννυντο το έν κατόπιν του άλλου ως σβέννυνται λαμπάδες μία-μία την ημέραν του Πάσχα. Τα νυκτοπούλια αισθανθέντα τον κρύον αέρα της αυγής έπαυσαν τον θλιβερόν και μονότονον κρωγμόν των, αφήσαντα ελεύθερον το στάδιον εις τα ποικιλόστομα πρωινά πουλιά, ων το γλυκύ κελάδημα διέτρεχε χαρμοσύνως το κενόν ως χαιρετισμός προς την αφυπνιζομένην πολίχνην. Κατά σειράν ένα-ένα εξεχωρίζοντο τα κατάφυτα βουνά, και μόνον οι αμπελώνες του κάμπου ήσαν ακόμη σκεπασμένοι από την σκοτεινήν της νυκτός ομίχλην. Σκέπη πυκνή κατεκάλυπτεν εισέτι και τον λιμένα, από την οποίαν εκάθευδον ακίνητα τα εύμορφα κόττερα και λοιπά πλοιάρια της θαλασσινής πολίχνης. Αύρα δροσερά κ' ευώδης ήρχισε να καταβαίνη από το βουνόν του Παπά-Ιερεμία ως ευλογία από της ολονυκτίου προσευχής του ασκητού, ηδέως αρωματισμένη εκ του θυμιάματος του ουρανού και των ανθέων του κόσμου. Τότε ηκούσθη και ο κώδων των Τριών Ιεραρχών διά τον όρθρον. Κ' ευθύς ηγέρθη η θειά- Ζωίτσα από της ξηράς κλίνης της, ήγειρε δε και τας δυο αδελφάς, αίτινες με χαράν επετάχθησαν, ν' απολαύσωσιν ως πάντοτε την ήρεμον εορτήν της πρωτομαγιάς εν τω ωραίω αμπελώνι αυτών.

— Μας πήρεν η 'μέρα, κορίτσια! είπεν η θειά-Ζωίτσα.

— Τώρα δα σήμανεν η εκκλησία, απήντησεν η Σοφούλα.

— Έπρεπε πιο νύχτα. Αλλά δεν ξέρω πώς δεν έχω όρεξι. Μου φαίνεται πώς είνε κομμένα τα ήπατά μου.

— Μήπως κάθεσαι καμμιά μέρα; Ούλου παλεύεις, είπεν η Δεσποινιώ.

Και εχασμάτο η γραία, ενώ αι θυγατέρες της ενεδύοντο.

— Θα τα 'ρμάξνι κείνα τα 'κκιά! είπεν η θειά-Ζωίτσα.

— Αμ την καρυά;

— Καλά λες· είπε ζωντανεύσασα ολίγον η γραία. Κάμετε γλίγωρα.

— Η θειά-Ζωίτσα συνήθιζε κατ' έτος την πρωτομαγιά να μεταβαίνη εις τον αμπελώνα μετά των θυγατέρων της «νύχτα-νύχτα». Και διότι πιστή εις τα πάτρια δεν ήθελε να παραμελήση μίαν ωραίαν συνήθειαν, η ποιητικωτάτη την καρδίαν γραία, αλλά το σπουδαιότερον, διότι έπρεπε να προφυλάξη την ημέραν ταύτην από της διαρπαγής τα προσφιλή προϊόντα της, έργα των χειρών της, και μίαν μεγάλην πυκνόφυλλον και πλατύφυλλον καρυδέαν, ην απεμάδων τελείως οι παίδες και αι κορασίδες συμπλέκοντες τους στεφάνους των διά των πλατεών και χλοερών φύλλων του ωραίου δένδρου. Μια χρονιά που δεν ημπόρεσε να εξέλθη προς φύλαξίν της, την έκαμαν «παραστόλιο» την εύσκιον καρυδέαν, «που της ήλθε της γραίας να την κόψη με το τσεκούρι».

— Μήπως απόχτησε ποτέ τ' δήμαρχο αυτό το χωριό; έλεγε παραπονουμένη.

Και είχε τόσα καλά να προφυλάξη ακόμη η γραία. Φύσει αγαπώσα την γεωργίαν ως είδομεν, είχε μεταβάλει τον αμπελώνα της εις αληθή κήπον. «Περιβολάκι» τον ωνόμαζε. Και ην αληθώς περιβολάκι. Εφύτευσεν οπωροφόρα δενδρύλλια εις τας άκρας, αμυγδαλέας και βερικοκκέας και κερασσέας που ήτον «ένα ρέος» να τα βλέπης ή με τα άνθη ή με τους καρπούς. Έσπαιρνε τα ωραία εκείνα πλατοκούκκια «που κανείς δεν τα είχε». Και «τόσο τα εσήκονεν ο τόπος!» Εφύτευσαν και αι θυγατέρες της εις μίαν άκραν διάφορα άνθη, απομιμούμεναι της μητρός τας έξεις, κιτρινωπά μαντζαράκια με τα βελούδινα άνθη των, και κρίνα λευκά και κόκκινα, και δύο τριανταφυλλέας όπου εύρισκον την χαράν των τα παιδία τώρα την άνοιξιν, οσάκις δεν ευρίσκετο εκεί η γραία. Αλλά ήτο να λείψη; Νύκτα πήγαινε, νύκτα έφευγε. Πλην καμμία φορά θα επιτύχη πάντοτε ο κλέπτης. Ιδίως όταν επήγαινεν εις τον Παπά-Ιερεμίαν, πάντοτε ήθελεν ανακαλύψη ζημίαν τινά.

Άμα εγερθείσαι αι τρεις γυναίκες, εδάγκασαν κατά την συνήθειαν από την ξηράν κουλούραν του Πάσχα, ην εφύλαττον κρεμασμένην από καρφίου επίτηδες, «μη φωνάξη ο γάιδαρος». Έρριψαν το υπόλοιπον είς τινα μικρόν κάλαθον, έλαβον και τι πρόχειρον προσφάγιον και το απαραίτητον διά την πρωτομαγιάν σκόροδον «που καθαρίζει το αίμα» και εξήλθον, αφού εν τω μεταξύ η Σοφούλα πεταχθείσα εις το πηγάδι, εκόμισε κρύο-κρύο νερό, να υπάρχη όταν θα επανέλθουν την νύκτα.

— Ποιος ξέρει τι ώρα θα γυρίσουμε, είπεν η πτωχή νοικοκυροπούλα κόρη.

Πλην η Δεαποινιώ βλέπουσα την μελαγχολίαν της μητρός της κατελήφθη και αυτή υπό τίνος μυστικής ανίας και δεν ήθελε ν' ακολουθήση και μόλις και μετά βίας την παρέπεισεν η γελαστικωτέρα Σοφούλα.

— Θα ζωσθούμε αγριαμπελιά, της είπε, θα μαζόξουμε λουλούδια, θα φάμε χλωρά 'κκιά με το τυρί κοντά 'ς τη βρύση, θα βρούμε γενόμενα κεράσια!

— Αχ! πώς μ' αρέσουν!

Εκλείδωσαν την οικίαν και εξήλθον.

Βωβά εκρότουν τα στερεά πατήματα των τριών γυναικών εις τους στενούς κ' ερήμους δρομίσκους της πολίχνης. Διήλθον τα αλώνια, το έξω της πολίχνης λειβάδιον. Η καταπράσινος και κατάλευκος εξ ανθέων χλόη εμαύριζε συγκεχυμένη εν τη σκοτία, και μόνον ως ασβεστωμένοι τόποι διεκρίνοντο υπολευκάζοντες εδώ και εκεί επί του μικρού πεδίου, τα μέρη ένθα εφύοντο τα σμήνη των χαμαιμήλων και αι άγριαι μαργαρίται.

Η γραία ξεμουδιάσασα, αφού πλέον εξεκίνησεν, ανέκτησε πάλιν όλην την φαιδρότητά της και προηγείτο ελαφρά, παίζουσα και γελώσα με τας θυγατέρας της.

Η δρόσος επεκάθητο άφθονος επί των θάμνων ως αδαμαντίνη βροχή, και εβράχησαν αι άκραι των ιματίων και των τριών γυναικών.

Ανέβησαν ήδη εις τον λόφον. Έφεγγε καλά πλέον. Ευωδίαζεν ο τόπος.

— Τι εύμορφα! είπεν η Δεσποινιώ, σταματήσασα και πνέουσα βαθέως το μεθυστικόν εκείνο άρωμα της πρωίας, σφόδρα ζωτικόν.

— Και δεν ήθελες! διέκοψεν η Σοφούλα.

Εξαίσιον ήτο το θέαμα. Κάτω έβλεπες την λευκήν πολίχνη ης οι οικίσκοι, μια τούφα συμμαζευτοί, ωμοίαζον προς νύμφας με τα λευκά κολοβόλια των, νύμφας θεωρούσας την θάλασσαν. Εξήρχοντο ήδη συντροφίαι φαιδραί διά την πρωτομαγιάν, ων η γελόεσσα ιαχή εξεχύνετο προς όλας τας διευθύνσεις κ' εχάνετο είτα μέσα εις τους θάμνους και τους κήπους και τους αγρούς. Δεξιά επρασίνιζον οι αμπελώνες. Αριστερά εκινούντο αιδημόνως ως καλημερίζοντα τας τρεις γυναίκας τα ευεργετικά λήια, τα καταπράσινα σπαρτά, αποτελούντα ελαφρότατον μορμυρισμόν ηδύτατον εις την ακοήν. Εδώ κ' εκεί αι ελαίαι εδείκνυον τα λευκά άνθη των «μπαμπάκι μοναχό», εφ' ων επακκουμβώσιν αι ελπίδες και τα όνειρα των κατοίκων.

Ω! εις έν άνθος τρυφερόν στηρίζει ο πατήρ το παρόν και η παρθένος το μέλλον. Και όταν δεν συνδράμη ο καιρός; Όταν η θύελλα αρπάση το άνθος και ο αετός το πνίξη; Ω! τότε πνίγεται το παρόν του πατρός και της παρθένου το μέλλον!…

«Ψεύσεται έργον ελαίας και τα πεδία ου ποιήσει βρώσιν!».

Οι δε παρόδιοι φράκται διέχυνον συμμιγές άρωμα σχοίνου, συμπεπλεγμένου καλλιτεχνικώς μετ' αγιοκλήματος και βάτου και κομάρου και πρίνου του σκολιού με τας επί των ακανθωτών φύλλων μιζιθρίτσες του.

Και όπου ο αγρός ην άσπαρτος, εκεί πλέον είχον αναφυή όλα τα αγριολούλουδα με τα αναρίθμητα χρώματά των. Εδώ τούφα από κατακόκκινες παπαρούνες, εκεί άγριαι μαργαρίται λευκαί και κίτριναι, παρέκει παντοία ανθύλλια έχοντα τα μικρά τριγωνικά φύλλα των, άλλα ως είδος ανεμομύλου και άλλα ως είδος σταυρού· τα λευκόστικτα άνθη της καυκαλίθρας, τα ψευδοτριαντάφυλλα της κολλώσης κουνούκλας και διαφόρων σχημάτων και μεγεθών ψευδοστάχυες. Τι άλλα ζεμπιλάκια και τι παραδάκια εν ορμαθώ, τα οποία μετά τινας ημέρας ξηρανθέντα υπό το καύμα του Μαΐου θα βροντούν αχυρώδη τινά ήχον, δι' ων θα «μερόνωσι» τα παιδία των αι μητέρες.

Όλα τα είδη των φυτών και των βοτάνων και τα πλέον μικρά και τα πλέον καταφρονεμένα, και αυτά τα αόρατα, είχον το άνθος των. Και αυτή η ανακάνθη υψηλή εις τους φράκτας ως μανουάλιον είχεν εις την κορυφήν ωραίον ιόχρουν βελονωτόν άνθος.

Εις την ωραίαν αυτήν νήσον, ένθα συμβαίνει η παρούσα διήγησις, ανθίζει και αυτή η γη και εμφανίζει κάτι χωματένια λουλουδάκια κοντά και στρογγυλά. Το άνθος του χώματος! Ως και η δηλητηριώδης και αχρεία χλαμπάτζα, από την οποίαν τρώγουν αι αμνάδες και χλαμπατζάζουν, είχε και αυτή τα λουλουδάκια της, ωχρά ως κρόκον ωού, διά τα οποία θα εσυγχώρει τις το κακόν ιδίωμά της.

Μετ' ολίγον διερχόμεναι αι γυναίκες σιτοφόρον αγρόν εξηφανίσθησαν μέσα εις τους αστάχυς, υψηλούς λίαν.

— Μάννα, λέω! εφώνησε παρατείνουσα την φωνήν της η Δεσποινιώ, καλούσα δήθεν την άφαντον μητέρα της, ήτις ελαφρά βαδίζουσα πάντοτε προηγείτο.

— Θειά-Ζωίτσα! εφώνησε και η Σοφούλα, μάλλον λεπτύνασα την φωνήν της, επί το αστειότερον.

Και επανέλαβεν η πρωινή ηχώ μέσα εις το βαθύ σπαρτόν.

— Θειά-Ζωίτσα!

— Αρί Δεσποινιώ! ηθέλησε να παίξη και η γραία, παρατείνουσα την τελευταίαν συλλαβήν και οξύνουσα επί το νεανικώτερον την φωνήν.

Τα κορίτσια εγέλασαν.

Ήδη ήσαν εντός της αμπέλου των, της ζηλευτής Αη-χαραλαμπήτικης αμπέλου.

Η γραία κατά πρώτον έσπευσε προς την καρυδέαν, ην εύρε καλώς έχουσαν και ανέπνευσεν εξ ευχαριστήσεως. Το βαθύσκιον δένδρον ήτο ως να εξύπνησε προ μικρού κ' έσταζον ακόμη τα εύμορφα φύλλα του από την δρόσον, με την οποίαν τα ένιψεν η αυγή.

Ο ήλιος δεν είχεν ανατείλει ακόμη.

Η γραία ευχαριστημένη εκάθισε παρά την ρίζαν του δένδρου να ξεκουρασθή, ενώ τα κορίτσια πλήρη ζωηρότητος και δροσιάς εκίνησαν να υπάγουν εις το θαμνώδες μέρος, εν τω άκρω της αμπέλου, όπου υπήρχε και χάλασμα παλαιάς οικοδομής κ' εντός κρήνη μετά καθαρού και διαυγούς ύδατος. Εκεί είχε τους κυάμους της η γραία, εκεί τα καλούδια της. Εκεί ήτο το άδυτον της θειά-Ζωίτσας, εις το οποίον είχεν επιθυμίαν να μη εισδύη «ξένο μάτι». Εκεί εφύετο η πρασινωτέρα και ανθηροτέρα αγριαμπελιά, περιζήτητος εις όλην την πόλιν, ήτις ως πυκνός φράκτης περιέβαλλεν όλον εκείνο το ευώδες και μυστικόν κηπάριον.

— Έλα να μας κόψης αγριαμπελιά, είπεν η Δεσποινιώ προς την μητέρα.

— Κόψ' τε κ' έρχουμι, απήντησεν η γραία.

— Τι; Δεν είνε το φείδι; ηρώτησε μετά δειλίας η Σοφούλα.

Η γραία διά να μη της πειράζουν τα ωραία εκείνα κηπουρικά προϊόντα είχε διαδώσει μετά τέχνης εις την κωμόπολιν ότι «μέσα εις εκείνο το χάλασμα βγαίνει ένα φείδι, χονδρό σαν το χέρι της» έλεγε. Τόσον δε πειστικώς διηγείτο τα κατ' αυτό, ώστε κατώρθωσε να την πιστεύσουν οι άνθρωποι. Τοιουτοτρόπως τα περισσότερα παιδία εφοβούντο να παρεισδύσωσιν εκεί. Και μόνον, οσάκις παρεσύροντο μέχρι της θέσεως εκείνης, περιωρίζοντο από μακρόθεν να θαυμάζωσι την ωραίαν αγριαμπελιάν και τα εύμορφα τριαντάφυλλα, και να οσφραίνωνται ως κυνάρια τα ευωδιάζοντα πλατοκούκκια της θειά- Ζωίτσας.

Η μετά πονηρίας διασωθείσα αυτή φήμη υπό της γραίας τοσούτον είχε γενικευθή, ώστε και αι θυγατέρες της την επίστευον, και ιδού μόλις έφθασαν προ του ευώδους εκείνου θάμνου, εσταμάτησαν, καλέσασαι την μητέρα.

Η γραία ήλθε και ως ήτο μικρά κ' ευσταλής, εισέδυσεν ευκόλως εις το πυκνότερον μέρος σκαλώνουσα ως αιξ ελαφρά επί του χάσματος του λιθίνου τοίχου, όπου ην η τρυφερωτέρα και μακροτέρα αγριαμπελιά.

Αι δύο αδελφαί ίσταντο παραέξω, θαυμάζουσαι τας κουκκέας, φορτωμένας εκ του ευγεύστου της ανοίξεως καρπού.

Αίφνης ακούεται από των υψηλοτέρων θάμνων, όπου και αγκαθωτοί βάτοι, συρμός συνεχής ως κινουμένου μεγάλου και ογκώδους ερπετού.

— Το φείδι! το φείδι! κραυγάζει η γραία μετά τρόμου και αποσύρεται. Αλλ' εν τη ταραχή της προσκρούει επί τινος ογκολίθου του ερειπίου και πίπτει μετά φωνών. Αλλ' ως ήτο γενναία πάλιν εγείρεται, πλην συλληφθείσα υπό της αυθάδους βάτου ξεσχίζει ολίγον το φουστάνι της, διά το οποίον αργότερα, παρελθόντος του φόβου, εφώναζε και εβλασφήμει ασκόπως.

Αι δύο αδελφαί κατακίτρινοι εκ του τρόμου, είχον αποσυρθή μακράν εις το άκρον κάτω, χωρίς και αυταί να το αισθανθώσι καν.

Η γραία ιδού πιστεύσασα και αύτη την ψευδή διάδοσίν της εσταμάτησεν έξω εις καθαρόν άνευ χλόης μέρος και προσεπάθει να ίδη πόσον μέγας ήτο ο όφις του μύθου της, όστις πραγματικώς τώρα ενεφανίζετο, ότε βλέπει εξερχόμενον εκ των θάμνων παίδα τινα, βοσκόν αγροίκον, όστις νύκτα-νύκτα είχε χωθή εκεί να δρέψη αγριαμπελιάν.

— Αρέ, Νιούδα, είπεν αναθαρρήσασα η γραία, ποιος σούδωσε την άδεια; Και επανέλαβε με υψηλοτέραν φωνήν πάλιν το αυτό, ίνα δείξη ότι δεν εφοβήθη.

— Να, θειά-Ζωίτσα, απήντησεν ο βοσκός, λίγη αγραμπελιά έκοψα για την καλή Χρονιά…

Και έγεινεν άφαντος εις το βουνόν, σύρων τα πλέγμα του χλορού θάμνου της Πρωτομαγιάς, μίαν βαρείαν κουλούραν επί της κεφαλής του.

Αι δύο κόραι ακούσασαι τον διάλογον και ιδούσαι και τον βοσκόν ανεθάρρησαν και αυταί και επανήλθον, ενώ η μήτηρ αφόβως πλέον εισδύσασα εκ νέου εις την ευωδιάζουσαν λόχμην έφερε μετ' ολίγον άφθονον αγριαμπελιάν, δι' ης εζώσθησαν αι θυγατέρες και η γραία ευχομένη:

— Σιδερένια η μέση μας! Και του χρόνου κορίτσια!

Ήδη ο ήλιος καίων υψώθη εις τον ορίζοντα. Ουδεμία πνοή ανέμου ηκούετο και η ημέρα προηγγέλλετο θερμή ως ημέρα θέρους. Όλα τα λουλούδια της περί την άμπελον λόχμης και τα οπό τας ελαίας, εν τη χέρσω γη, θερμανθέντα ετάνυσαν και ήπλωσαν τα ποικιλόχρωμα φύλλα των, εφ' ων μετά βόμβου ήρχοντο να επικαθήσωσι μέλισσαι και σφήκες και ζούνες και άλλα ζωύφια διά της συχνής μετατοπίσεώς των δεικνύοντα την χαράν, την οποίαν ησθάνοντο, ως αυθένται του διηνθισμένου εκείνου λειμώνος.

Αι δύο αδελφαί πλέξασαι προχείρους στεφάνους αγροτικούς εκ της αγριαμπελιάς και κοσμήσασαι τούτους με αγριολούλουδα και τριαντάφυλλα εν ωραία αντιθέσει χρωματισμών έθεσαν αυτούς εις την κεφαλήν των, και αποδιώκουσαι ούτω από του τρυφερού προσώπου των τας ακτίνας του οχληρού ηλίου έτρεχον εδώ και εκεί ως ψυχαί πτερωταί, ως νύμφαι ορεστιάδες επί των ανθέων εν χαρά και αγαλλιάσει μικρών παιδίων.

Πόσον ο άνθρωπος γίνεται παιδί έξω εις την χλόην!

— Κοίταξε αυτή η παπαρούνα, έλεγεν η Σοφούλα, σαν τα μάγουλα της μητέρας δεν είνε;

Και εγελούσαν.

— Να αυτοδά το μικρούτσικο, να τα ξεσκώσης, Σοφούλα, είπεν η Δεσποινιώ, παρουσιάζουσα μικρόν εύμορφον ανθύλλιον. Να το κεντήσης 'σ το ποκάμισό σου το νυμφικό. Καμμιά δεν θα τώχη.

— Αχ! τι ώμορφο! Ναι, τα φυλλάκια θα τα κεντήσω με πράσινο μετάξι. Εδώ δα θα βάλω ολίγο κόκκινο και θαλασσί. Το λουλούδι θα γείνη με άσπρο χρυσάφι. Καταμεσής θα κεντήσω ένα κουμπάκι άλικο. Αχ! τι ώμορφο!

Το εφίλησεν η αθώα κόρη το αγνόν ανθύλλιον και το έκρυψεν εις τον παρθενικόν κόλπον της, αυστηρώς περιωρισμένον.

Και η θειά-Ζωίτσα εστεφανωμένη και αυτή με την αγριαμπελιάν και εζωσμένη την οσφύν, ομοία προς γραίαν υπηρέτιδα του αρχαίου θεού, περιήρχετο την άμπελον, ης τα φύλλα έλαμπον εκ των ακτίνων του ηλίου. Λοχερά-λοχερά τα κλήματα «ήτανε μια χαρά να τα βλέπη κανείς», ως έλεγεν η γραία, αποδίδουσα την υγιά κατάστασιν του κτήματός της εις τους κόπους της και μόνον εις τους κόπους της, και υπερηφανευομένη διά τούτο. Οι βλαστοί τρυφερώτατοι υψούμενοι προς διαφόρους διευθύνσεις ακτινωτώς άνω των κλημάτων με βαθέως πράσινα μεγάλα και απεσκληραμμένα τα κάτω φύλλα, μικρότερα και ανοικτοτέρου χρώματός τα υψηλότερα και τρυφερώτατα τα επάνω-επάνω βυσσινόχροα, ως να περιερραντίσθησαν δι' οίνου μαύρου, απέληγον εις άγκιστρα δίχαλα και κυρτά, τας λεγομένας τσούγκρας, δι' ων αι κορασίδες, αφού φάγουν τους βλαστούς παίζουσιν είτα κατασκευάζουσαι αγκυλωτάς βελόνας, τας οποίας διαγκιστρούσαι έλκουσιν αντιθέτως δι' ελαχίστης δυνάμεως, έως ου διαθλασθή η μία, η της ηττημένης. Αι σταφυλαί δεν είχον σχηματισθή ακόμη τελείως.

— Αύριον θα θειαφίσωμε, κορίτσια, εφώνησεν η θειά-Ζωίτσα από το μέσον της αμπέλου, μόλις διακρινομένης της θέσεως εν η ίστατο η κοντούλα γραία, εκ της ελαφράς κινήσεως των βλαστών.

— Να! άρχισεν η χολέρα! εφώνησε πάλιν η γραία επιθεωρούσα έν προς έν τα κλήματα μετά στοργής μητρός θωπευούσης τα νεογνά της.

Αλλ' αι δύο θυγατέρες δεν ήκουσαν. Κάτω εις την άκραν ιστάμενοι, όπου διηνοίγετο ευρύ χωράφιον γειτονικόν, εθεώντο συντροφίαν πολυάριθμον τριών-τεσσάρων οικογενειών συγγενικών, αίτινες άρτι εξεπέζευον με θορυβώδη χαράν και γέλωτας και άσματα, ελθούσαι να διασκευάσωσι την φαιδράν της πρωτομαγιάς ημέραν.

— Κορίτσια! επανελάμβανεν η γραία εγγύτερον ελθούσα, αύριον θα θειαφίσωμε.

Ερχομένη εις την άμπελον εθεώρει αμαρτίαν να μείνη αργή. Πάντοτε ήθελεν ανακαλύψει εργασίαν τινά.

— Ου, θα πω, και συ! την επείραζον ενίοτε αι θυγατέρες της, δεν κάθεσαι μια μέρα να ξαποστάσης!

Εάν δεν είχεν άλλο τι να πράξη, το προχειρότερον ήτο να περισυλλέξη «ξηράδια» από των ελαιών και μηλεών και απιδεών, ξηρούς κλώνους, δι' ων το βράδυ θα συνεπλήρου το φορτίον της, θέτουσα ταύτα ως επικάλυμμα εις το καλάθιόν της, ίνα έχη εύκολα προσανάμματα την πρωίαν, αλλά κυρίως, ίνα μη καθ' οδόν ιταμοί διαβάται ανιχνεύωσιν εν τω πεπληρωμένω πάντοτε εκ των ωραίων προϊόντων της καλαθίω «και μαλάξωσι την ευωδιάζουσαν δροσερότητα αυτών». Φιλάργυρος δεν ήτο, αλλ' είχε συνηθίσει ότε επέστρεφεν εις την οικίαν να τοποθετή μόνη της τα προϊόντα του περιβολιού της εντός απλωτού ταψίου μετά προσοχής, εδώ τα κουκκιά, εκεί τα μάραθα, αλλού τα κρόμμυα, εκεί τας αγγινάρας. Και αφού επί ώραν τα εθαύμαζεν η φιλόπονος γραία τα έργα των χειρών της, εξηπλωμένη εις τας γυμνάς σανίδας του πατώματος έως ου ξεκουρασθή, εμοίραζεν είτα εις τους συγγενείς και φίλους της λίαν αφιλαργύρως.

Αλλά καθ' οδόν δεν ήθελε να τα εγγίση τις.

 — Σωρό πάλι τα πλατοκούκκια η θειά-Ζωίτσα, παρετήρουν αι
γειτόνισσαι, όταν την έβλεπον επιστρέφουσαν φορτωμένην την γραίαν.

 — Να, δυο ξλάκια πλειο για πρόσαναμμα! απήντα η θειά-Ζωίτσα η
μυστική και εχάνετο απ' εμπρός των.

Αι δύο αδελφαί εκάθησαν εις άκραν τινά και εθεώρουν την άρτι ελθούσαν πολυάριθμον φαιδράν συντροφίαν, προσπαθούσαι ήδη να γνωρίσωσι τίνες ήσαν.

Αλλά φωναί της μητρός και βλασφημίαι τώρα τας εξήγειραν.

Συνήντησεν η γραία είς τινα γωνίαν πυκνήν και αυθάδη αγριάδαν, απειλούσαν να καταστρέψη ικανά κλήματα και ήρχισε να φωνάζη κατά των σκαφέων, οίτινες την εξηπάτησαν. Δεν ηδύνατο να χωνεύση το ελάττωμα τούτο, τον δόλον.

— Σ' ακούνε οι λοχεμένοι! Να! τάπνιξε τα κλήματα, ταφάνισε η αγριάδα. Τρεχάτε κορίτσια!

Και ήρχισε πάραυτα οχληράν και αγωνιώδη εργασίαν εκριζώσεως διά των χειρών της απεσκληραμμένης πλέον αγριάδας, «όπως δώση αέρα εις τα καϋμένα τα κλήματα, τα οποία είχαν ανάψει».

Αι δύο αδελφαί αισθανθείσαι τον πόνον της γραίας ήλθον πάραυτα και έλαβον μέρος και αυταί εις την επίπονον εργασίαν.

— Μας ηύρε δλειά πάλι! είπεν η Σοφούλα.

— Καλά έλεγα εγώ να μη ρθω, προσέθηκε και η Δεσποινιώ γελώσα.

Ο ήλιος έκαιεν.

— Να δγης, Μα, έλεγε κατά την εργασίαν η μικροτέρα. Ήρθαν κ' ήρθαν 'ς το χωράφι κάτω. Ο κυρ Γεώργης, ο καπετάν Μαθιός, ο Γιάννς τς Μαχώς.

— Έχνι σφαχτά, προσέθηκε και η Δεσποινιώ. Έχνι ψτά, γάλατα, τυριά χλωρά και μιζίθρες.

— Πήρανε κι' τ' νύφ'; ηρώτησεν και η γραία.

— Τν' έχνι.

Η εργασία εξηκολούθει. Είχεν ήδη εξαχθή μέγας σωρός του αναιδούς αργοφυτού.

Δύο-τρεις φορές εθεάθησαν παιδία και κορασίδες κατευθυνόμενα προς το ζηλευτόν άδυτον «το περιβολάκι» της γραίας, πλην επειδή είδον τας γυναίκας δεν επροχώρησαν. Εκαμάρωνον μόνον μακρόθεν τα ωραία κεράσια, τα οποία τώρα μόλις ήρχισαν να λάμπουν κοκκινίζοντα κρυμμένα από τα μεγάλα φύλλα ως να εντρέποντο με το παρθενικόν εκείνο χρώμα των, και υπέστρεψαν.

Παρήλθεν η μεσημβρία. Τότε είχε καθαρισθή πλέον και η αγριάδα και αι τρεις γυναίκες κατάκοποι εκάθησαν υπό την καρυδέαν, εις τον δροσερόν ίσκιον της να ξεκουρασθώσι και να φάγωσι το λιτόν γεύμα των, άρτον, τυρόν και μοσχοβολούντα πλατοκούκκια αρτιδρεπή στάζοντα δρόσον ακόμη. Εις το αντικρυνόν χωράφιον εβούιζεν η χαρά και η φαιδρότης των ευθυμούντων. Φωναί παιδίων, άσματα νεανίδων, καγχασμοί γυναικών, διαταγαί ανδρών, προπόσεις πυκναί και γελαστικαί, κάκου κάπου κλαυθμός οξύς κανενός νηπίου απετέλουν πολύφωνον συναυλίαν συμποτικού γεύματος, όπερ είχε στρωθή υπό πυκνόφυλλον υψηλήν δρυν, εν μέσω του χωραφίου κειμένην. Αυτά είνε της εξοχής τα ηδέα και απλά.

Ο άνθρωπος εκεί αφίνει το αίσθημά του ελεύθερον να πετά, να πηδά, να χορεύη, να τραγουδή, ως πετώσι και πηδώσι και χορεύουσι και τραγουδούσι τα ελεύθερα πουλιά κυνηγούμενα μεταξύ των μίαν ωραίαν πρωίαν από 'κλάδου εις κλάδον.

Ο θόρυβος των συνευθυμούντων ως βοή, βοή του χειμάρρου του Πετραλώνου, έφθανε μέχρι της καρυδέας, οπού αι τρεις γυναίκες ησύχως και ηρέμα έτρωγον το λιτόν γεύμα των, συντροφευόμεναι υπό δύο κοσσύφων, οίτινες εις τα υψηλότερα κλωνάρια του ωραίου δένδρου συνεκρότησαν αγώνα άσματος επίμονον και φίλεριν, προς ερημικήν αηδόνα επί άλλου καθημένην κλώνου άλλου δένδρου και κατακηλούσαν ηδέως του θνητού την καρδίαν. Ετελείωνον οι κόσσυφοι και ήρχιζεν η αηδών.

— Να! χορεύουν τη καμάρα, επετάχθη πρώτη η γραία, ενωτισθείσα του ωραίου άσματος, το οποίον τοσάκις είχε τραγουδήσει εις τα νειάτα της.

Αι δύο θυγατέρες ακροασθείσαι και αυταί ηγέρθησαν ως να επρόκειτο να λάβωσι μέρος εις τον χορόν. Άγνωστος δύναμις τας είχεν εξεγείρει αίφνης, ως όταν ανατινάσσεταί τις εις τον ύπνον του.

Αληθώς, μετά το πλουσιώτατον γεύμα, είχεν αρχίσει κατά το σύνηθες ο χορός και ήδη διά μέσου των φυλλοφόρων βλαστών της αμπέλου έφθανον σαφώς μέχρι της καρυδέας αι λέξεις του άσματος της καμάρας:

Καμάρα χτι Καμάρα χτι Καμάρα χτίζω 'ς το γιαλό (δις) Καμάρα δε στεργιόνει να ζήτε λέει τ' αηδόνι, (δις)

Έλα το πουλί μου, έλα μοσκοκάρφια και κανέλλα.

Αι δύο παρθένοι θελγόμεναι προσεπάθουν να διανοίξωσι χώρον διά μέσου των κλημάτων, ίνα ίδωσι τον πομπικόν του Πάσχα χορόν. Επήγαινον εδώ, έβλεπον εκεί, πλην δεν κατώρθονον να εύρωσι μέρος εκ του οποίου να βλέπουν χωρίς να βλέπωνται.

— Αναβήτε απάν 'σ τη καρυά! ανεφώνησεν αίφνης η μήτηρ, ης οι οφθαλμοί έλαμπον εξ αφάτου χαράς, ως να έσυρεν αυτή την καμάραν.

Ω μοίρα κατηραμένη της γραίας! Τι ήθελες τοιαύτην ιδέαν να εμβάλης εις τα ξηρά χείλη της;

Πάραυτα από μυστικού πόθου κινούμεναι αι δύο θυγατέρες της θειά- Ζωίτσας, ανήλθον μετά προσοχής βαίνουσαι επί των λείων και ολισθηρών κλάδων του δένδρου συνηθισμέναι, διότι ανέβαινον και εσύναζον τα κάρυα. Και σταθείσαι εις μέρος υψηλόν εθεώρουν διά μέσου των φύλλων τον μεγαλοπρεπή χορόν, όστις εν ευρεί κύκλω εχορεύετο εν μέσω του γειτονικού αγρού υπό φαιδρού ομίλου νέων και νεανίδων και γυναικών, ων οι συρόμενοι μετά τέχνης και χάριτος πόδες κατεπάτουν θλιβερώς και ασπλάγχνως τα ωραία αγριολούλουδα.

Πόσον επαγωγώς θεαματικόν είνε να βλέπη τις τον χορόν τούτον. Οι χορεύοντες σχηματίζονται εις σφιγκτώς συνδεδεμένην άλυσιν, του πρώτου δίδοντος την δεξιάν εις την δεξιάν του δευτέρου και την αριστεράν εις την δεξιάν του τρίτου, ενώ του δευτέρου η αριστερά προτείνεται εις την δεξιάν του τετάρτου, ώστε να σχηματίζωνται χιαστοί σταυροί ρομβοειδώς συμπεπλεγμένοι. Και ίσως δι' αυτό ο χορός είνε καθιερωμένος εις τας κοσμικάς εορτάς του Πάσχα. Οι χρωματισμοί των ποικίλων ενδυμασιών των γυναικών απετέλουν εύμορφον αρμονίαν προς τον υπό των ποικίλων ανθέων χρωματισμόν του αγρού, τα λευκότατα πάλιν κολόβια των νεονύμφων άτινα επί τούτω είχον λευκανθή τον Μάρτιον εις τον χαλικόστρωτον αιγιαλόν του Κάστρου ήταν εις ευάρεστον αρμονίαν εγγύς των ερυθρών φουστανιών παιδισκών τινων, εν ώ τα χρυσά κεντήματα του διά κρεμέζης βεβαμένου χιτώνος επί του στήθους φαεινώς ηκτινοβόλουν κατέναντι των ακτίνων του λαμπρού ηλίου.

Και ο ιστάμενος θεατής ευφραίνετο βλέπων πρόσωπα απαλά εξ ενός και χρυσάς κορυφάς εξ άλλου υπό την διαύγειαν λεπτοτάτης μεταξοϋφάντου μανδήλας, και εν γένει κομψά και θελκτικά κορμιά ερασμίων γυναικών, εν θρησκευτική προσοχή περιφερομένων κύκλω συνεκδοχικώς. Σεμνόν θέαμα! Κύκλος καμαρωτός με ωραία λάμποντα μάτια και χρυσώς ακτινοβολούντα στήθη, βαίνων αργώς βήμα προς βήμα, ώστε να υποφαίνηται ηδέως η χρυσόρραπτος κοντούρα, με χαριεστάτην ελαφράν κίνησιν του κορμού δεξιά και αριστερά, συμφώνως προς τους ιάμβους του άσματος, ως κινείται λέμβος ηδυπαθώς εν γαλήνη, ώστε ο χορεύων να μη αισθάνηται κόπον ταράσσοντα. Και αυτό το πήδημα κατά τον δεύτερον στίχον να είνε τόσον ελαφρόν, ώστε να νομίζη τις ότι εποχείται επί απαλού και δροσερού κύματος συρόμενος απαλά με το κύμα.

Η γραία καταπεπονημένη — ήθελε να κοιμάται ολίγον πάντοτε την μεσημβρίαν — επακκουμβήσασα παρά την ρίζαν του γηραιού δένδρου παρηκολούθει σιγά-σιγά, πλην ηδέως, τους ιαμβικούς του άσματος στίχους, υποτονθορύζουσα αυτούς συμφώνως προς τον αναδιπλούμενον ρυθμόν του σεμνού χορού, επιλέγουσα εκάστοτε και την επαλλάσσουσαν επωδόν:

_Καμάρα χτίζω 'ς το 'γιαλό, Καμάρα δε στεργιόνει.

   Ένας κοντός κοντούτσικος,
   κοντός και μ' ένα χέρι.

   Τα μάρμαρα πελέκαε,
   τις πέτρες πελεκούσε.

    — Κοντέ μ', και πού ν' το χέρι σου,
   και πελεκάς με τώνα;

   — Βασιλοπούλα φίλησα,
   και μούκοψαν το χέρι.

   Ας την εξαναφίληγα,
   κι' ας μούκοφταν και τ' άλλο_.

Και αντηχεί καλλικέλαδος η ηχώ ανά τους εγγύς λόφους επαναλαμβάνουσα:

Καμάρα δε στεργιόνει, να ζήτε λέει τ' αηδόνι.

— Να ιδής, Μα, εφώνησεν από της καρυδέας, κρυμμένη εντός των φύλλων, η Δεσποινιώ, «ξομπλιάζουσα», ήτοι παρατηρούσα και κρίνουσα τας ενδυμασίας. Να ιδής, το Μαργιώ τ' καπετάν Μαθιού, φορεί το καλλίτερο κολοβόλι. Τι ώμορφα που είνε βολτιασμένο! Σαν να ήνε από χαρτί!

— Ναι, καλά λες, προσέθηκεν η Σοφούλα, επί άλλου κλάδου ισταμένη. Σαν σκοπελίτικο είνε! Σαν το χιόνι λαμπέινο!

— Προσέχετε να μη πέσετε, εψιθύρισεν ησύχως η γραία ημικοιμωμένη.

— Να ιδής, Μα, εξηκολούθει η Δεσποινιώ. Τι ώμορφο που είνε το μπαμπουκλί της κυρά Γεώργαινας. Αχ! Λάμπει μέσα 'σ τον ήλιο. Φωτιές πετάει. Βελούδο κόκκινο, της τώφεραν από την Πόλι. Αχ! τι ώμορφο κορμί, Μάννα! Σήκω να ιδής.

 — Της Λένης, προσέθηκεν η Σοφούλα, είνε σαν παληό το γουνάκι. Δεν
έχει καμμιά θωριά!

 — Αχ! Πώς λάμπει η σκούφια της κόρης της! παρετήρησεν η
Δεσποινιώ. Θαμπόνουν τα μάτια.

 — Εγώ την εκέντησα, υπέμνησεν η Σοφούλα. Έχει τριάντα δράμια
χρυσάφι.

 — Κορίτσια! να μη πέσετε! είπε πάλιν η γραία ως καθ' εαυτήν
υποψιθυρίζουσα.

 — Να! Να! εφώνησε μετά τινος θάμβους η Δεσποινιώ. Σηκώσανε τη
νύφη να χορέψη. Μα, Μάννα, σήκω να ιδής τη νύφη.

Πολύ ώμορφη μέση! Δαχτυλιδένια! Και πώς καμαρόνει! Μάννα!

Η γραία είχεν αποκοιμηθή.

Η δε Δεσποινιώ, εξακολουθούσα να θέλγεται εκ της θέας προσεπάθει να στερεωθή καλλίτερον επί του ολισθηρού κλώνου, όπως «ξομπλιάση» την νύμφην χορεύουσαν.

Αλλά φαίνεται ότι η νύμφη «'ντροπαλή ως άβγαλτη» δεν εχόρευε τόσον καλώς. Διά τούτο η Σοφούλα, φαιδρότερου χαρακτήρας παρά η Δεσποινιώ, είπεν ευθύμως πως:

 — Κρίμα 'ς το κολοβολάκι σ', κορίτσι μ'. Η κακομοίρα δεν ξέρει να
πάρη τα ποδαράκια της.

 — Την χαλνάει ο καπετάν Μαθιός, παρετήρησεν η Δεσποινιώ,
σεμνότερα πάντοτε.

— Κείνος που ξέρ', κορίτσι μ', δεν χαλνιέται.

Πώς έμαθον αυταί αι νεάνιδες να επικρίνωσι τον χορόν, αφού ποτέ των δεν εχόρευσαν!

Είνε μερικά πράγματα τα οποία μανθάνει τις αυτομάτως. Άλλως δεν εχόρευσαν μεν, ως είπομεν, αλλά πολλάκις εθεώρησαν την καμάραν, τελουμένην εις την γειτονικήν της οικίας των πλατείαν.

— Να! Να! είπε γελώσα πάλιν η Σοφούλα. Έχασε την κουντούρα της η νύμφη. Σκύφτει για να την πάρη. Ω, ντροπής νυφίτσα μου! Κρίμα 'ς το ατλαζένιο μπαμπουκλί σου, νυφούλα μ'.

— Μποδίζουν τα χορτάρια, τι να σου κάμ'! Απήντησε πάλιν η Δεσποινιώ και αφηρείτο όλη εις του χορού το μεγαλοπρεπές θέαμα, όπερ εξήρθη ήδη σφόδρα, διότι έλαβον μέρος όλαι αι γυναίκες και όλοι οι άνδρες.

Αλλ' αίφνης βαρύς κρότος αντήχησεν εντός των φυλλωμάτων της καρυδέας, ως να έπεσεν άνωθεν ογκώδης λίθος κ' έσεισε δεινώς τους χονδρούς κλάδους του πυκνού δένδρου. Έως ου ίδη καλώς η Σοφούλα πόθεν ήλθεν ο σεισμός ούτος ο αιφνίδιος, η μεγάλη αδελφή της, η ωραία Δεσποινιώ ευρέθη σωρός κάτω εις το έδαφος. Αφαιρεθείσα η δυστυχής παρεπάτησε και ολισθήσασα κατέπεσε πλησίον της αποκοιμηθείσης γραίας, βαλούσα οξείαν κραυγήν.

— Παναγία μ'! ανεφώνησεν εξεγερθείσα η θειά-Ζωίτσα. Κ' έλαβεν εις τας αγκάλας της την προσφιλή της θυγατέρα, ήτις έμεινεν ακίνητος και άφωνος.

— Νερό! Νερό! Σοφούλα, Νερό! εκραύγασεν η γραία. Αχ! Πάει το κορίτσι! Σκοτώθηκε! Τι να γένω!

— Η Σοφούλα καταβάσα ταχέως από του δένδρου περίτρομος ως να έπεσε και αυτή έσπευσεν εις την κρήνην ως πτερωτή κ' εκόμισε δροσερόν ύδωρ, δι' ου η γραία περιέβρεχε το μέτωπον και τας παρειάς της Δεσποινιώς, ήτις ωχρά ως νεκρωθείσα είχεν ημικλείστους ως ημίσβεστον λυχνίαν, τους ωραίους οφθαλμούς της.

— Πάει! Σκοτώθηκεν! Επανελάμβανεν έκφρων η γραία. Τι να γένω!

Μετά τινας στιγμάς όμως συνήλθεν εις εαυτήν η Δεσποινιώ. Πλην δεν ηδύνατο να μετακινηθή εκ του εδάφους. Ανεκάθισεν ωχρά εκ του τρόμου της δεινής καταπτώσεως, με λευκά τα χείλη εκ της λιποψυχίας, με οφθαλμούς απλανώς βλέποντας, ως βλέπει εκείνος όστις εκ της ζάλης θεωρεί στριφογυρίζουσαν την γην ως σφονδύλιον, με λυτήν την μαύρην της κόμην, της μανδήλας τη παρασυρθείσης υπό των κλάδων του δένδρου εν τη πτώσει, κ' έβαλε τώρα κραυγήν οξυτέραν, διότι τώρα ησθάνετο της πτώσεως το βαρύ αποτέλεσμα.

— Χτύπησες παιδί μ; ηρώτα η γραία μετά περιπαθείας έκφρονος.

— Ωχ! επόνει η Δεσποινιώ, μη δυναμένη να μετακινηθή εκ του εδάφους.

Και εθώπευε μαλακώς τον δεξιόν της πόδα.

Είχε θραυσθή το οστούν του ποδός, άνω του γόνατος εν τω μηρώ.

Απερίγραπτος είνε η θλίψις της γραίας και της άλλης αδελφής, ότε εβεβαπτίσθησαν περί του τρομερού παθήματος.

— Ωχ! Ωχ! Επανελάμβανε γογγύζουσα εκ του οξέος πόνου η κόρη.

— Πάει το παιδί μ'! Προσέθετε και η γραία άπελπις, η καλή και συμπαθής μήτηρ, τρωθείσα εις τα καίρια.

Και η γειτονική ηχώ από του εξοχικού συμποσίου εκόμιζεν ως ειρωνικήν περιφρόνησιν προς το ατυχές συμβάν τους στίχους του άσματος της καμάρας:

Κοντέ μ' και πού ν' το χέρι σου Και πελεκάς με τώνα; Έλα το πουλί μου ν' έλα . . . .

Η Σοφούλα σιωπηλή ίστατο ως απομαρμαρωθείσα. Η δε γραία εξηκολούθει να εκφέρη στεναγμούς και οιμωγάς οδυνηροτέρας της παθούσης ωραίας παρθένου:

— Αχ! πάει το κορίτσι! Τώχασα το κορίτσι!

Κλαυθμηρώς και διακεκομμένως ως μοιρολόγημα επί νεκρώ προφέρουσα τας συλλαβάς.

 — Δεν έσπαζα το πόδι μου να μην έλθω; Έλεγε συνεχώς· και τύπτουσα
την κεφαλήν της επανελάμβανε:

 — Η λαχταρισμένη! Η πλαντασμένη! Δεν βουβαινόμουνα που είπα να
αναιβούνε 'ς τη καρυά!

Κ' εκράτει σφιγκτά τους κροτάφους της· της εφαίνετο ότι ήθελε να 'φύγη ο νους της.

Ενίοτε δε διέκοπτε τας θρηνώδεις αναφωνήσεις της λέγουσα:

— Δεν τούπα να μη πάρ' βακούφκα! Να κακό πάλι που μας ηύρε!

Όταν δε ενύκτωσε, διά να μη βλέπουν οι άνθρωποι, μήτηρ και θυγάτηρ, βαστάζουσαι εντός κυλιμίου την πανάτυχον Δεσποινιώ, εκόμισαν αυτήν εις την οικίαν των εν τω χωρίω, ως να εκόμισαν νεκρόν, υπό τας συγκινούσας αναφωνήσεις της θειά-Ζωίτσας, ήτις εθρήνει, ως να εθρήνει νεκρόν.

Πρωίαν τινά θερινήν έν έτος μετά ταύτα είχον αναβή εις τον Προφήτην Ηλίαν να δροσισθώ υπό την σκιάν των δροσοκρατούντων πλατάνων και ασπασθώ την δεξιάν του Παπά-Ιερεμία, όστις εκεί είχε το απλούν και σεμνόν ερημητήριόν του, εκτισμένον εν μέσω των παχυσκίων δένδρων εγγύς δροσερού ύδατος, εκρέοντος από τινος μεγάλου βράχου, κεκαλυμμένου υπό πυκνού θάμνου, κισσού και αγρίων βάτων. Οικοδομή μεγάλη τετράγωνος, διώροφος, εν η ευρίσκοντο κατά σειράν τα κελλία, οικοδομή ασχεδίαστος του μακαρίτου Γέροντός του, ήτις ως στρατών έρημος υψούται εκεί ακόμη μελαψή και πένθιμος εις την δροσόπνοον εκείνην κορυφήν της νήσου.

Ήτο περί το τέλος η Ακολουθία. Διέκριναν ψαλλόμενα τα Νεκρώσιμα Ευλογητάρια. Ετελείτο μνημόσυνον. Ως ήμην κατασκονισμένος εκ της κοπιώδους πορείας, πριν νιφθώ εις την δροσεράν πηγήν, έστην εις το κατώφλιον του ναΐσκου, παρασυρθείς υπό της γλυκείας μελωδίας του ψαλλομένου άσματος: «Μετά των αγίων ανάπαυσον. . . ». Από της θύρας, σκιαζομένης υπό τινος αγριελαίας, ηκροώμην του πενθίμου ύμνου, περιεργαζόμενος συνάμα τα εν τω μικρώ και απλώ εκείνω ευκτηρίω, το οποίον εν τω κάτω πατώματι προς την ανατολικήν πλευράν είχε προορίσει διά τα ασκητικάς προσευχάς του ο εν μακαρία τη λήξει Διονύσιος ο Λογιώτατος, ο Γέροντάς του, τελευταίος των Κολλυβάδων, αυστηρός και άκαμπτος, ανήκων εις μίαν των ισχυροτέρων οικογενειών της νήσου «ο Γέροντας» αποκαλούμενος. Ούτε τέμπλεον είχεν ούτε πολυελαίους, αλλ' ούτε στασίδια. Ολίγας εικόνας εις τους μαυρισμένους του τοίχους και μίαν Αγίαν Τράπεζαν εφ' ης έκειτο ευλαβώς φυλασσόμενον το πυξίον του Αγίου Άρτου διά την θείαν Μετάληψιν. Λειτουργίας δεν ετέλουν. Μόνον την τακτικήν ακολουθίαν εδιάβαζον, και μετελάμβανον όσοι ήσαν προετοιμασμένοι. Ο θάνατος του Γέροντος δεν επέτρεψε να συμπληρωθή το Ευκτήριον εις τακτικόν ναόν.

Ο Παπά-Ιερεμίας 80 ετών γέρων, με λευκήν κόμην και λευκόν πώγωνα ως τολύπην βάμβακος, απήγγελλε τας ευχάς με το αυστηρόν εκείνο και πένθιμον ύφος του, όπερ όμως παραδόξως εγέννα εν τη καρδία μαλακά και πραέα αισθήματα παρηγορίας κ' ελπίδος. Δεξιά έψαλλε νεαρά μοναχή — διά τούτο ην γλυκύς τόσον ο ύμνος — φέρουσα μέχρι των οφθαλμών το μαύρον κουκκούλιόν της με τον μικρόν κόκκινον σταυρόν επί του μετώπου, και αφίνουσα ελευθέρας μόνον τας λευκάς εκ της ασκήσεως παρειάς, παρειάς νηστεύοντος αγγέλου. Εμπρός επί του στήθους της του παρθενικού, υπό τας πτυχάς του μαύρου ράσου, διεφαίνοντο τα Σχήματα της μοναχής, μέγας ερυθρός σταυρός με την Λόγχην και τον Σπόγγον ένθεν και ένθεν εν σχήματι τριγώνου, έχοντος προς τα κάτω την κορυφήν, όπου ήτο κεντημένον, ερυθρόν και αυτό, το γυμνόν κρανίον του Αδάμ. Η φωνή της ην ασθενής αλλά γλυκυτάτη, φωνή αγγελική. Κ' έμεινα εκστατικός εκεί εις την θύραν μέχρι τέλους, ρίπτων ενίοτε τους οφθαλμούς μου και επί των χρυσοκεντήτων ποδιών, αίτινες με βαρείας χρυσάς φούντας εκρέμαντο υπό τας ολίγας αγίας εικόνας, ποδιών ουχί επί τούτω εξ αρχής κεντηθεισών, ως μοι εφάνη. Το χρυσοΰφαντον εκείνο ύφασμα ίσως κατ' αρχάς θα ήτο προωρισμένον δι' άλλον σκοπόν, ίσως εχρησίμευσεν εις την προικώαν ενδυμασίαν νύμφης τινός, μετά τον θάνατον της οποίας, ακαίρως ίσως θανούσης, τα εχάρισεν εις την εκκλησίαν, χάρισμα πένθους ή και χηρείας.

Την προσοχήν μου εφείλκυσε και ζεύγος νεαρών συζύγων, εν κατανύξει ισταμένων εγγύς της ψαλλούσης μοναχής. Εκτός κ' ενός άλλου μοναχού, του γηραιού Πέτρου, υπηρετούντος και ψάλλοντος με την άξεστον μεν χονδρήν φωνήν του κατανυκτικήν δε, ουδείς άλλος υπήρχεν εν τω ναΐσκω, ου τα ολίγα φώτα εχλώμαινον πενθίμως εν μέσω του ευώδους καπνού του θυμιάματος. Κ' έβλεπες τότε το γλυκύ λευκόν πρόσωπον της μοναχής ως εν μέσω νεφελών εν τοις ουρανοίς.

Μετά το τέλος του μνημοσύνου ο ιερεύς φέρων την στολήν του, κρατών λαμπάδα και θυμιατόν, εξήλθε του ναού και κατόπιν αυτού η συμπαθής καλογραία, ήτις, μετά λύπης παρετήρησα ότι ην χωλή η δυστυχής, μετά δεινού κόπου σύρουσα τον έτερον των ποδών της, υποβασταζομένη περιπαθώς υπό του νεαρού ζεύγους των συζύγων. Μακρόθεν ηκολούθουν κ' εγώ, θελχθείς συμπαθώς υπό των προσώπων της ασκητικής αυτής συνοδείας. Μετά τινα βήματα έστησαν επάνω τάφου, φέροντος εμπεπηγμένον ξύλινον μαύρον σταυρόν. Ο ιερεύς, αφού εθυμίασεν, ήρχισε ν' αναγινώσκη το πένθιμον Τρισάγιον, οι δε λοιποί εγονυπέτησαν εν κατανύξει μεγάλη, ψιθυρίζοντες ευχάς αναμεμιγμένας με θρήνους, όταν μάλιστα ήκουσαν του ιερέως μνημονεύοντος: «υπέρ αναπαύσεως της ψυχής της δούλης του Θεού Ζωίτσας».

Τότε έκθαμβος ανεγνώρισα τα συμπαθητικά πρόσωπα της παρούσης διηγήσεως.

Ο νεοσκαφής τάφος με τον μαύρον ξύλινον σταυρόν, προς το ρίζωμα του οποίου είχον φυτρώσει, τις οίδε πώς, μεγάλη τις κουκκέα με δροσερά υπόφαια ως στακτωμένα φύλλα και ολίγα μαυροπράσινα μάραθα με τα κίτρινα άνθη των τα φουντωτά, ην ο τάφος της θειά-Ζωίτσας, ήτις απέθανε τρεις μήνας μετά το πάθημα της θυγατρός της, πονούσα βαθέως διότι έβλεπε χωλήν την ωραίαν θυγατέρα της. Αι τελευταίαι της λέξεις, όταν απέθνησκεν, ήσαν:

— Δεν τούπα τ' μακαρίτ' να μη πάρ' βακούφκα!

Ταύτα επρόφερεν η πτωχή με τα ξηρά του θανάτου χείλη ενώπιον του αγγέλου της, και έκλεισε διά παντός τους οφθαλμούς της.

Η δε λευκή και χωλή μοναχή, ην η προσφιλής της θειά-Ζωίτσας θυγάτηρ, η ωραία και καλόκαρδος Δεσποινιώ, ήτις μετά νοσηλείαν επίπονον δύο μηνών, απομείνασα χωλή τον θραυσθέντα πόδα, εκάρη μοναχή παρά τω γέροντι Ιερεμία κ' έμεινε παρ' αυτώ.

Το νεαρόν πάλιν ζεύγος των συζύγων, ην η μικροτέρα θυγάτηρ της θειά-Ζωίτσας, η καλή Σοφούλα, ην υπάνδρευσεν ο Παπά Ιερεμίας ως καλός πατήρ μετά τινος αγαθού ναύτου εργατικού και δραστηρίου, αρκεσθέντος εις την οικίαν, και μη θελήσαντος να εγγίση την εκκλησιαστικήν άμπελον.

Αι χρυσοκέντητοι τέλος ποδιαί, αι στολίζουσαι το κομψόν τέμπλον του προχείρου εκείνου ναΐσκου τόσον λαμπρώς, ήσαν τα προικιά της Δεσποινιώς τα εύμορφα, τα οποία με τόσην αγνήν προσπάθειαν εφιλοτέχνησεν η καλή παρθένος, ως να ήξευρεν ότι έμελλον ποτε να στολίσωσι τας εικόνας του Χριστού και της Παναγίας.

Αφού τέλος εμοιράσθησαν τα κόλλυβα, τα οποία ήσαν πολύ εύμορφα στολισμένα με σταφίδας, κουφέτα, βαράκια ολόχρυσα και φύλλα ευώδη, ο παπα-Ιερεμίας είπε τον επίλογον με την ξηράν πάντοτε και στεγνήν φωνήν του:

— Τα αναθήματα, τιμαλφή ταξίματα και τα βακούφικα, ήτοι κτήματα αφιερωθέντα άπαξ εις τον Θεόν, επ' ουδενί λόγω αναλαμβάνονται πλέον οπίσω. Όστις τα αφαιρέση, έστω και δι' αγοράς, είνε ιερόσυλος και υπόκειται εις την κατάραν του Θεού.

ΜΕ ΤΑ ΠΑΝΙΑ (1899)

Α'.

Καταπρασίνη. Με το γλυκύ, σαπφείρινον, του πόντου χρώμα. Νύμφη του γιαλού, με το λαχανί φόρεμά της. Εις τας απαλάς της, τας ονειρώδεις στρογγυλότητας της μάσκας της, εις τα λεία, τα χυτά πλευρά της, εις την κομψήν, την εύγραμμον, λαγόνα της, Νηρηίδος λαγόνα, παντού, θαρρείς και αντικατωπτρίζετο το σαπφείρινον του πόντου χρώμα.

Μακρά, στενή, στιλάδο σκαρί, φορτωμένη διά Κωνσταντινούπολιν η σκούνα, ήτο αραγμένη εις τον ευρύν, τον ακύμαντον λιμένα, με τους υψηλούς δύο ιστούς της, ακινήτους ως τρόπαια. Με τα πανιά μαζευμένα, δεμένα εις τας θέσεις των, εις τα σταυροειδή πενά, έτοιμα, θαρρείς, εις μίαν πνοήν, πνοήν ελαφράν, ν' ανοίξουν, να γλυστρίσουν, μαλακά-μαλακά, ως νεφέλαι, λευκός πέπλος του Γάμου.

Καμαρόνουσα, κούφη, ελαφρά σειομένη, ως κρεμαστή, εις το γλυκύ της αύρας φύσημα, με τ' αναρίθμητα, τα πολυώνυμα εκείνα σχοινία των ιστών, δίκτυον γραμμών και γωνιών πολύπλοκον, ως ζωγραφιστή εφαίνετο εν αιθερίω πίνακι, πανδαίδαλον ίνδαλμα των θαλασσών, όνειρον θελκτικόν του κοιμωμένου λιμένος.

Καθρέπτης αργυρόχρυσος ο λιμήν. Και εις την κρυσταλλώδη, την στίλβουσαν αυγήν του, έβλεπες εν ρεμβασμώ, μίαν καταπράσινην, αραγμένην σκούναν.

Κάθε βράδυ, μετά τον θαλασσινόν μου περίπατον, επερνούσα δίπλα της. Η μικρά φελούκα εσειάριζεν. Ανεκόπτετο ο δρόμος. Και ιστάμενος εν θάμβει, την εθεώρουν, την εκαμάρωνα, με πόθου διψαλέα όμματα, λαμποκοπούσαν εις την εσπερινήν φωτοβολίαν, με μίαν κάτασπρην γραμμήν, μεταβλητήν· εκ βρόχου χιονώδους ταινίαν, περιθέουσαν την άκραν του υψηλού της παραπέτου, με το σπιράγιο της πρύμνης κατάλευκον, τετράγωνον βωμόν του θαλασσινού Θεού, με τον Ηρακλέα ξύλινον, επί της υψηλής, της αρρενωπής πρώρας της, πολιόν αργοναύτην, λευκανθέντα εις των κυμάτων την πυκνήν βροχήν.

Νικήτρια, ερρέμβαζε τρυφερώς την νίκην.

Ανεπαύετο.

***

— Ν' αρμένιζα μαζί της!

Και ο αράπης, μπογαζιανός σκύλλαρος, υλακτών, έδακνε με τους αγρίους οδόντας του την κωπαστήν, καβαλαρωμένος επάνω, φύλαξ άγρυπνος της κοιμωμένης θαλασσονύμφης, κι' εξέβαλεν ενίοτε μετ' ωρυγών, το φοβερόν ρύγχος του, με το τραχύ, μαύρον τρίχωμα, πεταχτόν άνω των κροτάφων, υπό την σκιάν του οποίου αγρίως εγυάλιζον δύο πύρινοι οφθαλμοί, κ' εφάγκριζον φοβεροί κυνόδοντες, αγρίως πειναλέοι.

***

Ήρεμος, απαλή, πηκτή η γαλανή θάλασσα, την έφερεν ελαφράν εις τα δροσερά της νώτα, κούκλαν μικράν 'ς την καταπρασίνη αγκαλιά της, θαρρείς κ' η θάλασσα επλάσθη δι' αυτήν.

Κ' εκείνη γλυκά-γλυκά την έψαυε, καταπρασίνη, αρμονικώς συνδυάζουσα το χρυσαυγές χρώμα της με το γλαυκόν της θαλάσσης χρώμα, θαρρείς κ' επλάσθη διά την θάλασσαν.

— Ν' αρμένιζα μαζί της!

***

Η θάλασσα, μπονάτσα — λάδι, κοιμάται. Κοιμάται κ' η σκούνα, τυλιγμένη μέσα εις αεροειδή πέπλον.

Κι' αν εξυπνήση η θάλασσα μια φορά!

Κι' αν εξυπνήση κ' η σκούνα μια φορά!

— Ν' αρμένιζα μαζί της!

Με τα πανιά!

Το γνήσιον, το αληθές, το καθ' αυτό ταξείδι.

Με τα πανιά!

Άρρητος ο πλους, αχόρταστος η απόλαυσις, τρυφερά η συγκίνησις.

Με τα πανιά!

Προφέρεις μόνον την δροσεράν λέξιν και αύραι μυρίζουσαι ως τα κρίνα, του πόντου τα μυροβόλα φύκη πλημμυρίζουν την καρδίαν σου.

Με τα πανιά!

Πτερωτός, μυθικός δαίμων, σε αφαρπάζει, ως επί νεφελών, ίνα σε μεταγάγη εις τον δροσερόν των κυμάτων κόσμον, όπου η φύσις ολόγυμνος κολυμβά, αφρός εν αφρώ.

Θεωρείς κύματα, διαλογίζεσαι κύματα, ομιλείς με τα κύματα, την ηδέως κηλούσαν του ύδατος γλώσσαν, βόμβον εράσμιον ως από μυριάδων κυψελών. Τρώγεις 'ς τα κύματα, κοιμάσαι 'ς τα κύματα, κ' εξυπνάς 'ς τα κύματα, ζης σαν γλάρος, του κύματος γλάρος.

Με τον ατμόν είνε νόθος ο πλους.

Μαύρη, κατάμαυρη αιθάλη σε αποπνίγει.

Δεν προφθάνεις να ιδής, δεν προφθάνεις να φάγης, δεν προφθάνεις να κοιμηθής, δεν προφθάνεις να εξυπνήσης. Δαιμόνιος βόμβος, βόμβος συνταρασσομένου σιδηρού κόσμου, μαύρου κόσμου, εν πυρίνη κοιλία. Και συνταράσσονται όλα εν καταρράξει δεινή σιδήρου πριονιζομένου, εν βοή σιδηρού πύργου καταπίπτοντος, εν χαλασμώ σιδηρού κόσμου μηχανημάτων και τροχών κ' ελίκων και πλακών, και μοχλών και καρφίων και κοχλιών, εν σεισμώ σιδηράς πόλεως, ότε το παν τρέμει επάνω, ως ο Δαθάν, κ' υποχωρεί προς τα κάτω ως ο Αβειρών, να εξαφανισθή, θαρρείς, εν τη αβύσσω. Και ωρύεται σειόμενον πράγμα και φεύγει, ενώ αιφνίδιαι στοναχαί, τιναγμοί σιδηροδεμένων τιτάνων, σ' εξεγείρουσι κοιμώμενον, σε ανατινάσσουν δειπνούντα, έξαλλον, αγνοούντα, να φύγης, ενώ το παν θα διαρραγή, θαρρείς, εις δύο, εν μέσω του πελάγους.

Και καίουσιν οι πύραυνοι εις την κοιλίαν του, ως το παμφάγον πυρ εν τω κέντρω της γης. Και ζέον ύδωρ εξερεύγουσιν αι σιδηραί πλευραί, και ζέουσα βροχή ανατινάσσεται από της μηχανής προς τάνω, ατμοί, και σπίθαι και φλόγες και μυκηθμοί αγρίου τέρατος, πλέοντος εν δεινώ άσθματι.

Τρικυμία τεχνητή, ην εξιστάμενος θεωρεί ο πόντιος Θεός, ο κυανοπώγων Ποσειδών.

Β'.

— Άιντε! Για την Πόλι!

Με αφύπνισε τραχεία, άτακτος, ασχημάτιστος φωνή, παιδός φωνή, του νεαρού καμαρωτού η πρόσκλησις.

Επετάχθην.

Παις γαλανομμάτης, μ' ελαφρόν κούκκον εν τη ακτενίστω κεφαλή του, με γαλάζιαν βλούζαν, ανυπόδητος με γυμνάς τας κνήμας, βρεγμένος, ανασκουμπωμένος μέχρι γονάτων, ήλθε να παραλάβη την βαλίζαν μου, ο νεαρός καμαρώτος.

***

— Τράγκα-Τρουγκ! Τράγκα-Τρουγκ! Τράγκα-Τρουγκ!

Πρωί-πρωί, χαράγματα, είχεν εξυπνήσει η σκούνα. Κ' η σιδηρά πόμπα της, ανασύρουσα την άγκυραν, διά ρυθμικών βραδέων και πενθίμων κρότων, απεχαιρέτιζε τον λιμένα, κλαίουσα ναϊάς.

— Τράγκα-τρουγκ! τράγκα-τρουγκ! τράγκα-τρουγκ!

***

Σκαμπαβία μολυβδόχρους, ελαφρά ως εκ ναστοχάρτου, με τέσσαρα κωπιά, μας έφερε μετά του πλοιάρχου επάνω εις την αρμενίζουσαν ήδη σκούναν, ήτις μετά κομψής, χορευούσης παρθένου χάριτος, ανακόψασα ως εν χαιρετισμώ τον ελαφρόν της δρόμον υπέκλινε θαρρείς και μας εδέχθη, πηδήσαντας ευφροσύνως εις τας αγκάλας της, μητέρα τα παιδάκια της.

Κ' ιδού εγώ τέλος επί της σκούνας. Εν τη θαλάσση.

Με τα πανιά, επί του καθαρού καταστρώματος του πλέοντος, του ηδέως ολισθαίνοντος. Εν μέσω πολυπλόκων σχοινίων, τεταμένων σχοινίων, χαλαρωμένων, κρεμασμένων, κουλουριασμένων, σχοινίων πισσωμένων, κατραμωμένων, βρεγμένων, αβρέκτων, χρωματισμένων σχοινίων, αχρωματίστων σχοινίων, εν ατμοσφαίρα δροσερώς υγρά, αποπνεούση ευάρεστον, καραβίσιαν απόπνοιαν. Υπό τα ιστία όλα ανοικτά, κολπωμένα, έτοιμα να μας αναρπάσουν όλους, θαρρείς, με την σκούναν μαζί, προς τους αιθέρας.

***

Κατευόδιον!

Εις τας δύο προκυμαίας, εις την πλατείαν την υψηλήν, εις τας θύρας των μαγαζείων της αγοράς, εις τα παράθυρα των οικιών, παντού μας καμαρώνουν.

— Η σκούνα! η σκούνα!

— Σηκώθη η σκούνα!

Και διά πυροβολισμών μας χαιρετίζουν. Κ' η σκούνα παρέρχεται προ της πόλεως σκιρτώσα, χορεύουσα, εύμορφη, στιλάδο σκαρί, με τα πανιά κάτασπρα, με τα σινιάλα φαιδρά· και αποχαιρετίζει απαντώσα εις τους χαιρετισμούς της νήσου. Τρομπονισμός βοΐζει βαρύς απ' αυτής, ου ο υπόκωφος τρόμπος εν τρόμω κυλίεται επάνω εις την γαλανήν επιφάνειαν της θαλάσσης, ως να μιλή η εύμορφος σκούνα:

— Έχετε γεια!

Δροσερός φυσά ο μπάτης ο πρωινός. Το κύμα παιγνιωδώς πιτσιλίζει την πρώραν, ως ποταμάκι ασημένιο. Και την ραντίζει ευλαβώς, επιχαρίτως ανασειομένην, με τον κάτασπρον Ηρακλέα της, θαρρείς και την θωπεύει, θαρρείς και την λούει, μητέρα το κύμα χαϊδεύουσα, το παιδάκι της.

Μία γρηούλα, ως να προσεύχεται κάθηται συμμαζευμένη επί τινος βράχου λευκού, κατάμαυρη.

Τίνος απερχομένου ναύτου να είνε η αγαπημένη μητέρα;

Το δειλινόν εχάσαμεν την κώμην, κρυφθείσαν όπισθεν μιας άκρας στενής και μακράς. Κατευθυνόμεθα προς βορράν, ανοικτά, προς την Σκόπελον. Ο φάρος της Γλώσσης επί τινος βράχου, ως πύργος γλάρων επί αργιλλώδους, γυμνού εδάφους. Μικρόν κατά μικρόν εξαφανίζονται οι έρημοι όρμοι της Σκιάθου εις ευθείαν τεφρόχρουν γραμμήν. Οι ναύται, εν τη πρώρα, ξαλλάξαντες, παρεκάθησαν εις το λιτόν πρόγευμά των, το ανοιχτόκαρδον κολατσιό, συνομιλούντες ως αδελφοί, και με πόνου δακρυσμένα βλέμματα παρατηρούντες αδιακόπως την εξαφανιζομένην πατρίδα. Οι ναύται την αγαπούν την θάλασσαν, πολύ την αγαπούν, αλλά μόνον την στερεάν ονειροπολούν. Το σώμα των 'ς την θάλασσα κι' ο νους των 'ς την στεργιά.

Ο πλοίαρχος, κοντός, χονδρός, ορθογώνιον τμήμα στερεοποιηθέντος σώματος, με χείρας χονδράς, επικαμπείς ως χηλάς καβούρας, με πρόσωπον πλατύ, με τον μύστακα ένθεν κ' ένθεν ως τα δύο του αλφαβήτου πνεύματα, ευχαριστημένος διότι τα πανιά εδούλευαν, ανοίξας τα δεφτέρια του, εξετάζει τους λογαριασμούς του.

Και μόνος ο πηδαλιούχος, όρθιος, επί της πρύμνης, ελαφρά στηριζόμενος επί του τροχού του πηδαλίου, ον περιστρέφει, διευθύνει το πλοίον βλέπων ατενώς προς έν κατέμπροσθέν μας γαλανόν σημείον, μίαν μουνδζούραν του ορίζοντος.

— Ανοιχτά, κατά την Κυρά-Παναγιά.

Είχε διατάξει ο πλοίαρχος, επιβοηθήσας αυτόν συνάμα εις την στροφήν.

— Τον ξέρεις, βρε, τον μπούσουλα;

Ερώτησε χαριεντιζόμενος, ο αγαθός πλοίαρχος με ξηρομασημένας λέξεις, βαστάζων μεταξύ των οδόντων τεμάχιον μολυβδοκονδύλου.

Ο πηδαλιούχος σαν να επειράχθη, αδιάφορος, χωρίς ν' απαντήση εκύτταζε προς το πέλαγος, κάτω, όπου η Σκιάθος ολονέν εξηφανίζετο υπό έναν γαλανόν πέπλον με κλαδιά ενώ κ' εκεί, χρυσά, λευκά, πράσινα, γαλάζια κλαδιά, κόκκινα κλαδιά.

— 'Σαν τον ξέρεις τον μπούσουλα, βρε Γιαννάκη, πες μου τώρα πού έχουμε πλώρη;

Προσέθηκε μετ' ολίγον ο πλοίαρχος, σβύσας διά της μολυβδίδος αριθμούς τινας και σημειώσας άλλους.

— Να, γραίγο κάρτα τραμουντάνα!

Απήντησε μετά ετοιμότητος αυταρέσκου ο νεανίσκος, υιός του πλοιάρχου πολυαγάπητος.

 — Μπράβο, Γιαννάκη, μπράβο, Γιαννάκη! Εσύ μωρέ γυιε μου, τα
ξεσκόλησες! Κοντεύεις να περάσης τον πατέρα σου.

Είπεν ο πλοίαρχος κ' επαραμέρισε την ένθεν κ' ένθεν του στόματός του επικολλημένην δασείαν και ψιλήν, ως διά να γελάση ελεύθερα.

Ο Γιαννάκης ήτο νεανίας, μόλις δεκαοκταετής. Αγένειος, μελανόφθαλμος, μελαψός, με κόμην άφθονον κατάμαυρην, εξέχουσαν γύρω, γύρω από τον κούκκον ως επικάλυμμα κυψέλης Και συνεχώς μετά τινος μελαγχολίας έστρεφεν οπίσω προς τη γαλανήν Σκίαθον, κυάνεον όγκον πλέον, κι εβύθιζε το βλέμμα του κάτω εκεί, παραμελών την πηδαλιουχίαν, και φέρων την σκούναν συνεχώς διά γραμμής τεθλασμένης.

— Τώρα θα μας κυττάζουν ακόμα. Μου είπε.

— Μας βλέπουν;

— Ακόμα δεν εχώνεψεν η σκούνα. Κάτω 'ς την άμμο, 'ς το Ξάνεμο, η μάννα μου θα μας αγναντεύη.

Και μετά μικρόν τεθλιμμένος:

— Πηγαίνει 'ς τον Πύργο, ανάφτει τα καντήλια τ' Άη-Γιαννιού και ύστερα τραβάει 'ς το Ξάνεμο και κάθεται, ως να χωνέψουμε. «Παναγίτσα μπροστά τους! Παναγίτσα μπροστά τους!» όλο έτσι λέει και κάμνει τον σταυρόν της η καϋμένη η μάννα μου.

— Όλο ανοιχτά! όλο ανοιχτά!

Διέκοψεν ήδη ο πλοίαρχος, αντιληφθείς αίφνης ότι τ' απόνερα της σκούνας εσχημάτιζον πάλιν τεθλασμένην μακράν γραμμήν.

Μετ' ολίγον έπαυσε και ο νεανίας να κυττάζη την νήσον, ήτις, αγνώριστος πλέον, είχε διαιρεθή υπό της αποστάσεως εις τρεις μικράς νησίδας ξένου αρχιπελάγους. Εκβαλών βαθύν στεναγμόν, τον τελευταίον προς την πατρίδα του αποχαιρετισμόν, αφιερώθη εις την πηδαλιουχίαν, το έργον του, ενώ χονδρόν δάκρυ εκυλίετο εις τας ζωηράς παρειάς του.

Στηρίζων το στήθος μου επί του υψηλού δρυφάκτου της πρύμνης, ως επί των χειλέων εξοχικού ανδήρου, με κρυφήν χαράν εισπνέω την δρόσον, την αμύθητον του πελάγους δρόσον, την αχώνευτον, την αλησμόνητον ζωήν.

Δύο-τρία κοπαδάκια, σκιρτώντα μικρά ψαράκια, μικρούτσικες αθερίνες της Σκιάθου, μας παρηκολούθησαν από του λιμένος. Και σπεύδουν τα καϋμένα, και σείουν της ουρίτσες των ως να τρέμουν μη μας χάσουν. Αραιόνουν, πυκνούνται, αλαργεύουν, σιμόνουν, παρατάσσονται, ανακατόνονται. Χάνονται υπό το καταπράσινον κύμα, και πάλιν ιδού αναφαίνονται παρά το πλευρόν της σκούνας, η οποία ως διά μαγνήτου τα προσελκύει κοντά της, τα σύρει μαζύ της. Τώρα είνε πίσω. Τώρα ήλθαν 'ς την μέση. Ένα κοπαδάκι, δύο κοπαδάκια, τρία κοπαδάκια. Μικρά-μικρά. Με κοιλίαν άσπρην, με ματάκια μαύρα, ως γυαλιστερές χανδρίτσες. Ψίχουλα που τα τίναξαν, θαρρείς, οι ναύται από το δείπνον των κι' εζωντάνεψαν μέσα 'ς το κύμα. Και να, τσιμπούν την κοιλιάν της σκούνας, αναίσθητον, μπακιρωμένην. Τώρα έκαμαν κύκλον. Τώρα χορεύουν τον συρτόν. Τώρα κολυμβούν ένα-ένα. Τώρα παραβγαίνουν 'ς τ' αλάργα. Πλέουν και παίζουν. Παίζουν και πλέουν. Εξάγουν τα κεφαλάκια των να μας ιδούν και σχηματίζουν φυσαλίδας ως να επιπλέη εκεί τρυπημένον κόσκινον. Στρέφουν εξαίφνης προς το πέλαγος ως να κυνηγούν ψιχίον καταπεσόν, κ' αίφνης μετανοούν τάχα και το αφίνουν· και πάλιν ξαναμετανοούν και παρακολουθούν πάλιν όλα μαζύ, ένας σωρός, την σκούναν, της οποίας τα λευκά ιστία κεντώσιν ήδη με χρυσάφι πολίτικο αι χρυσαί της δύσεως ακτίνες.

Γ'.

Νυκτώνει. Όπισθέν μας, προς νότον, διαγράφονται αι σκιαί των βορείων Σποράδων, ογκώδεις, μαύραι, ως σύννεφα καταιγίδος. Εμπρός προς βορράν, μόλις σχηματίζονται, δεξιά, ως νέφη μελαψά, τα Ρημονήσια, και πέραν εκεί επάνω μακράν ως νεφέλωμα σκοτεινόν η πολυσχιδής Χαλκιδική.

Οι ναύται κατακλίνονται επάνω εις το κατάστρωμα. Ο μεν εντός της μεγάλης σκαμπαβίας, στερεωμένης εν μέσω του καταστρώματος, ο δε δίπλα της, απ' έξω υπό την μάσκαν της, ως υπό στέγην, ο δε υπό το υπόστεγον της πρώρας και άλλος υπό την δρόσον του πλατέος τρίγκου του πλέον χαμηλού ιστίου, ως υπό τους κλώνους πυκνοφύλλου πλατάνου. Και μόνον η βάρδια αγρυπνεί, ο φρουρός, βλέπων πάντοτε εμπρός, εις απόστασιν, και ο τιμονιέρης βλέπων προς τον ουρανόν και προς τ' άρμενα της αγρυπνούσης σκούνας, ήτις προχωρεί αδιακόπως γλυκά συνομιλούσα με το κύμα.

— Βλέπεις εκείνο τ' άστρο, το γεμάτο; Εκεί να πηγαίνη το μπαστούνι σου. Και να παίζη ο κόντρας, το πλέον υψηλόν ιστίον. Ακούς, Γιαννάκη μου; Α! παιδί μου! Και να δης μια πατατούκα που θα σου πάρω στην Πόλι!

Είπεν ο πλοίαρχος και εξηπλώθη επάνω εις το σπιράγιο της πρύμνης, τυλιχθείς ως κούτσουρον εντός βαρείας χλαίνης.

Ο μπάτης, δυναμώσας την νύκτα, κολποί τα ιστία τα οποία θαμβά υψούνται κατά σειράν επί των δύο ιστών, ως σημαίαι πανηγυρικών αψίδων, λησμονηθείσαι την νύκτα.

Η σκούνα σείεται όλη ελαφρώς, επιπλέουσα ως πτερόν.

Ο ουρανός πλήρης αστέρων, απλούται ως απέραντος οροφή άνω του πελάγους, το οποίον μαυρίζει προς τα κάτω και χάνεται εις τα σκότη, αφ' ων αόριστος, μυστηριώδης αναδίδεται ψίθυρος ως αύρας πνεούσης μακράν εν τω δάσει. Ψίθυρος ευάρεστος, μορμυρισμός ρυακίου, ρέοντος υπό την χλόην, μαλακά, υποκώφως. Η λεία του πόντου επιφάνεια, ρυτιδουμένη, σχηματίζει μικρά κυματάκια, τα οποία παίζουν εν τη σκοτεινή εκτάσει κυνηγούμενα, και κυνηγούνται παίζοντα, και τρέχουν, και θορυβούν, και γελούν, θαρρείς, προσκρούοντα επί της πρώρας, ελαφρά, ως δεματάκια εκ βάμβακος. Φλοισβίζουν, φλυαρούν, αφρίζουν κ' ενίοτε αντικρύζοντα τον ελάτινον της πρώρας ημίθεον απαθή και ακίνητον ως εκ μετάλλου εξίστανται και αυτά.

Αλμυρά, νόστιμος ευωδία πληροί την όσφρησίν μου. Φέρομαι επί των κυμάτων ως ένα κάρφος, ένα πτερόν. Παμποίκιλοι διαλογισμοί ως τα κύματα παίζουσιν εν τη ψυχή μου, δροσερά ως ο πόντος. Ενθυμήσεις αόριστοι, συγκεχυμέναι, ως η περί εμέ υγρά φύσις κατέχουν την διάνοιάν μου. Κόσμος σχοινίων πολυώνυμος, ξάρτια και παταράτσα και κάργα, κόσμος ιστίων, τρίγκοι και παπαφίγκοι και φλόκια και φλέσια, κόσμος εξαρτισμών και πλεγμάτων και τροχιακών και τρυμαλιών, καρχήσια πολύστομα και πλατύστομα, απλούνται επάνωθέν μου όλα συμπεφυρμένα εις τετράγωνα, εις κύκλους και ρόμβους και τρίγωνα, εις αναβαθμούς και αναρτήσεις κ' αιώρας, πέραν των οποίων σελαγίζουσιν αναρίθμητα άστρα, φωτόμορφοι αστερισμοί, αγύριστος κόσμος άλλου, μετεώρου πελάγους, με τα γαλακτώδη του Γαλαξίου νεφελώματα, ως πολυκαμπή οδόν των ψυχών και των πνευμάτων.

— Να παίζη ο κόντρας, βρε Γιάννη!

Ακούεται αίφνης, διακόπτουσα τους ψιθυρισμούς της ψυχής, η τραχεία φωνή του πλοιάρχου ως ονειρευθέντος εκεί υπό την αναισθητούσαν χλαίναν του.

Και ο Γιαννάκης μετά προσοχής θεωρεί τον μόλις εν τω ύψει και τη νυκτί διαγραφόμενον, ως φαιόν νέφος, κόντραν, προς τας κινήσεις του οποίου κανονίζεται η ευθυπλοΐα.

— Πήγες σ' την Πόλι; Κολακεύει πάλιν τον έφηβον υιόν του ο πλοίαρχος, ενισχύων αυτόν εν τη αγρυπνία του. Να πας σ' την Πόλι και να ιδής! Να ιδής αγάδες και να ιδής χανούμισσαις! Να ιδής αγάδες 'ς τα άλογα και χανούμισσαις 'ς τους μπιαντέδες σαν ζωγραφιαίς.

Γλυκά-γλυκά κατέρχεται επί των βλεφάρων μου ο ύπνος ως ψεκάζουσα δρόσος από των Εστιών, άτινα συγχέονται προς την σκοτίαν πλέον, όγκοι σκοτεινόφαιοι ατμών και καταχνιάς.

Διά τελευταίαν φοράν διακρίνω το κατακόκκινον φως του σιγάρου του πρωραίου φρουρού, αγρυπνούντος βαρδιάνου, ακινήτου ως ξυλίνου, όστις τυλιγμένος εις το αμπαδένιο καποτάκι του, ως εντός μιας δίπλας της νυκτός, τραγουδεί το τραγουδάκι του, το γλυκύ του νυσταγμού του αντιφάρμακον, όπερ ως νανούρισμα δι' εμέ κομίζει η νυκτία δρόσος προς την αυτοσχέδιον κλίνην μου, υπό την βαρείαν της μπούμας επιστέγασιν:

Από ξένον τόπο κι' απ' αλαργινόν — γιάλα-γιάλα Ήλθε το Μορφάκι, ήλθε το καϋμένο δώδεκα χρονών. . . γιάλα-γιάλα.

Τι όνειρον! Γλυκύ, δροσερόν όνειρον. Η πλατεία μπούμα, αγρυπνούσα με παρεφύλαττεν ως δροσερός άγγελος καθ' όλην την νύκτα. Αλλ' εκοιμήθην επί στρώματος εξ ανθέων; Εκοιμήθην επί του αφρού; Εκοιμήθην επί νεφέλης κούφης; Ελαφρά; Μαλακά; Εναέριος; Επί πτίλων περιστερών; Επί πετάλων ρόδων; Επί ερίων χρυσών; Κλίνη μυστηριώδης. Βυθίζουσα εις το αχανές. Ανάγουσα εις κόσμους μεταρσίους. Λιικνίζουσά με ως δι' αβροδιαίτων χειρών νυμφών και νηρηίδων, υπερκοσμίων πνευμάτων. Βαυκαλίζουσά με ηδέως. Εάν αι ψυχαί κοιμώνται εν τω παραδείσω, ο ύπνος των δεν θα είναι αλλοίος.

Και ότε αφυπνίσθην, την αυγήν, εξηκολούθει ακόμη ο θείος όνειρος.

Θέαμα ευρύ. Θέαμα ποικίλον, θέαμα απεριόριστον, απερίγραπτον, ασύλληπτον θέαμα. Σκηνογραφία έξοχος εξόχου γραφέως, την οποίαν διά μαγικού ελατηρίου ανύψωσεν επί του αιθρίου ορίζοντος η πολυέραστος πρωινή νύμφη φωτίσασα αίφνης διά μαλακού, καθηδύνοντος φωτός, το Αιγαίον.

Ο σεμνότατος Άθως, τριγωνικός ως πυραμίς Αιγυπτιακή, εις το βάθος, επιβάλλων διά του μεγαλείου του και αναγκάζων σε, γονυκλινή, εις επιτακτικήν προσκύνησιν. Δεξιά τα Ρημονήσια, γιγάντια κήτη, νομίζεις, αναδύσαντα εκ του βυθού, μαυρογάλανα, οζώδη, φαλακρά. Πλέουσι, θαρρείς, εν μακρά γραμμή, κατά σειράν, εν εξαισία παρατάξει, συντροφία γιγάντων, να προσκυνήσουν τον ιερόν Άθωνα, αποκαλύψαντα την πολιάν κορυφήν του ως προς υποδοχήν, ενώ από τους μαύρους βοστρύχους του κρέμανται μοναί και ασκητήρια, καλιαί αββάδων.

Ιδού η Αλόνησος με το σφαιρικόν όρος της και τον απόκρυφον λιμένα της, καταφύγιον των ναυαγών και των πειρατών.

Ιδού παρέκει η Κυρά-Παναγιά με το καταγάλανον των δασών της χρώμα, ως με κυανούν πρωϊνόν μανδύαν περιβεβλημένη, υφ' ον βόσκουσι τα ποίμνια της Λαύρας, τα γαλακτερά. Ιδού τα αγριόμορφα, τα χοιρώδη Γιούρα, σιωπηλά και ακατοίκητα. Ο αλιεύς, ον η γαλήνη, καταδελεάσασα παρέσυρε μέχρι των αποτόμων ακτών του, έντρομος βλέπει την νύκτα να κατρακυλώσιν εν βρόντω σατανικώ βράχοι αμαξιαίοι, υπό αοράτων δαιμονίων ωθούμενοι, άτινα — λεγεών όλη — εξώσθησαν εκεί εκ του Άθωνος διά των προσευχών του οικιστού αυτού Πέτρου του Αθωνίτου. Όπισθεν αυτού, συνεσταλμένον, γαλανόχρουν, το έρημον Πιπέρι, με τ' άφθονα καυσόξυλά του και το ασκητικόν μετόχι του, οίκημα, θαρρείς, των μιαρών αμφιβίων.

Κ' εμπρός-εμπρός ιδού η Ψαθούρα, μακρά, ομαλή, ηπλωμένη επί των κυμάτων, ως Αλεξανδρινή ψίαθος, με τον πύργον του φανού της εν μέσω, ως ιστόν πλοίου μακρόθεν φαινόμενον, πλοίου αγκυροβολήσαντος δι' άγνωστον αιτίαν εν μέσω εκεί του πελάγους. Την νύκτα όταν φέγγη γλυκά εκεί, μέσα εις την σιωπηλήν ερημίαν του πελάγους, θαρρείς και είναι κανδήλα ιερά ενώπιον αναμμένη του Γέρω-Άθωνος.

Ω απερίγραπτον όνειρον πρωινόν.

Αίφνης από μέσα από το πέλαγος προς ανατολάς κάτω, ανάπτει φως ερυθρόν· πυροφάνιον τερατώδες, τρίτωνός τινος τον οποίον τον επήρεν η ημέρα εις το ψάρευμα. Κατ' αρχάς φαίνεται ως κεφαλή σαρικοφόρου Τούρκου, αναδύοντος μεγαλοπρεπώς από των κυμάτων, είτα ως ωραιότατος τεράστιος μύκης, θαλασσίου λειμώνος, είτα ως χύτρα χαλκή κατακόκκινος επί της πυράς, χύτρα παμμεγέθης Γκέκιδων γεωργών. Προς στιγμήν μετεμορφώθη εις πάγκαλον ανθοδοχείον, μέγα, φοινικικόν, και τέλος από μέσα από την ακατανόητον αυτήν σύγχυσιν του φωτός, σύγχυσιν εις πράγματα και σύγχυσιν εις σχήματα, αναθρώσκει ο ήλιος, ως νυμφίος από του παστού, ακτινοβολών, φωτίζων, ζωογονών, και λύνων το παν, όπερ ελούσθη πλέον, θαρρείς, περιεβλήθη το αιώνιον φωτεινόν ιμάτιόν του, ζη.

Άγριον, φοβερόν είνε το πέλαγος άνευ του ηλίου. Αι φωτοβόλοι του προσφιλούς άστρου ακτίνες παραμυθούσι, συντροφεύουν, λαλούν, αποδιώκουν την κρυεράν ερημίαν. Την νύκτα, με το πυκνό σκότος, άπασα η περικαλλής αύτη σκηνογραφία θα ήτο απαισία. Τα Ρημονήσια, δαίμονες σπεύδοντες να συμπλακώσι προς τον αρχηγόν του σκότους, τον φοβερόν Άθωνα. Τα κύματα, άγριοι οδόντες Αιθίοπος, απειλούντος φθοράν.

Και νυν οποία μεταμόρφωσις ηπιότητος, ειρήνης και μειδιάματος. Λάμπουν τα Ρημονήσια, χορός Ναϊάδων. Αι ράχεις των ακτινοβολούν από χαράν, με ρόδινον ή κυανούν πέπλον ημφιεσμέναι. Γελούν αι γυμναί κορυφαί των, γελούν και η γυαλιστεραίς ακρογιαλιαίς των, μ' ευωδιάζοντα — δεν το πιστεύετε; — λαλαρίδια, ποικιλοσχήμους και ποικιλοχρώμους χάλικας, όπου θα επεθύμει να κυλίεται κανείς ολόγυμνος, κολυμβών εις την χρυσήν την άμμον και εις τον καταπράσινον αιγιαλόν των.

Η ως ψίαθος ηπλωμένη Ψαθούρα, νομίζεις και ανακινείται, ανασηκόνεται ως νύμφη θαλασσόλουστος, ανατείνουσα τον πύργον του φανού της, ως διά να χαιρετίση ζητωκραυγάζουσα εις τιμήν του Άθωνος, όστις με ολόασπρον την κεφαλήν, φέρων τον βαθύ-κυανούν μανδύαν του, πατρικώς προσμειδιά, συγκρατών περί εαυτόν, ως εγγονάκια του, τα ώμορφα Ρημονήσια, τα οποία πρωί-πρωί θέλει να τα χορεύση επί των πρεσβυτικών γονάτων του, άδων, ο πολιός πάππος, το παλαιόν τραγούδι του, γλυκύ και δροσερόν ως ψίθυρον καστανέας:

   βρε σεις, βρε,
   βρε σεις, βρε,
          χάρισμά σας
   τον τζιβρέ….

Τα κύματα δεν φοβίζουν πλέον. Ακτινοβολούν φως και ζωήν. Αρνάκια κάτασπρα, καμπουρωτά, σκιρτώσιν εν τη υγρά του Αιγαίου πεδιάδι και ακούεις τον γλυκύν βληχασμόν των. Χοροπηδούν. Κάθηνται. Γελούν. Φωνάζουν. Παίζουν. Συμπλέκονται. Φιλιούνται. Απορροφώνται. Χάνονται, κ' αίφνης αναγεννώνται.

Το ζείδωρον ηλιακόν φως συνησθάνθησαν και τα εν τω πυθμένι τέρατα κ' ιδού εξάγουσι τας βοώδεις κεφαλάς των, τα φοβερά κήτη, οι ογκώδεις, ως φουσκωμένοι ασκοί, φυσητήρες, ζωντανοί πίδακες, ανατινάσσοντες εις ύψος την θάλασσαν, πρωί-πρωί, ως να λούωνται μετά συριστικού κρότου του λάρυγγος και των χειλέων των με γαργαρώδεις ανακογχυλιασμούς, γέροντος Τρίτωνος. Νομίζεις ότι θελγόμενα υπό της λειότητος του πελάγους θέλουν να πηλαλήσουν, ίπποι θαλάσσιοι, κ' ένεκα του όγκου των βυθίζονται ασθμαίνοντα, άσθμα ύστατον, αποπνηκτικόν άσθμα, της τελευταίας αγωνίας τον γοερόν μυκηθμόν, ενώ μετά πόνου εξέχει η βόειος κεφαλή των, με δύο μεγάλα αγελάδος όμματα, μιαρώς υαλίζοντα, εν τη θαλασσινή ερημία. Και από το κακόν των, που θα σκάσουν θαρρείς, φυσούν και αναρρίπτουν προς τ' άνω βροχήν ραγδαίαν το κύμα, μετά κρότου εκπωματιζομένων τεραστίων φιαλών. Και συναθροίζονται πέριξ των αι μικραί ταχύπτεροι αλκυόνες, και άλλα μαύρα μακροτράχηλα θαλασσοπούλια, αι μελαψαί Καλικαντζούναι, και τα τσιμπούν τ' αναίσθητα «γκαβοντόλια» και τα περιπαίζουν τα αχρεία κήτη, ταπρόσιτα του Αιγαίου θηρία.

Ο πλοίαρχός μας ευχαριστημένος διά τον ωραίον καιρόν, εύρεν εργασίαν δι' έκαστον ναύτην.

Άλλος λοιπόν ξαίνει στυπείον, άλλος εμβαλώνει διερρηγμένην γάμπιαν, άλλος χρωματίζει ξεβαμμένον κάπου το παραπέτο, άλλος αυτοσχέδιος τέκτων ομαλίζει ξύλον προς κώπην κατάλληλον διά την φελούκαν, και ο μάγειρος, χωμένος εις το ξύλινον μαγειρείον του, ετοιμάζει το γεύμα.

— Η χειροτέρα δουλειά είνε η τεμπελιά! έλεγεν ο πλοίαρχος προς τον Γιαννάκην, επιθεωρών την καθετήν, έτοιμος προς αλιείαν.

Και βλέπων τον έφηβον αποκαμόντα εν τη μονοτόνω πηδαλιουχία του:

— Α! Γιαννάκη, και να πάμε εις την Πόλι ταχειά! Πήγες εις την Πόλι, βρε Γιαννάκη; Να πας εις την Πόλι και να ιδής! Να ιδής μιναρέδες και να ιδής κυπαρίσσια! — Ήτο πρωτοτάξειδος ο Γιαννάκης. Διελθών το μικρόν σχολείον του χωρίου του εμβαρκάρισεν ο νεανίας με του πατρός του την σκούναν, μικρός-μικρός ονειρευθείς την θάλασσαν ώς τινα θελκτικήν και ανέφελον ζωήν, θαρρών ότι ο εν πελάγει πλους ωμοίαζε προς το καραβάκι του το μικροσκοπικόν που το εκαράβιζεν εις την προ του οίκου των ήρεμον παραλίαν.

Δ.'

Καθ' όλην την ημέραν ησθανόμην αμύθητον αγαλλίασιν, κυττάζων την εξαισίαν αυτήν του Αιγαίου σκηνογραφίαν.

Ο άνεμος έπνεεν από των Ερημονήσων και η σκούνα προήγε πάντοτε προς τα εμπρός, χρονιάρα νύμφη θαρρείς, και έβγαινεν εις τον κάβο του χορού με μανδήλι μεταξωτό, ασπρογάλαζο μανδήλι, τας γαλανάς νησίδας, τας οποίας, ιδού γελώσας, προσπαθεί να παρασύρη εις τον δρόμον της τον ταχύν, γαλανήν συντροφίαν.

Προχωρούσης της ημέρας όμως ο άνεμος εκόπασε. Και τέλος έσβυσεν ολοτελώς. Γαλήνη πλέον. Έπηξεν η θάλασσα το δειλινόν. Έπηξεν εκεί και η σκούνα εν μέσω του πελάγους, ακίνητος, καθηλωμένη, με τα πανιά κρεμάμενα ως εσθήτας να στεγνώσουν εις το καύμα του Ιουλιανού ηλίου. Οι γλάροι εκλαβόντες αυτήν ως νησίδα καταπρασίνην την περιτριγυρίζουν παίζοντες, διαγράφοντες εν τη ταχεία πτήσει των ποικίλους ακανονίστους κύκλους, βυθίζοντες τα ράμφη των εις την θάλασσαν, ως διά να δροσισθώσι κ' εξαίφνης ανυψούμενοι προς τας κόφας και τα χρυσά κορζέτα της σκούνας, και πάλιν επαναβυθιζόμενοι και κολυμβώντες ολίγας οργυιάς ως εκ χάρτου βαρκάκια με ανοικτά τα πτερά, με κλειστά τα πτερά, χιονώδεις, βαμβακεροί, ζωηροί, όλοι ομού, στολίσκος παίζοντος παιδίου, ένας- ένας, γύρω-γύρω, εις την γραμμήν, μακράν, εγγύς, ως να εργάζωνται, ως να θέλωσι να κτίσωσι τας φωλεάς εκεί, επί της λαμποκοπούσης επιφανείας. Χορός δελφίνων παρέκει, ανακύψας αίφνης από του μαύρου βυθού, διαγράφει μελαψάς γραμμάς, αψιδωτάς γραμμάς, κατρακυλούντος ασκού γραμμάς. Του πελάγους δύται αμιλλώνται, θαρρείς, εις τας αναδύσεις και καταδύσεις· αροτήρες πελαγήσιοι οργώνουσι την μαλακήν επιφάνειαν. Θεωρών το κύμα από της κωπαστής διακρίνω τα ψαράκια πάλιν, τρία-τέσσαρα κοπαδάκια, ψαράκια μικρά, της πατρίδος μου ψαράκια, τα οποία μας παρηκολούθησαν από του λιμένος της Σκιάθου. Παιδάκια ορφανά, κυνηγούν την μητέρα των φεύγουσαν. Και πόσον αγάλλονται οπού την κατέφθασαν. Προσκολλώνται εις τα ύφαλα μη την χάσουν, αναπόσπαστα. Και την φιλούν και την τσιμπούν. Και παίζουν εις την ποδιάν της, θαρρείς, μαύρα ματάκια, από χανδρίτσαις ψεύτικα ματάκια.

***

Πυρίνη, κατακόκκινος ημικυκλική οπή, καίει τώρα προς δύσιν. Οπή καμίνου, ένδον της οποίας αναρριπίζονται δυσθεώρητοι φλόγες. Ούτω πυρίνους λάμψεις θα εξηκόντιζε και η φοβερά Βαβυλωνία κάμινος. Αφηρημένος προς το αιφνίδιον θέαμα, νομίζω πως διακρίνω ένδον της καιούσης καμίνου τους Τρεις Παίδας άδοντας και χορεύοντας: «Τον Κύριον υμνείτε πάντα τα έργα…» Στιγμάς τινας διαρκεί το φλογερόν θέαμα εν τη απλή κυανότητι ουρανού και θαλάσσης και είτα σβέννυται αυτοστιγμεί.

Ο ήλιος έδυσε πλέον. Και φλόγες και κάμινοι εξαφανίζονται και απομένει περί ημάς το πέλαγος σιωπηλόν, σκοτειδιαζόμενον. Χειρ άγνωστος ήπλωσε περί ημάς καταγάλανον αερώδη πέπλον, όστις ελαφρά- ελαφρά μας επεκάλυψε μετ' ολίγον ως νυξ. Κ' εχάσαμεν πλέον τους χρυσούς λοφίσκους του Άη-Στράτη με τα κλιμακωτά αγρίδια του και της εύμορφαις ακρογιαλιαίς του.

Το παν εβυθίσθη μετ' ολίγον εις σκοτίαν. Σκοτίαν που την αισθάνεσαι γύρω σου συνθλίβουσάν σε ως οι όχλοι τον Κύριον. Σκοτίαν ζωντανήν, υγράν σκοτίαν, του πελάγους σκοτίαν. Λεπτή αρωματώδης δρόσος επιπλέει πανταχού της θαλάσσης, ης ο γλυκύς ψίθυρος συγχέεται προς τον μαλακόν θρουν της πλεούσης σκούνας.

Αλλά προχωρούσης της νυκτός ακούεται πέραν από του βάθους του αοράτου πόντου θορυβώδης αύρα, ως να σείωνται προς δυσμάς αθέατα δάση υπό στυγνού μαΐστρου, βοΐζοντος υποκώφως, λέγεις και κατέρχεται χείμαρρος αφανής από υψωμάτων. Προαγγέλλεται νυκτερινόν μελτέμι. Βίαιος άνεμος που παίρνει τα μεσάνυχτα. Υπό τας αστρολαμπάς διακρίνομεν τας ρυτιδώσεις του πελάγους ως πτυχάς ηπλωμένης οθόνης. Ο πλοίαρχος στηρίζει τας χείρας επί της οσφύος ως Αινήτικη λάγηνος, βλέπων σύννους προς τα ιστία, διατάσσει τους ναύτας, μόλις αποδειπνήσαντας να στερεώσωσιν αυτά τεζάροντες μανδάρια και μπράτσα, όπως ευρεθώμεν έτοιμοι εις υποδοχήν του επερχομένου ανέμου, αποστείλαντος ήδη τας προφυλακάς του, μερικά φουσκωμένα κύματα.

— Νέτα κάργο!

— Άλλα μπρούλια!

Και ιδού αιφνίδιαι ριπαί καταφθάσασαι προσπίπτουσιν επί των ιστίων, άτινα τινάσσονται κυματοειδώς εν ηχηροίς πλαταγισμοίς, ως να προσέκρουσαν επ' αυτών αγέλαι πτηνών νυκτοβίων και κτυπώσι τας πτέρυγάς των. Τέλος κολπούνται εν κραδασμοίς και παλμικαίς κινήσεσι του σκάφους, όπερ μετά στεναγμόν ισχυρόν ανεκινήθη αίφνης — εξηπλωμένον όλην την ημέραν 'ς την λιακάδα — και ως προσωθηθέν ερρίφθη ακούσιον εις την ανοιγείσαν οδόν.

— Τα φανάρια σου!

Προστάσσει τον παίδα ο πλοίαρχος, επιβλέπων τους επί των πλευρών μεγάλους του πλου φανούς, εξέχοντας ένθεν και ένθεν ως δύο μεγάλα όμματα αλλοιθόρου τέρατος, πράσινον και ερυθρόν.

Και ιδού θρήνοι αντηχούσιν από του ύψους και των κορζετών, θρήνοι άρπας και λύρας. Οδυρμοί και γόοι αυλού φρυγικού, το φρύγιον αυλούντος. Μέλος νεκρώσιμον αοράτων πνευμάτων, εν νυκτίαις φοβεραίς ώραις επικαθησάντων, θαρρείς, επί των ακροτάτων της νεώς και θρηνούντων εν ιαχή του ερήμου πελάγους.

Αθέατα τελώνια, κρεμάμενα από των πολυσχιδών σχοινίων των αρμένων, αρχίζουν να παίζουν τραγούδια τρελλά, τραγούδια μέθης, αποκρηάς τραγούδια, τραγούδια χορού, ζωής τραγούδια, θανάτου τραγούδια. Ανακατωμένα, σκοτεινά τραγούδια. Μοιρολογούν γυναίκες επί νεκρώ, κ' εξαίφνης αι ίδιαι καγχάζουν ως αι Βάκχαι. Τώρα αλαλάζουν τούρκοι εν εφόδω, τώρα ψαλμωδούν ψάλται κηδεύοντες. Από τα σκολιά εξάρτια, από τα υψηλά παταράτσα, από τα χιαστώς συμπλεκόμενα μαντάρια, πανταχόθεν αντηχούσιν οι θρήνοι και οι γέλωτες, ταχύπτεροι του μελτεμίου απόστολοι, το οποίον κατόπιν των να το, αφρίζει, ωρύεται, μυκάται. Ενίοτε κόρη καταμόναχη τραγουδεί, θαρρείς, επάνω εις τον υψηλόν κόντραν, κόρη τον ταξειδεύοντα μνηστήρα ονειροπολούσα. Κατόπιν μήτηρ κλαίει τα παιδάκι της μέσα εις ταις γάμπιαις τυλιγμένη, αόρατος. Στιγμάς τινας εξέχει οξύτατος ο ήχος της γλυκυτάτης φλογέρας, επάνω εις το πανύψηλον φλέσι, ως νεαρού βοσκού κελάειδημα από του ύψους όρους. Μετά δέους επαίρω τους οφθαλμούς μου προς τα ισχία, όθεν ο άνεμος διά των ποικίλων οπών του εξαρτισμού εισχωρών βιαίως, συρίζει. Συρίζει πενθίμως, συρίζει οξέως, συρίζει γοερώς. Τώρα μεν ακούω τας στοναχάς του σφαζομένου Αγαμέμνονος· τώρα δε τον γόον του αυτοκτονούντος Αίαντος και αύθις τους ολολυγμούς της Ηλέκτρας· και νυν τον κλαυθμόν τον ακατάσχετον του Πέτρου, και πάλιν της Μαγδαληνής τους λυγμούς. Περιβαλλόμεθα πάντοθεν υπό της σκοτίας και κατευθυνόμεθα εις αδιόρατον σκότος. Η πυξίς μόνη μας οδηγεί, και των άστρων η τρέμουσα φεγγοβολή.

Ο κόντρας κτυπά, διπλούμενος εν εαυτώ, υπ' αντιθέτων ριπών συγκρουόμενος, ως αετός πληγωμένος θανασίμως. Το φλέσι κρούεται ως τύμπανον παρατάξεως. Η τρικυμία μυκάται ήδη, φωνάζει, ακούεται, βρυχάται μακράν ως βοή λεόντων και τίγρεων αμιλλωμένων εν διαύλω και δολίχω. Πυρκαϊά αθέατος, και φθάνουσιν οι κροταλισμοί των φλογών της. Τα κύματα πλακόνουν, επλάκωσαν.

— Μάϊνα φλέσι! Μάϊνα κόντρα!

Είνε τα λεπτοφυέστερα, ούτως ειπείν, των ιστίων, κ' εν τη εισβολή του ανέμου πρώτα-πρώτα καταβιβάζονται, τα μονάκριβα παιδάκια της σκούνας να μη πέσουν από τόσον ύψος.

Οι ναύται, παλαισταί έτοιμοι, ίστανται παρά τα μαντάρια με το τσιγάρο στο στόμα, ανασκουμπωμένοι.

Η σκούνα τραντάζεται εγείρουσα υπερηφάνως την πρώραν της, λέων, ανατινάσσων βασιλικώς την χαίτην του, τίγρις, τρίζουσα τους οδόντας της, ως να λέγη:

— Εδώ είμαι!

Βρυχάται το πέλαγος, σφυρίζει η σκούνα, τρίζουν τάρμενα. Οι ναύται ανασκουμπόνονται ολοένα.

Η μάχη αρχίζει.

Κύμα έν, όγκος μολύβδινος, ακτινοβολών υπό την αστροφεγγιάν· αποτρόπαιον ακτινοβολίαν, θραύεται κατά της χυτής μάσκας εν πλαταγισμώ, περιλούει τ' ακροστόλια κ' εισβάλλει εις την πρώραν εν αφρώ διασυρίζον ως σβεννυμένη ανθρακιά.

— Να κολυμπήση κομμάτι η Αλαφίνα! ακούεται από της πρύμνης ο πλοίαρχος, ενθαρρύνων μετά μειδιάματος τους ναύτας, βαρυθύμους, διότι θα έχωσιν αγρυπνίαν απόψε.

Το κατάστρωμα μέχρι της υψηλής πρύμνης είνε διάβροχον.

Οι ναύται γυμνοκνήμιδες, ίστανται εις τας θέσεις των, βρεχόμενοι μέχρις αστραγάλων. Τα κύματα εισρέουσιν αδιακόπως ως ποταμός αφρίζων κ' εκρέουσιν από τ' ανοικτά πορτέλλα. Θαρρείς και το ήμισυ σκάφος πλέει υπό την θάλασσαν.

Το πέλαγος εφούσκωσε πλέον, υψωθέν υπεράνω ημών επιφόβως, αλλ' η σκούνα, γυρμένη προς την δεξιάν πλευράν, — μούρα αριστερά — ως τυφλή εισχωρεί διαμελίζουσα εις δύο κραταιώς τους ατελευτήτους όγκους, τους οποίους το πέλαγος σωρεύει κατ' αυτής τον ένα μετά τον άλλον, θαλάσσιον τέρας η σκούνα, λυσσωδώς καταπατεί υπό την τρόπιν της τα ογκώδη κύματα, και του δίνει, μωρέ γέμου, λοξοδρομούσα προς ανατολάς, εν τριγμώ των ιστών και συριγμώ των καρχησίων, εν ώ όπισθέν μας αλαλαγμός και βοή και σύγχυσις και σκοτία και συμπλοκαί κυμάτων και ολοφυρμοί, εφ' ων πένθιμοι ακτίνες προσπίπτουσιν, ακτίνες πράσινοι και ερυθραί, το φως των φανών της γραμμής.

Τα κύματα διωκόμενα μας φθάνουν· και βλέπομεν τας θραυομένας κορυφάς των ως στόματα αφρίζοντα εκ της οργής, φαγκρίζοντα, με στίλβοντας λευκούς οδόντας. Έρχονται από το σκότος και χάνονται εις το σκότος. Λόχοι με πυκνάς αργυράς λόγχας απαστράπτουσας εις την φωτοβολίαν των οίστρων, λόχοι λευκάσπιδες, πίπτοντες γενναίως επί του υγρού πεδίου, πλην πάραυτα αντικαθιστάμενοι υπό των ετοίμων εφεδρειών. Τέρατα άγνωστα με αργυρόξανθον φαεινόν τρίχωμα εις την κυρτήν των ράχιν.

— Να κολυμπήση κομμάτι η Αλαφίνα!

Επαναλαμβάνει πάλιν, ενισχύων, ο πλοίαρχος· και στρεφόμενος προς τον έφηβον, ευρεθέντα πάλιν εις την πηδαλιουχίαν, νουθετεί ηρέμα:

— Πρόσεχε, παιδί μου, πρόσεχε!

Και ίσταται εκεί επάνω με τα ευρέως κολπούμενον υποκάμισόν του, αρχηγός, διευθύνων εκείθεν την συμπλοκήν.

Η σκούνα, παλαίουσα, σκιρτά μετά ρώμης επί των κυμάτων, αντιπαρερχομένη, αναβαίνουσα, καταβαίνουσα, υψούσα τεραστίως την πρώραν της, στάζουσαν από του ιδρώτος, θαρρείς, με το μπαστούνι της προτεταμένον ως δόρυ μέγα, βριθύ, Αθηναίης δόρυ, ενώ η πρύμνη της, με τα υψηλά δρύφακτα, κατέρχεται προς τον ανοιγόμενον πόντον, βαρεία, να ταφή, νομίζεις, εκεί, εις λάκκον απρόσιτον, ανοιγέντα ένθεν κ' ένθεν. Και πάλιν αίφνης ιδού, ω τεραστία απόλαυσις! η πρύμνη ανέρχεται υψηλά, μετέωρος, να πετάξη, θαρρείς, προς τάστρα, ενώ ήδη η πρώρα βυθίζεται κάτω κατά του κύματος εμπήγουσα ως φάσγανον μέγα τον αρειμάνιον θαλασσομάχον της εις την καρδίαν του πόντου, να τον φονεύση εκεί, και ανοίγουσα δρόμον προχωρεί, πολεμιστής αγαθός, με τα μούτρα ορμώσα, τυφλή θεότυφλη, αψηφούσα τον θάνατον.

Η μάχη είναι ατελείωτος. Αι αυταί κινήσεις επαναλαμβάνονται αδιακόπως, επάλληλοι, κανονικαί, ζαλίζουσαι. Ενώ ο ουρανός αστροβολών ανέρχεται και κατέρχεται και αυτός, κατά τας κινήσεις μας, ως δίσκος απέραντος, ως να σύρη αυτόν και απολύη, αόρατος χειρ δι' αοράτων ελατηρίων, από των ιστών της σκούνας αναρτηθέντων.

Έρχονται στιγμαί που φοβείσαι μήπως όλον εκείνο το τεχνητόν πύργωμα αναρπαγή ως τι κούφον αερόστατον. Και όμως εκείνο, το οποίον μόλις, ως πτερόν θα διακρίνηται εν μέσω του πελάγους, παλαίει ακατάβλητον. Ίσταται μαχόμενον. Νικά και φεύγει. Φυλαττόμενον από τας απείρους ενέδρας διά της δεξιάς πηδαλιουχίας, θέτει την πρώραν του εις ωρισμένην διεύθυνσιν και προβαίνει εις το σκότος ως εν φωτί.

Πάντες αγρυπνούσιν.

Οι ναύται, γυμνόποδες, ίστανται ένθεν και ένθεν παρά τα μαντάρια, έτοιμοι εις πάσαν διαταγήν. Ο σκοπός ακίνητος εν τη πρώρα θεωρεί πάντοτε εμπρός, λησμονήσας και το τραγούδι του νυν, συμμαζευμένος μέσα εις την γούναν του, κατάβροχος, κρατούμενος καλώς μη αναρπαγή, κτυπώμενος συνεχώς υπό των κυμάτων ως να θέλουν να τον ρίψουν κάτω από την σκοπιάν του, τον φύλακα τον άγρυπνον, κ' εν εφόδω εισορμήσωσιν είτα.

Καταβληθείς υπό της αγρίας συγκινήσεως κατήλθον κάτω εις το πρυμναίον. Το πάτωμα ως ξεκλειδωμένον ανέβαινε και κατέβαινε προς τας κινήσεις του πλοίου, χορεύον τον ίλιγγον — είδος θαλασσινού χορού — ότε ο άπειρος παραπαίει και σαλεύει ως ο μεθύων. Η βοή του ανέμου η βραχνή μόνη έφθανε κάτω διά της θυρίδος του ταμπουκιού ακλόνητος. Το πηδάλιον βιαίως συγκρατούμενον εν τη θέσει του, επάλαιε κατά της σιδηράς ορμής της θαλάσσης κ' εκρότει, κάπου συγκρουόμενον, ως του χαλκέως η σφύρα επί του άκμονος, να απελευθερωθή, θαρρείς, από των ορειχαλκίνων βελονίων του.

Ο πλοίαρχος, κατελθών προς στιγμήν, ήναψε σιγάρον, σκυθρωπός, αμίλητος. Και πάλιν ανήλθεν επί του καταστρώματος σκυθρωπός, αμίλητος. Ο μικρός Γιαννάκης, κατελθών και αυτός, άπειρος προς τον κίνδυνον, ήνοιξε μικρόν κιβωτίδιον, έλαβε και έρριψεν εις τον ευρύν κόλπον του οπώρας τινάς φυλαγμένας εκεί, και ανήλθε δάκνων οπώραν και οποψελλίζων ως πτηνόν:

από ξένον τόπο κι' απ' αλαργινό . . γιάλα-γιάλα . . .

Από τινος ημιανοίκτου κοιτωνίσκου εξήρχετο στεναγμός, παράπονον πάσχοντος, αγωνία θνήσκοντος, φαντάσματος παραλήρημα:

— Μάννα μου! Μάννα μου!

Άλλος ναυτόπαις αυτός, ο καμαρώτος, ασυνείθιστος προς την τρικυμίαν, πρωτοτάξειδος, προσεβλήθη εις την καρδίαν κ' εξέπνεε, θαρρείς.

Παρήλθον ώραι. Προσήγγιζεν ο όρθρος κ' η τρικυμία ωρύετο ισχυροτέρα. Ο άνεμος ετράπη εις βόρειον καθαρόν ως εν χειμώνι, μετά ψύχους και ψεκάδων χιόνος.

Η σκούνα επροχώρει πλέον με βόλταις.

Κατεκλίθην επί μικρόν. Αλλά παρά το ους ειργάζετο κλέπτης ν' ανοίξη την κλειδαριάν. Το κύμα, προσπίπτον εις την πλευράν του πλοίου από του φοβερού λαίλαπος, απετέλει τον κρότον εκείνον του νυκτοκλέπτου. Η καρδία μου επόθει αγρυπνίαν, αλλ' ο κάματος αντιπαλαίων κ' υπερισχύων έκλειε τα βλέφαρά μου. Μ' εφαίνετο ότι ευρισκόμενος επί αιώρας, από του ισχυρού κλώνου μεγάλης πλατάνου κρεμαμένης, εκραδαινόμην ακουσίως υπό ισχυροτάτων βραχιόνων, οίτινες από το άγνωστον με απώθουν προς το άγνωστον. Οι ημίκλειστοι οφθαλμοί μου μόλις διέκρινον έν φως μετακινούμενον ένθεν και ένθεν, το φως της κρεμαμένης λυχνίας, ήτις μεταμορφώθη εις την αποκαμούσαν διάνοιάν μου εις εκκρεμές φωτεινόν, τας κανονικάς κινήσεις του οποίου παρηκολούθουν, ότε ακούω επάνω κραυγήν γοεράν.

— Αλλέστα!

Ανήλθον επί του καταστρώματος ως αποδιωχθείς υπ' αγνώστου φόβου. Ο ουρανός με τάστρα του τα λαμπρά, κυαναυγής, αίθριος, κατήρχετο προς τα κάτω, προς τους ιστούς της σκούνας, μ' εφαίνετο, και προσκόπτων προς τας χρυσάς αυτών κορζέτας ωθείτο μετά δυνάμεως προς τάνω, κ' υψούτο πάλιν με τάστρα του, κυαναυγής αίθριος, με τάστρα του τα οποία έπαιζον έπαιζον, ως ανοιγοκλείονται ματάκια, χρυσά ματάκια, αργυρά ματάκια. Η θάλασσα αδιακόπως εισερχομένη από της πρώρας και χυνομένη από τα πορτέλα, ορθάνοικτα, κατά κυματισμούς, εν αφρώ και βροχή ραγδαία, κατεπλημμύρισε το κατάστρωμα πλέον όπου οι ναύται ως πάπιαι, παρά τα χονδρά ξάρτια και τα κατραμωμένα παταράτσα, ανέμενον πάντοτε τας διαταγάς του πλοιάρχου, όστις ίστατο ακίνητος, τετράγωνος, ανεμιζόμενος, ασκεπής, με το τσιγάρο 'ς το στόμα, μισοφαγωμένο, επάνω εις την πρύμνην, κρατών τα ναυτικά δίοπτρα και βλέπων το ηγριωμένον πέλαγος, ατάραχος ως κορμός δρυός εν ώρα καταιγίδος. Σκότος βαθύτατον. Και μόνον φως έν προς το Σίγρι, κατακόκκινον, έφεγγε θλιβερώς κατενώπιον, ως πύρινος Κύκλωπος οφθαλμός, σβεννύμενον αίφνης και πάλιν αίφνης αναπτόμενον, ο φάρος του ακρωτηρίου της Μιτυλήνης.

Η σκούνα με αριστεράν μούραν πάντοτε έκλινε προς την δεξιάν πλευράν, ολονέν πλαγιαζομένη υπό των κυμάτων, άτινα κάτωθεν ως μοχλοί προσεπάθουν να την ανατρέψουν, αλλ' έφευγε λοξώς πάντοτε προς τον φάρον της Μιτυλήνης πλέουσα, όστις ολονέν εμεγεθύνετο, φεγγοβολών εις απόστασιν τεραστίως.

Ο πλοίαρχος υψούμενος επί της πτέρνης, καμπτόμενος ως κουλούρα, ανατείνων τον λαιμόν ως χην, κλίνων δεξιά, κλίνων αριστερά ως ει ησθάνετο πόνους περί την οσφύν, ακροώμενος με το ους προς τον φάρον ως ει εκάλει αυτόν πρωρεύς άγνωστος από του πελάγους, βαστάζων τα δίοπτρα, επάνω εις την υψηλήν πρύμνην, σχοινοβάτης επί θεατρικού ικριώματος, ηγωνίζετο υπερανθρώπως να υπολογίση την από της ξηράς απόστασιν, οδηγούμενος από του κρότου των επί της ακτής θραυομένων κυμάτων. Και όταν ενόμισεν ότι προσηγγίζομεν εις την ξηράν κ' ότι ήλθεν η στιγμή «να τα γυρίση», τότε εκραύγασεν «αλέστα» διατάσσων τους ναύτας να είνε έτοιμοι. Η διαταγή εκείνη γοερώς αντηχήσασα εν τη τρικυμία ως φωνή πνιγομένου, μ' ηνάγκασε ν' ανέλθω επί του καταστρώματος, ως είπον.

— Μόλα μπουρίνα! τίρα-μόλα!

Ηκούσθη πάλιν εν μέσω της εξάλλου βοής του πελάγους, διατάσσων ο πλοίαρχος, με γλώσσαν άγνωστον εις εμέ, γλώσσαν βομβούσαν ως το άγριον μελτέμι με όλην την υγρότητα αυτής, της θαλάσσης την γλώσσαν.

Ο επί της πρώρας ακοίμητος φρουρός είχεν αντιληφθή εγκαίρως του σχασίματος των κυμάτων, άτινα εθραύοντο κατά της αποτόμου του φάρου άκρας εν παρατεταμένη νεροποντή και έδωσε σημείον, ο δε πλοίαρχος, ακροώμενος ως είπομεν, παρεδέχθη του φρουρού την αντίληψιν και διέταξε να χαλαρώσωσι τα χονδρόν σχοινίον, την μπουρίναν, την συγκρατούσαν τον παμμέγιστον τρίγκον, όπως «τα γυρίσωσι» τα ιστία προς την αντίθετον κλίσιν.

Ο πηδαλιούχος επιδέξιος τιμονιέρης, ακίνητος ως άγαλμα έως τότε, συγκρατών το πηδάλιον εις την θέσιν του, πάραυτα εκινήθη προς την διαταγήν. Έλαβε ζωήν εμψυχωθείς κ' έστρεψε τον κύκλον του πηδαλίου ταχέως, γύρους πολλούς, πολλούς ώστε να έλθη «το τιμόνι ς' την μπάντα».

Εν τω άμα ο δρόμος ανεκόπη. Διότι συγχρόνως και οι ναύται, εκτελούντες το πρόσταγμα του πλοιάρχου έσυρον μετά ταχύτητος τα σχοινία των ιστίων, άτινα όλα ομού συνεστράφησαν προς την άλλην πλευράν υπό την διεύθυνσιν του ναυκλήρου:

— Γιάσσα-Γιάσσα! Όλοι μαζί!

— Γιάσσα-Γιάσσα! Άλλα παιδιά!

Ο άνεμος εναντίος ήδη, κολπών τα ιστία, με λύσσαν, έγυρε προς την αριστεράν άλλην πλευράν την σκούναν, ήτις κλονισθείσα αποτόμως εφάνη ότι εστάθη. Η πρώρα της δεχθείσα αίφνης εις τας μάσκας της τα φοβερά ραπίσματα των μαινομένων κυμάτων ανυψώθη ως θαυμασίου ίππου κεφαλή αποφεύγουσα τους λακτισμούς του αντιπάλου και η πρύμνη φυσικά συσταλείσα εκ του σεισμικού τρόμου, υπεχώρησε προς τα κάτω ως κατακάθεται ηττημένος εν σταδίω ίππος· και ήφριζεν αγρίως εν τη νυκτί το πέλαγος γύρω ως να ήτο ο νικητής. Αλλά τα ιστία ισχυρώς τεταμένα, πληρωθέντα πνεύματος, ενίσχυσαν την σκούναν εν τω αγώνι. Η υπερήφανος πρώρα με τον Ηρακλέα της όρθιον εμπρός, κύπτουσα, κυάνεος ίππος, με την ωραίαν χαίτην του, καταπατεί γενναίως τους όγκους των νέων κυμάτων, θραύει αυτούς κινητικώς, και υπεγειρομένης της πρύμνης επιβοηθητικώς, ανοίγει οδόν προς την Λήμνον — μούρα δεξιά — επικροτούντων εν οξυτάτω συριγμώ των καρχησίων. Τα πανιά μπουκάρισαν πλέον. Η σκούνα τα πήρε. Ο φάρος της Μιτυλήνης εχάθη.

Αναχθέντες συναντώμεν εν απολαύσει δεινού μεγαλείου δύο μπάρκα, με της γάμπιαις μόνον, ένθεν και ένθεν ημών, εκτελούντα την λοξοδρομίαν των προς την Μιτυλήνην, άτινα ως κήτη θαλάσσια με τας κοιλίας των θαρρείς εκυλίοντο πλησίον ημών, ασθμαίνοντα, στένοντα, υπό αφρών και άχνης καλυπτόμενα· ως δαιμόνια μαύρα οι ναύται ίσταντο παρά την κωπαστήν, κρατούντες τα σχοινία εις χείρας, οι δε πρωραίοι φρουροί των, κουλουριασμένοι κέρβεροι εις την πρώραν, ως ξύλινοι εκάθηντο εκεί μαύροι, κυματόβρεκτοι. Οι πλοίαρχοι και των δύο παρά τα πηδάλια, με τα δίοπτρα εις χείρας εκραύγαζον την στιγμήν εκείνην ως με θαλασσίαν σάλπιγγα, την οστρακώδη κοχύλαν:

— Μόλα-μπουρίνα! τίρα-μόλα!

Κ' εβόϊζε το άγριον πέλαγος αντηχούν εις απόστασιν:

— Μόλα μπουρίνα! Τίρα-Μόλα!

Μετ' ολίγον φως άλλο κατακόκκινον αστράψαν όπισθέν μας με κατετάραξεν, άπειρον της θαλάσσης, φοβηθέντα σύγκρουσιν προς ατμόπλοιον, αλλ' ήτο η σελήνη ήτις λειψίφωτος, την αυγήν ανατείλασα ως πεπυρακτωμένον κλαδευτήριον εφώτισε την σκούναν ημίπνικτον και το πέλαγος ηγριωμένον, του οποίου τα κύματα ελάμβανον φωνήν, θαρρείς, εν τη βιαία του ανέμου ορμή κ' εβλασφήμουν και έβριζον.

Ε'.

Εξημερώσαμεν παρά την Λήμνον. Ο άνεμος ηλαττώθη. Τα ιστία όλα πάλιν ανεπετάσθησαν και έπαιζεν ο κόντρας πρωί-πρωί γελαστός, ως νικηφόρος αεροναύτης.

Η θάλασσα έστρωσε. Και όταν ανέτειλεν ο ήλιος έλαμπεν η σκούνα ολόκληρος μυρίζουσα θάλασσαν και άρωμα του πυθμένος. Αδάμαντες κατεστάλαζον από τ' ακροστόλια τα ύδατα, ο πώγων του ξυλίνου Ηρακλέους εγυάλιζεν ως ζωντανός ανακινούμενος. Ο καραβόσκυλος, σειόμενος παταγωδώς, ετίνασσεν από του στιλπνού τριχώματός του την θάλασσαν βραχείς και αυτός την νύκτα· αλλ' οι ναύται τυλιγμένοι εις τας κηρόχρους νιτζεράδες των με τα κηρωτά κασκέτα κεκαλυμμένοι μέχρι των ώτων, με τας χείρας αφανείς κρεμαμένας ως χηλάς οστρακοδέρμου με τους πόδας γυμνούς ωμοίαζον προς καβούρας με τας αγκυλωτάς των μύστακας αναμένοντες «να σκαντζάρη η βάρδια» ίνα ξαλλάξωσιν. Ο σκοπός ο πρωραίος, εσκυμμένος εκεί ημέρας υπό την κιτρίνην νιτζεράδα του, έσταζεν όλος ως άρτι αναδύσας εκ του βυθού, ο δε πηδαλιούχος με την μίαν χείρα κρατών τον τροχόν του πηδαλίου ασφαλώς, με την άλλην απέμασσεν από του πώγωνος και από του μετώπου την θάλασσαν, τον ιδρώτα του παλαίοντος ναύτου. Και εις έν τίναγμα αιφνίδιον — ριπής, τελευταίας του εκπνεύσαντος ανέμου — ανακινηθείσα η σκούνα εφάνη ότι άρτι αναδύσασα και αυτή ανετινάσσετο, ως ο καραβόσκυλος πρότερον, αποβάλλουσα την άλμην, αφροδίτη με κομψούς τιναγμούς αποσμήχουσα την μακράν της κόμην.

***

Μεγάλη απλούται η Λήμνος, μακρά και χθαμαλή με ωραία ακρωτήρια, με μεγάλους βαθυκόλπους λιμένας με χρυσοκιτρίνους αγρούς θερισμένους, με εύμορφαις ακρογιαλιαίς. Χωρίς δάση, χωρίς χωριά, έρημος, θαρρείς, ακατοίκητος.

Από την Λήμνον έπειτα εις την Τρωάδα και από την Τρωάδα εις την πολύκωμον Ίμβρον κ' από την Ίμβρον εις την Τένεδον.

Βόλταις. Θαλασσινοί περίπατοι, αι ναυτικαί λοξοδρομίαι.

Συντροφιά με τους γλάρους.

Ω! την ηγάπησα την συντροφιάν την λευκήν των γλάρων. Είνε αθώα, ως είνε κάτασπρα τα πτερά των. Σε διασκεδάζουν χωρίς να σε κουράζουν. Αγάπη κουράζουσα δεν είνε αγάπη. Σε συντροφεύουν χωρίς να σε ενοχλούν. Αθορύβως, σιωπηλώς. Ευγενώς. Είνε καλόγνωμος η συντροφιά των γλάρων. Εμφανίζονται ενώπιόν σου εκεί όπου δεν τους περιμένεις. Ως παλαιοί σου φίλοι. Δεν εξίστασαι δι' αυτό, ως να τους ανεζήτεις μετά κόπου. Νομίζεις κ' έπλευσες δι' αυτούς. Νομίζεις κ' υπέφερες δι' αυτούς. Κ' εκείνοι πάλιν ό,τι θέλεις διά να σε ευχαριστήσουν. Χορεύουν, βουτούν, παίζουν. Προηγούνται, ως να θέλουν να σε οδηγήσουν εις τας κατοικίας των, τας δροσεράς, τας υγράς φωλεάς των, όπου το κύμα φωσφορίζει φέγγον, όπου η δρόσος είνε αιωνία. Κ' εν ώ προβαίνουν ταχύπτεροι, αίφνης ίστανται και σε περιμένουν και σε κράζουν μετά μονοσύλλαβά των, γλαριστί:

— Καλώς τον φίλον μας! Καλώς τον φίλον μας!

Κ' εν ώ περιμένουν, θωπεύουν τον αέρα με τας κυρτάς των ως δαμασκιά πτέρυγας, και φιλούν το κύμα με τα ράμφη των. Πόθεν ήλθον; Πού πηγαίνουν οι φίλοι μου, οι κάτασπροι γλάροι; Είνε γλάροι της Μιτυλήνης; Είνε γλάροι της Λήμνου; της Τρωάδος είνε οι γλάροι η της Τενέδου; Τους έβλεπον τάχα και οι Αχαιοί;

Ω! η λευκή, η καλή συντροφιά μου, οι γλάροι του Αιγαίου! Καταμεσής 'ς το πέλαγος αναμένουν να χαιρετίσωσι τους ταξειδεύοντας. Άγγελοι του αισίου πλου, υπάρξεις ποθηταί εν κρυερά του πόντου ερημία. Μειδίαμα γλυκύ εν τη πικρά μοναξία. Ελπίς ότι εγγύς που ο κόσμος. Αφορμή μελέτης διά τον σοφόν. Έμπνευσις διά τον ποιητήν. Δουλειά διά τον άεργον. Παραμυθία διά τον ναύτην, όστις επακουμβών επί της κωπαστής συνάπτει άφωνον διάλογον με τον λευκόν πτερωτόν του σύμπλουν. Ναύτης προς ναύτην. Θαλασσοδαρμένος προς θαλασσοδαρμένον. Γλάρος προς γλάρον.

Και πετούν ενίοτε υψηλά. Πλησιάζουν εις τας κόφας του πλοίου, τρέχουν γύρω και χορεύουν περί τον θαλασσομάχον, τον ξύλινον της πρώρας αδελφόν των, όστις βουτά και αυτός καθώς αυτοί ως δίστομον στιλέτο κόπτον το κύμα. Και πολλάκις πολλοί-πολλοί περισυναχθέντες τριγυρίζουσι την σκούναν εν χαιρετισμοίς, μεγάλην γλαρίναν, μητέρα πολυπαθή των λογικών γλάρων.

Εκόπασε πλέον ο σάλος· τα κύματα καταπονηθέντα καθ' όλην την νύκτα επραΰνθησαν. Η θάλασσα γαληνιάζει πάλιν. Δευτέραν φοράν διερχόμεθα εγγύς της πολυσχιδούς Λήμνου, ηρέμα, από της αντιθέτου πλευράς. Επί τινος χρησίζοντος λοφίσκου υπολευκάζει παρεκκλήσιον. Όλοι οι ναύται, προς αυτό ατενίζοντες ευλαβώς, κάμνουν τον σταυρόν των.

— Άη-Νικόλα!

Λέγουσιν όλοι εγκαινιάζοντες το άγνωστον παρεκκλήσιον επ' ονόματι του θαλασσινού των αγίου.

Μικρά βρατσέρα πλέει παρά την ακτήν φοβισμένη, μετά τον σάλον ξετρυπώσασα.

Υπό τινα βράχον μοι φαίνεται πως διακρίνω την σκιάν του εκσφενδονισθέντος από του Ολύμπου άλλοτε χωλού Ηφαίστου και παρά τι σπήλαιον:

«Ορώ κενήν οίκησιν ανθρώπων δίχα» την οίκησιν του Σοφοκλείου Φιλοκτήτου· καί τινας συκάς απέξω εκλαμβάνω ως ράκη, τα οποία ήπλωσεν εκεί ο έρημος ήρως «βαρείας του νοσηλείας πλέα».

***

Εξημέρωσε Κυριακή;

Οι ναύται, απηυδηκότες από της παρελθούσης τρικυμιώδους νυκτός, κοιμώνται ακόμη, ενώ ο μάγειρος πρωιαίτερον εγερθείς, απολεπίζει ιχθύδιά τινα, σημαδιακούς χάνους εκατοστάρικους, πελαγίσιους χάνους, τους οποίους είχομεν αλιεύσει κατά την γαλήνην της προτεραίας. Μόνος ο πηδαλιούχος, κουκουλωμένος ακόμη με τον χειμερινόν μουσαμάν του, ίσταται παρά το πηδάλιον, και ο φρουρός της πρώρας, ανάψας το εικοστόν σιγάρον κατά την τετράωρον βάρδιάν του, βρεγμένος ακόμη με τον κηρωτόν μουσαμάν του, φρουρεί.

Τα πανιά! όλα επάνω τώρα. Και ο μοναχογυιός κόντρας ο λεπτοκαμωμένος, ο γαλαζοαίματος.

Ιστάμενος επί της πρώρας ως επί πύργου, καμαρόνει την ταχείαν σκούναν πετώσαν μαλακά-μαλακά. Άνευ τιναγμών πλέον προηγείται δύο άλλων ιστιοφόρων μεγάλων, άτινα μας παρακολουθούσι μετά σπουδής ως να θέλουν κάτι να μας ειπούν. Αλλ' η σκούνα φεύγει, πετά. Από του ύψους ένθα ίσταμαι νομίζω ότι δεν άπτεται καν της θαλάσσης. Τόσον γλυκά πνέει, θαρρείς και 'ς τα νύχια πατεί. Είνε υπερήφανος διά την νυκτερινήν νίκην.

— Σκάντζια-βάρδια:

Ανακράζει ο ναύκληρος, ακούσας κροτήσαντα τα ξύλινα κρόταλα του πηδαλιούχου, σημάναντος την ογδόην ώραν της πρωίας, και συγχρόνως κρούει τον κώδωνα της πρώρας, τύπτων συνάμα το κατάστρωμα διά των ποδών του, άνω του θαλάμου των ναύτων, όπως εξεγείρη αυτούς.

Ταυτοχρόνως γλυκύτατα αντηχούσιν όπισθέν μας εν τω πελάγει οι κώδωνες των δύο ιστιοφόρων ως παρεκκλήσια λειτουργούντα, σημαίνοντες την ογδόην ωσαύτως ώραν.

Μετ' ολίγον οι ναύται νιφθέντες κ' ενδυθέντες κατέρχονται εις τον θάλαμον του πλοιάρχου, καλέσαντος αυτούς, όπως προσευχηθώσι — Κυριακή πρωί — κ' ευχαριστήσωσι τον άγιον Νικόλαον διασώσαντα αυτούς από της τρικυμίας.

Ο φαιδρός και πρόθυμος πάντοτε Γιαννάκης, ο υιός του πλοιάρχου, αλλαγμένος γαλάζιαν βλούζαν, εκτελεί χρέη καμαρώτου, παθόντος εκ ναυτίας του τοιούτου και κοιμωμένου ακόμη, και ανάψας κηρίον και θέσας πυρ μετά θυμιάματος εις το ορειχάλκινον στιλπνόν θυμιατήριον, θυμιά πρώτον ευλαβώς την εικόνα του Αγίου Νικολάου, μικράν επάργυρον, κρεμαμένην από τινος δοκού εν τη άκρα του θαλάμου, και είτα πάντας τους λοιπούς, ψάλλων και το μεγαλυνάριον του Αγίου «Ορφανών προστάτην…. » Τέλος ασπάζονται πάντες την εικόνα του θαλασσινού ιεράρχου ευωδιάζουσαν θάλασσαν ως να ηγωνίζετο και ο Άγιος με τους ναύτας όλην την νύκτα παλαίων κατά των κυμάτων.

Οι ναύται είτα ευφροσύνως πίνουσι το προσενεχθέν αυτοίς ποτήριον ρουμίου και ανέρχονται οι μεν ν' αντικαταστήσωσι την βάρδιαν, οι δε να τακτοποιήσωσι τα επί του καταστρώματος αντικείμενα μετακινηθέντα εκ του νυκτερινού σάλου.

Τα πανιά δουλεύουν.

***

Αφίνομεν προς τα δεξιά τα λευκόν κτίριον του φανού του Σιτίλ-Βαχάρ εν τω στομίω του Ελλησπόντου και ιδού ξανοίγει η Ίμβρος, χθαμαλή, στρογγυλή, ιόχρους, με τα δάση των ελαίων της εδώ κ' εκεί και με τα οπωροφόρα δένδρα της.

Η Ίμβρος με τα πολλά χωριά και με τας αμμώδεις ακτάς. Εγκατεσπαρμένοι σωροί όγκων φαιών και κοκκινωπών. Είνε τα χωριά τα πολυώνυμα της θρακικής νήσου. Δύο-τρεις καλύβαι εδώ, πεντέξ παρέκει, δεκάς οικίσκων αλλαχού. Επί των λοφίσκων, επί της ακτής.

Ιδού έν μεγαλείτερον παρά το κύμα. Μικροκάικα πολλά σαλεύουν εγγύς της άμμου ως να παίζουν μετ' αυτής. Και άλλα πάλιν καϊκάκια με τα λευκά πανάκια των πηγαίνουν ν' αράξουν. Ένα τσερνίκι, φορτωμένον «ως τα μπούνια» με τα εκ πανίου παραπέτα, πετά σχεδόν ως θαλασσοπούλι με τον μακρύν λαιμόν του κατάμαυρον. Αγρόται αλωνίζουν εγγύς της ακτής, και όρνιθες εδώ κ' εκεί τσιμπούν με τα ράμφη των τους στίλβοντας ξηρούς χάλικας.

Όπισθεν της Ίμβρου ουρανομήκης υψούται η κορυφή της αιπεινής Σαμοθράκης.

Παραπλέομεν την Τένεδον μακράν και χθαμαλήν εν σχήματι μαχαίρας. Λόφοι γυμνοί και άθαμνοι. Καταπράσινοι αμπελώνες απόκρυφοι και πολυάριθμοι ανεμόμυλοι καταφανείς ένθεν και ένθεν της κώμης, συσσωρευμένης παρά τον αλίμενον αιγιαλόν. Μικρά καϊκάκια την συντροφεύουν αρόδο ιστάμενα.

Έμπροσθέν της εκτείνεται του Ελλησπόντου η μεγαλοπρεπής είσοδος με το Σιτίλ Μπαχάρ το παμπάλαιον φρούριον. Τα ιστία των παμμεγίστων ιστιοφόρων λευκά κατάλευκα σχηματίζουσι [αρχή σελ. 73] αναριθμήτους χιονοστιβάδας κινουμένας ηρέμα κατά διαφόρους διευθύνσεις του εκτεταμένου όπισθέν μου Αιγαίου και ο καπνός των ατμοπλοίων, άτινα ως εκ της αποστάσεως ως καρκίνοι θαρρείς, βραδυπορούσι διατέμνοντα την απέραντον έκτασιν, αποτελούσι νέφη πυκνά συσκιάζοντα τον γαλανόν αιθέρα του. Πλαγιάζει η μυθική νησίς κατέναντι της Τρώας ως να την παρέσυρε προς τα εκεί το ισχυρόν του Ελλησπόντου ρεύμα το οποίον ορμητικόν εκχύνεται απλούμενον επί του Αιγαίου.

Ο περίφημος κρυψώνας των Αχαιών σήμερον ευφημισμένος μόνον διά το λαμπρόν μαύρο κρασί του, το Τενέδιο κρασί, ακουστόν εις την Πόλιν και περιζήτητον εις τα ξενοδοχεία του Γαλατά.

Επιάσαμεν εις την Τρωάδα. Ιδού τα έρημα πεδία της, μαύρα εκ των καταπεύκων θάμνων. Ιδού αι ακταί όπου αι θεαί των Αχαιών νήες δέκα όλα έτη ανέμενον. Ιδού τα Πέργαμα, ο Σκάμανδρος, αι Σκαιαί Πύλαι… Ω! τίποτε, τίποτε σήμερον δεν υπάρχει.

— Fuit Ilium…

Τα Μπεσίκια με την δασώδη φυτείαν των κάμπων και με τον μέγαν κόλπον των. Τα βουνά της Ανατολής, μακρά, υψηλά, κατάφυτα. Ευλογημένα βουνά.

ΣΤ'.

Μετά το γεύμα εκαθήμην μετά του πληρώματος δίπλα του μαγειρείου. Είμεθα εξηπλωμένοι όλοι . . Αν και τον λυσίπονον επόθουν ύπνον, αγρυπνήσας όλην την νύκτα, όμως δεν με άφινον αι θελκτικαί διηγήσεις της Νεροφίδας. Ο γέρο-ναύτης ο Μπάρμπα-Μήτρος, η Νεροφίδα αποκαλούμενος μεταξύ των πληρωμάτων, διά την πονηρίαν του, γηράσασαν πονηρίαν, ο πάντοτε διολισθαίνων ως ποτάμια έγχελυς από μέσα από τα φοβερά δίκτυα του κινδύνου, μ' επείραζε συνεχώς με το νυκτερινόν κολύμβημα, ως απεκάλει της νυκτός την τρικυμίαν.

— Και τι, μωρέ παιδί μου; Τι εμαϊνάραμε; Μόνον τον [τέλος σελίδος 73] κόντρα και τα φλέσα, κ' εδέσαμε και δυο μούδαις 'ς την μπούμα. Είδες εσύ, μωρέ παιδί μου, μπάρκο μπέστια· γάμπιαις συριακό σκαρί ξυλάρμενο, να θαλασσοδέρνη απόξω από τον Κάβο-Δόρο; Είδες σκούνα κασσώτικη, 28 χιλιαδώνε, συριανό σκαρί, με τα μικρά παρουκέτα μονάχα, να παραδέρνη απόξω από τον Κάβο-Μαλιά τρία ημερόνυκτα; Ο καιρός δεν μας έπαιρνε, θάλασσα-κιαμέτι! Μας έφαγε της γάμπαις ο χιονιάς και μας έσπασε τα τσιμπούκια ο βορειάς. Ο κόρφος δεν μας εδεχότανε, το Τσιρίγο μας έδιωχνε. Το βάλαμε κ' ημείς τραβέρσο, τρία ημερόνυχτα, με τον μέσα φλώκο μονάχα και με την μπούμα καταιβασμένη τρίγωνο. Λες κ' ήτανε κρασοβάρελο που το πετάξανε 'ς την θάλασσα κ' η θάλασσα το χτύπαε σαν αφωρισμένο. Δεν είχαμε και καπνό. Εξούσαμε τα παραπέτα με τους σουγιάδες μας κ' εφουμάραμε. Τρικυμία, λέει, κ' η ψεσινή! Να, πλυθήκαμε κομμάτι.

Και εκβαλών την καπνοσακκούλαν του επλήρου μικρόν τσιμπουκάκι μεθ' υπομονής και φιλοκαλίας θεργιακλή.

— Όντας εναυαγήσαμε πάλι 'ς το Ασπρονήσι, απόξω από την Σκιάθο; Ωχ! μωρέ γυιε μου, κάτι κύματα! . . . Βουνά τα ωργισμέγα. Και νύχτα! Πίσσα! Και χιονιάς! Κατεβαίναμε φορτωμένοι, από τον Ποταμό, γέννημα για τον Περαία, με διαταγή! Ωχ, μωρέ γυιε μου, και να σε είχα μέσα εκείνη τη βραδειά! Κανένας δεν εγλύτωσε. Μόνον ο υποφαινόμενος. Και πάλιν κ' εγώ με θαύμα. Εκεί που μ' εχτύπησεν η σκότα του κόντρα φλώκου, που εβγήκα να τον μαζέψω, μου δίνει μια να πέσω 'ς την θάλασσα και ξεγλυστρώ, μωρέ γυιε μου, και πέφτω απάνω σ' ένα κασσόνι. Λες και μου τώρριξεν εκειδά η μάννα μου. Τρικυμία, λέει, κ' η ψεσινή!

Και μετά μικρόν ανάψας το τσιμπουκάκι του η Νεροφίδα, αλλά-Ιγγλέζα, επανέλαβε:

— Πού να σε είχα, μωρέ παιδί μου, εδώ και πέντε χρόνια με του καπετάν Φώκα την πρωτοτάξειδη σκούνα. Φορτώσαμε κάρβουνο 'ς τον Όλυμπο για την Αλεξάντρα. Και κει που σηκωθήκαμε 'ς τα πανιά — ώρα εσπερινού — , καταιβάζει, μωρέ γυιέ μου! Θεέ Δημητρίου. Χειμώνας καιρός βλέπεις. Του Αγίου Αντρέως. Ο καιρός 'ς τον Μάστορη — Μαΐστρο-τραμουντάνα. Πού να μουνδάρωμε! Και μια νύχτα! Σκοτάδι — Πίσσα! Δεν έβλεπες από την πρύμη 'ς την πλώρη. Εγώ του είπα του καπετάν Φώκα: Καπετάν Φώκα, δεν μ' αρέσει ο καιρός. Μα εκείνος δεν μ' άκουσε. Μας τα δίνει, που λέτε, 'ς τα χέρια! Και που να ιδής! Τα Ρημονήσια έγειναν ένα. Μαϊνάρουμε τον κόντρα μας τρώει τον παπαφίγκο. Μας σπάζει το πρυμνιό τσιμπούκι με το φλέσι και κρεμνιέται και παραδέρνει σαν ξεμανίκωτο χέρι. Μετά πολλά ξανοίξαμε κατά την Μεγάλη Λήμνο. Τα κύματα βουνά! Και σου καταιβάζει κάτι κύματα τ' Άινόρος! Θεέ Δημητρίου! Μετά τα μεσάνυχτα όλοι αποκάμαμε. Ήμουνα 'ς το τιμόνι. Γυρίζω, τίποτε. Δεν τ' άκουε το τιμόνι πλεια. Βρε για το Θεό, καπετάν Φώκα. Λέγω 'ς τον καπετάνιο. Ο κακομοίρης ήλθε κ' εκέρωσεν αμέσως. Τα κύματα μας άρπαξαν πλεια την σκούνα από τα χέρια μας. Η θάλασσα την έκαμε ξέρα κ' έμπαινε κ' έβγαινεν ελεύθερα. Ύστερ' από τα τόσα τινάγματα, που έτριξαν τα παΐδια της, η σκούνα έγειρε με την μια μπάντα. Τότες πλεια όλοι τα χρειασθήκαμε. Σπάζει η ράντα της μπούμας, κάτω η γάμπιες κουρέλια. Μονάχα ένα κομμάτι απέμεινε ψηλά 'ς της κόφαις κ' ενόμιζε λες κ' ήτανε σκιάχτρο για της κουρούναις 'ς τα μποστάνια. Ο καπετάν-Φώκας τότες τάχασεν. Εγονάτισε και δεν μπορούσε ούτε το σταυρό του να κάμη. Γυναίκα, γυναικούλα μου! έκλαιε. Τα κύματα την επήραν πλεια από κάτω την σκούνα. Η κουβέρτα σαρώθηκε. Οι ναύταις όλοι κερωμένοι από τον φόβο, κρατούσαν ακόμα τα παταράτσα, εν ώ τα πανιά όλα είχανε φαγωθή. Ο καπετάν-Φώκας, ολοένα έκλαιε. Γυναίκα! Γυναικούλα μου! Τότες κάποιος ναύτης φωνάζει:

— Ανάθεμα σε Παπα-Δράκο!

Και όλοι επαναλαμβάνουν·

— Ανάθεμά σε Παπα-Δράκο!

Τότες θυμήθηκε και φωνάζει ο καπετάνιος:

— Ίσα τον Αράπη!

— Καρδιά παιδιά. Συνοδεύω κ' εγώ. Ίσα τον Αράπη!

Και διακόπτων η Νεροφίδα την διήγησιν, μοι λέγει:

— Το βλέπεις, μωρέ παιδί μου, το βλέπεις εκείνο το πανί μπροστά 'ς την πλώρη, το μέσα φλώκο, πού είνε θηλυκωμένο 'ς το πλωριό κατάρτι; Δεν μου λες, τανοίξαμε αυτό ψες; Αυτό, μωρέ παιδί μου, ανοίγει μονάχα, όταν όλα τα άλλα είνε καταιβασμένα. 'Σ τον μεγαλείτερο κίνδυνο, να πούμε. Τότε το καράβι μονάχα, με το πανί αυτό, παραδέρνει μισορρουφισμένο. Αυτό το πανί, μωρέ παιδί μου, το λένε Αράπη. Γιατί μαυρίζει από τον καΰμό του, σαν ανοίξη. Όλα τα στοιχεία το χτυπάνε. Το χτυπά ο αγέρας, το χτυπά η θάλασσα, το χτυπά το χιόνι, το χτυπούν οι κεραυνοί, τόσα άγρια δόντια να το φάνε. Πώς να μη μαυρίση το καϋμένο! Είνε να πούμε η σημαία και το σάββανο του καραβιού. Ή θα γλυτώση το καράβι και θα γείνη σημαία του, ή θα χαθή και θα γείνη σάββανό του.

— Ίσα τον Αράπη ξαναφωνάζω, έτσι 'ς τα ψέματα για να δώσω καρδιά 'ς τους ναύταις. Μα ποιος άλλος μπορούσε να 'πάγη 'ς την πλώρη;

Το κύμα θα τον ερροφούσεν όσο να πης τρία. Έτυχε νάχωμε 'ς το τσούρμο τον Παπα-Δράκο, της Παπαδράκαινας τον γυιό. Μάννα για τον Αράπη. — Θεός σχωρέσ' τονε!

Ο Παπα-Δράκος της Παπαδράκαινας ο γυιος ήτανε ένα παιδί όλο κεφάλι. Από μικρό έδειχνε. Εγεννήθη μ' ένα μεγάλο κεφάλι. Ύστερα, εμεγάλωνε το παιδί, εμεγάλωνε και το κεφάλι του. Ένα τέρας. Η κακαίς η γλώσσαις καθήσανε και λογαριάσανε τους μήνους, από την ημέρα που γεννήθηκε, κ' εβγάλανε πως επιάσθη Μεγάλη Παρασκευή. Τόσο εβούιξεν ο κόσμος όλος. Ο Παπα-Δράκος, ο πατέρας του, ένας καλός χριστιανός, παπαδοπαίδι και αναγνώστης με μια ώμορφη γυναικούλα, μικρούλα σαν κουκλίτσα.

Αναγκάσθη να φύγη για πάντα από το χωριό. Δεν μπορούσε να υποφέρη τον κατατρεγμό, και το κατηγόριο, κ' ουδέ να βλέπη ήθελε το παιδί του εκείνο με το μεγάλο κεφάλι, λες κ' ήτανε καταμαρτυρία της αμαρτίας του. Ένα βράδυ λοιπόν λέει στην Παπαδράκαινα: — «Έχε γεια, Παπαδράκαινα!» Έχωσε το κεφαλάκι της μέσα 'ς τα πυκνά γένεια του, ένα ώμορφο στρογγυλοπρόσωπο κεφαλάκι, και την εφίλησε, την εφίλησε την Παπαδράκαινα, κ' έφυγε, και δεν ξαναγύρισε πλεια. Απέθανε, είπαν, 'ς τα Καντουνάκια 'ς τ' Άινόρος. 'Σ την έρημο. Ο δε Παπαδράκος ο γυιος του εμεγάλωνεν, εμεγάλωνεν, είπαμε, και το κεφάλι του.

— Παπα-Δράκος να σε φάη! του φώναζεν η Παπαδράκαινα, για να το τρομάξη, όταν έκλαιε, που το εσυχαινότανε σαν την αμαρτία της.

Και πάλιν, όταν καμμιά φορά ήθελε να το χορέψη — όταν ήτανε 'ς τα καλά της και το λυπότανε, λέει, το έπιανεν από τα δυο χεράκια του, με δυο μικρά-μικρά ποδαράκια και με μια κεφάλα σαν φλάσκα, και το χόρευε με το ίδιο φοβέρισμα πάλιν αντίς για τραγούδι έλεγε:

Παπα-Δράκος να σε φάη! Παπα-Δράκος να σε φάη!

Τέλος, να μη τα πολυλογούμε, εμεγάλωσεν ο Παπαδράκος, εμεγάλωσε και το κεφάλι του, και η ώμορφη Παπαδράκαινα με το στρογγυλοπρόσωπο κεφαλάκι, το έδιωξε το παιδί της:

— Να μη σε βλέπω μπροστά μου, σημειωμένο πράμα! Άιντε να βρης ψωμί! κ' εκείνο το καϋμένο πήγε με τα καράβια· με χρόνια έγεινε ακουστός ο Παπα-Δράκος ο γυιος της Παπα-Δράκαινας μέσα 'ς τα τσούρμα των καραβιών, 'ς τα πληρώματα καθώς λένε τώρα. Άξιος κ' επιδέξιος ναύτης, φημισμένος για την αποκοτιά του. Μα ήτανε άτυχος. Με όποιο καράβι μπαρκάριζε, κινδυνεύανε πάντοτε, και αυτόν, ως απόκοτον, έστελναν πάντοτε 'ς τον Αράπη. Ώστε σου έγεινε ο Παπαδράκος, ο γυιος της Παπά-δράκαινας, μάννα για τον Αράπη!

'Σ τα ύστερα όμως εκατάλαβαν την ατυχία του, σαν να ήτανε καταραμένος, και δεν τον ετσουρμάριζαν.

— Δεν είμαι για τον Αράπη! έλεγαν οι καπετανέοι, όταν τους παρακαλούσε κλαίοντας να τον γράψουν 'ς τα χαρτιά.

Κι' οι ναύταις πάλιν έλεγαν εις τους καπετανέους.

— Βάρδα από τον Παπαδράκο!

Τόσον που κατάντησεν ο δυστυχής ο Παπαδράκος να πωλή αχινούς — πέντε 'ς το λεπτό — για να ζήση. Και έβλεπαν συχνά οι άνθρωποι, ένα μίλι μακρυά από το χωριό, μια φλάσκα μεγάλη-μεγάλη μέσ' 'ς τη θάλασσα να καραβίζη. Ήτανε ο Παπαδράκος με το μεγάλο κεφάλι που έβγαζε τους αχινούς.

Η φελούκα του εχώνευε, και το κεφάλι του φαινότανε ακόμα ένα μίλι μακρυά!

Ο καπετάν Φώκας δεν ήθελε να τον τσουρμάρη τελευταία, ούτε οι ναύταις του τον ήθελαν. Μα τι να κάμη; του έλειπεν ένας ναύτης. Το ξέρω, βρε παιδιά μου, έλεγε. Μα να χάσωμε το ναύλο; Και τον ετσουρμάρισε. Έτσι λες εσύ; Να κινδυνέψωμε για τον Αράπη.

Α! Πάπα-Δράκο! παιδί μου! παρακαλεί ο καπετάνιος, λοιπόν είπαμε. Ίσα τον Αράπη!

Ο Παπα-Δράκος ήτανε έτοιμος. Σαν να το είχε καταλάβει και πριν τον διατάξη ο καπετάνιος είχε τα μάτια του 'ς τον Αράπη. Άμα τον διέταξεν ο καπετάνιος, με το κεφάλι του το μεγάλο, ο Παπαδράκος ανασκουμπωμένος όπως ήτανε, χυμά 'ς την πλώρη. Τρώει ένα κύμα, τρώει δεύτερο, τρώει τρίτο. Τρεις φοραίς πέφτει πίστομα όσο ν' αναβή 'ς την πλώρη. Τρεις φοραίς σαν νεροβάρελο εκατρακύλισε 'ς την κουβέρτα και τρεις φοραίς σηκώθηκε. Τέλος ανοίγει τον Αράπη. Κι' αμέσως, μωρέ αδέρφια, εστάθηκε 'ς τα πόδια της η σκούνα. Μέσα 'ς την νύχτα και 'ς την χιονιά ένα πράμα σαν σημαία σαν σάββανο φάνταξε μπροστά 'ς την πλώρη. Ήτανε ο Αράπης. Ο Παπα-Δράκος τον εκαργάρισε, τον εστερέωσε καλά κ' έτρεχαν τα νερά από πάνω του σαν κλάματα, της σκούνας τα κλάματα. Το καράβι ανάσανε αμέσως. Εκεί που ήτανε γονατισμένο, ξαναεσηκώθηκε πάλι.

Λες κ' είχε χέρια ο Αράπης κ' έπιασε γερά την σκούνα και την εσήκωσε σαν μάννα του. Εσηκώθηκε αμέσως και ο καπετάν Φώκας. Όλοι εκάμαμε τον σταυρό μας. Άρχιζε τότες και να μολυβίζη. Εχάραζε και εβλέπαμε της στεριαίς.

— Γεια σου Παπαδράκο! φωνάξαμε όλοι, που τον εβλασφημούσαμε προτήτερα.

Τα πρωί εξημερώσαμε ανοιχτά από την Σκύρο. Ανασάναμεν. Εξημέρωσεν ο Θεός την ημέρα. Άμα εξημέρωσεν ο Θεός την ημέρα ήμαστε καλά. Έπεσε κομμάτι κι' ο αγέρας. Μα είδαμε πως μας έλειπεν ένας από το τσούρμο. Ο Παπαδράκος, ο γυιος της Παπαδράκαινας. Ούτε φάνηκεν ο καϋμένος. Ψάχνομε παντού. Πουθενά ο Παπαδράκος. Φωνάζουμε εμπρός, πίσω, κάτω. Τίποτα! Πουθενά ο Παπαδράκος. Εκείνη τη φορά ο Αράπης τον έφαγε, θα τον άρπαξε, ως φαίνεται, κανένα κύμα εκεί που κατέβαινε από πάνω από την πλώρη 'ς την κουβέρτα. Γιατί τη στιγμή που άνοιξε τον Αράπη κι' εστάθη 'ς τα πόδια της η σκούνα, εκαταλάβαμε ένα δυνατό τίναγμα κ' εσείσθηκεν όλο το σκάφος. Πόσους τρώγει έτσι η θάλασσα!

 — Παπαδράκο! εφώναξα τρεις φοραίς απόξω από τα Ψαρά, όταν
καταλάβαμε πλεια πώς έλειπεν ο καϋμένος.

 — Παπαδράκο! ακούσθηκεν άλλαις τρεις φοραίς τρεμουλιαστή βοή σαν
κλάμα από την κατάξηρη των Ψαρών ράχη.

— Θεός σχωρέσ' τονε!

Είπαμε όλοι τότε κ' εκάμαμε τον σταυρό μας. Κ' εβγάλαμε τα κασκέτα μας, ξεσκούφωτοι, σαν να περνούσεν από πάνω μας την ώρα εκείνη η ψυχή του Παπαδράκου, του γυιού της Παπα-δράκαινας, που έσωσε πέντε σπίτια εκείνη την νυχτιά κ' ένα καράβι. Εχάθη ο καϋμένος, σαν να μη ήθελε ν' ακούση ευχαριστίαις από στόματα που τον εβλασφημούσαν . . . .

Ζ'.

— Μπούκα!

Ακούομεν αίφνης την φωνήν του πλοιάρχου μας. Εγειρόμεθα όλοι. Οι ναύται τρέχουν εις τας θέσεις των.

— Μόλα-μπουρίνα — τίρα-μόλα!

Εισήλθομεν εις τον Ελλήσποντον, διά χειρισμού δεξιού αποφεύγοντες το ισχυρόν ρεύμα. Δεξιά μας το Κουμ-καλέ, αριστερά το Συτίλ- Μπαχάρ, ορθάνοικτα φύλλα της πόρτας του γαλάζιου πορθμού.

Άνεμος δροσερός μας αναρριπίζει όλους. Αύραι ζωνταναί, αι αύραι του Ελλησπόντου. Τας βλέπεις σχεδόν πνεούσας κυανάς από το Τσανάκ- καλέ, αόρατον όπισθεν μιας κυανής άκρας της ασιατικής παραλίας. Τα ιστία αναταράσσονται κατ' αρχάς χαρμοσύνως ως μανδήλια της σκούνας επισειόμενα προς χαιρετισμόν επί τω αισίω κατάπλω και πλαταγούσιν ηδέως ως πτερά όρνιθος ετοιμαζομένης να καθήση. Συρίζουν δε και τα καρχήσια εν αγαλλιάσει και τα «δίνουμε» σκιρτώντες διά τ' Άσπρα Γιάρια. Το ρεύμα ροχθούν, αφρίζον, περιδινούμενον μεθ' ορμής κατέρχεται προς τα κάτω, καθιστών αδύνατον τον περαιτέρω ανάπλουν.

— Μπρούλια τρίγκο.

— Μάϊνα κόντρα! Μάϊνα φλέσι!

— Μάϊνα γάμπιαις!

— Μάϊνα φλόκια!

Αι διαταγαί του πλοιάρχου αλλεπάλληλοι αντηχούσαν εν τω κυανώ του Ελλησπόντου όρμω. Ο δρόμος ανακόπτεται και η σκούνα πλήττουσα τα κύματα, ως καλή οικοκυρά εισέρχεται εις τον θάλαμόν της ν' αναπαυθή μετά τόσον κοπιώδη πλουν.

— Πόντισον!

Τελειόνει τας διαταγάς του ο πλοίαρχος και τρίβων τας χείρας του βηματίζει επί της πρύμνης· αμέριμνος πλέον ως εργάτης σχολάσας από την εργασίαν του. Σχοινία και ιστία, τα πολύπλοκα άρμενα όλα αναμίξ επί του καταστρώματος και άλλα επί των ιστών. Οι ναύται ερπύζοντες ανέρχονται επί των κεραιών και περιμαζεύουσι περιδένοντες πάντα εν τάξει.

***

Σκάφη παντοία ηγκυροβολημένα εν αταξία, καθώς ηυκολύνοντο, επλήρουν τ' Άσπρα Γιάρια, ένα μέγαν λιμένα του Ελλησπόντου προς την Ανατολήν. Τριίστια μπάρκα και σκούναι κομψαί και μπάρκα- μπέστια και τσερνίκια και τρεχαντήραι παμμέγισται λαδάδικαι, φορτωμένα και κενά. Μαύρα, φαιά, πράσινα, γαλάζια, με άσπρα μπούρδα, κατάμαυρα. Στιλπνά, καινουργή, παληοκάραβα ανθρακοφόρα. Αυστριακά παμπάλαια, του πετρελαίου μπάρκα, Σκιαθίτικα, Κασσώτικα, Χιώτικα, καράβια Γαλαξειδιώτικα, Ψαριανά καράβια όλα φύρδην μίγδην ανέμενον άλλα μεν να πνεύση νότος, ίνα πλεύσωσι προς την Προποντίδα, άλλα δ' εκαρτέρουν τα ρυμουλκά να τα ρυμουλκήσωσι δύο- δύο, τρία-τρία μέχρι του Αναγαρά.

Καταγάλανα τα κύματα του Ελλησπόντου εχόρευον γύρω μας και αι ακταί αμμώδεις εξετείνοντο καθαραί, απαστράπτουσαι, ευωδιάζουσαι. Τα μαγαζάκια έξω του χωριού μέσα εις καταπρασίνους κήπους, γεμάτα πλοιάρχους, εγελοκοπούσαν, κ' η βάρκες εκουβαλούσαν πρωί-βράδυ τροφάς νωπάς, σφακτά τετράπαχα και δροσερά λαχανικά διά τον αραγμένον στολίσκον, ου τα πλείονα πλοία προωρισμένα διά την Μαύρην θάλασσαν ήθελαν ν' αποχαιρετίσωσι τα δροσερά της Ανατολής ζαρζαβατικά. Τινές δε πλοίαρχοι και συνεπλήρουν την αποθήκην των τροφών, ευρίσκοντες αυτόθι ευθηνότερα και καλλίτερα τα πράγματα.

Η Θρακική Χερσόνησος απέναντι μας με τα θαμνώδη βουνάκια της εσκοτίνιαζεν ήδη. Ο κάβο-Φονιάς, επικίνδυνος, εις αβαθή ύδατα, άκρα, μας έκρυπτε το Τσανάκ-καλέ, όπου έπρεπε να παρουσιάση ο πλοίαρχός μας τα χαρτιά του κατά την τάξιν.

Χαριεστάτη διήλθεν είτα η πρώτη της νυκτός φυλακή. Ο γλαυκός Ελλήσποντος ποικιλοτρόπως αντήχει από τους διαφόρους γλωσσικούς ιδιωτισμούς των ναυτικών Ελληνικών πόλεων, συγχεομένους όλους εις μίαν δροσερωτάτην αρμονίαν. Πλοίαρχοι και ναύται εκουβέντιαζαν από τα διάφορα πλοία ξεκουραζόμενοι μετά τον επίπονον πλουν, διηγούμενοι προς αλλήλους τα κατά τον πλουν και ερωτώντες «για της δουλιαίς πώς πάνε».

***

Πρωί-πρωί, οξύτατος συριγμός ρυμουλκού με αφύπνισεν. Ανήλθον. Γαλανή θάλασσα, γαλανά βουνά, γαλανός ουρανός, γαλανόν το ρυμουλκόν που μας ετραβούσε προς την Προποντίδα, εμάς και δύο άλλα τρεχαντήρια, ένθεν και ένθεν. Έτρεχε το ρυμουλκόν μετά δυνάμεως, και έφευγον επ' εδώ κ' απεκεί χειροπιασμένα ως εν χορώ βουνά και κάμποι και κάστρα και χωριά. Βουνά με τα δένδρα των και χωριά με τα σπίτια των όλα έφευγον, ως να τα είχε παρασύρει το ρεύμα του Ελλησπόντου ακατάσχετον. Έτρεχε το ρυμουλκόν ολοταχώς, έτρεχε και η σκούνα μαζί όπισθέν του, καμαρώνουσα, δεμένη, χαίρουσα. Νεόνυμφη που την εχόρευε ο μικρός κουμπάρος της, το ρυμουλκόν με συρματένιο μανδήλι. Καμμιά φορά ότε το ρεύμα ήτο ισχυρόν ήσθμαινε το ρυμουλκόν, εκοντοστέκετο και η σκούνα με τα δυο τρεχαντήρια ένθεν και ένθεν αρνουμένη να προχωρήση — κατάδικοι που τους επήγαινον να τους κρεμάσουν . . . . Ατμόπλοια διάφορα, φορτωμένα και κενά παραπλέουσι αναβαίνοντα και καταβαίνοντα σιωπηλά, βωβά, μη ανταλλάσσοντα ουδέ χαιρετισμόν από την βίαν των.

— Έτσι μπορώ να ταξειδεύω με κάθε καιρό!

Έλεγεν η Νεροφίδα, ξαπλωμένος ο γέρων ναύτης, — έλεγε πώς ήτο αδιάθετος — παρά το μαγειρείον, οπόθεν εξήρχετο ευώδης η ορεκτική οσμή του παρασκευαζομένου αλιπάστου κρέατος διά το πρόγευμα. Περί αυτόν οι ναύται έξαινον στυππείον, διότι ο πλοίαρχος είχεν επαναλάβει πάλιν ειπών ότι «η μόνη τέχνη που δεν περνά είναι η τεμπελιά».

— Σαν αποχτήσω, βρε παιδιά, εξηκολούθησεν η Νεροφίδα, κ' εγώ καμμιά σκούνα, και γένω καπετάνιος, θα πάρω κ' ένα ρυμούλκι, να με τραβά πάντα. Κ' εγώ ξαπλωμένος θα φουμάρω το τσιμπουκάκι μου. Να με βλέπουν που λέτε η θάλασσαις και τα πέλαγα και να λένε: « — Να καπετάνιος μια φορά!» Να με βλέπουν οι σκούναις και τα μπάρκα και να λένε: « — Να καπετάνιος μια φορά!» Να με βλέπουν και η Μαυροθαλασσίτισσαις και μελαχροιναίς και να λένε και αυταίς: « — Να καπετάνιος μια φορά!»

Και θωπεύων εγγύς του τον Αράπην, τον μπογαζιανόν σκύλλαρον της σκούνας, έλεγε χαριεντιζόμενος, θεωρών το ρυμουλκόν αφανές από τους αφρούς, έλκον ολοταχώς την σκούναν.

— Γεια σου, ξεφτέρι μου! |

Κ' εξηκολούθει:

— Έπρεπε να σας είχα, μωρέ σεις παιδιά, με τούτη τη σκούνα. Εταξειδεύσαμε πάλι για τον Ποταμόν άδειοι.

Ξανοίξαμε από τον Μαρμαρά και εκάμναμε μια μεγάλη βόλτα από την Ραιδεστό ς' την Καλόλημνο. Μόλις που ετεραμολάραμε, να τα γυρίσουμε, απάνω, που λέτε, ς' την στροφή, ς' την Καλόλημνο, να και πετιέται ανατολικά μπροστά μας πράσινο φανάρι, θηρίο ανήμερο ολοταχώς. Θάλασσα-κιαμέτι. Δεκέμβριος μήνας. Ο καπετάνιός μας, μόλις που άφησε τα κιάλια από τα χέρια του κι' ανάσανε γιατί τα πήραμε καλά, ακούει από την πλώρη:

— Πράσινο φανάρι!

— Πράσινο φανάρι! επαναλαμβάνει και ο πλοίαρχος σαν χαζός και γυρεύει πάλι τα κιάλια του.

Από την πλώρη η βάρδα ξαναφωνάζει πάλιν:

— Πράσινο φανάρι!

Αχ, μωρέ παιδιά μου, ένα πράσινο φανάρι! Το είδαμε κ' ηρχόντανε με θυμό κατεπάνω μας, να μας φάη. Ημείς διπλαρωμένοι ακόμα. Το είδαμε όλοι πλεια.

— Πάει μας τρακάρισε! φωνάζω με απελπισία. Έπρεπε να δείχνη κόκκινο, για να είνε σε τάξι.

Το είδε κι' ο καπετάνιος το πράσινο φανάρι που ηρχότανε με βογγυτό. Εσάστισε.

— Άη-Νικόλα μ'! ασημένια σου την χαρίζω!

Αυτό μονάχα πρόφθασε να ειπή ο καπετάνιος. Οι ναύταις όλοι βλέπαμε το πράσινο φανάρι που ερχότανε με κρότο.

— Ε! από το βαπόρι! Ε! από το βαπόρι! φωνάζαμε όλοι, αλλά ο αγέρας έπαιρνε προς τα κάτω της φωναίς μας. Ούτε ξεχώριζαν διόλου από την βοή του βοριά. Την καμπάνα! την καμπάνα!

Ακούμε τότε μια φωνή, και αμέσως ακούμε και την καμπάνα που εβούιζεν άγρια ς' την πλώρη μας σαν σε λείψανο.

Απάνω ς' το χτύπημα της καμπάνας ακούμε και δυνατό σφύριγμα, σφύριγμα μηχανής. Κ' ένα ξεθύμασμα βαθύ κατόπιν. Η σκούνα μας τα γύρισε και το πράσινο φανάρι σταμάτησε μπροστά μας, ένα θηρίο, ένα θεοπάπουρο!

Ποιος φώναξε: — την καμπάνα; — Κανείς από μας δεν φώναξε. Πώς χτύπησεν η καμπάνα; Κανείς από μας δεν χτύπησεν. Ο μάγειρός μας, ένας που έκαμε σε μοναστήρια, έλεγε πως είδεν ένα γεροντάκι ζωηρό με άσπρα γένεια στρογγυλά σαν τον Άη-Νικόλα, που εχτύπησε μονάχος του την καμπάνα.

Σ' την μέση θα μας έκοβεν, αν δεν μας εγλύτωνεν ο Άη-Νικόλας.

Και μετ' ευλαβείας η Νεροφίδα διακόψας την διήγησιν έκαμε τον σταυρόν του. Όλοι τον εμιμήθημεν.

— Είδατε, μωρέ παιδιά, το ασημένιο καραβάκι; Εξηκολούθησε πάλιν η Νεροφίδα. Εκείνο το ασημένιο καραβάκι που κρέμεται από τον μεγάλον πολυέλαιον ς' τον Άη-Νικόλα; ς' την πατρίδα; Είν' η σκούνα μας αυτή που την έταξεν ασημένια ο καπετάνιος μας ς' τον Άη-Νικόλα τότες που μας εγλύτωσε. Όλη από καθαρό ασήμι, καλοδουλεμένο, της Ρωσίας ασήμι. Μισή οκά ασήμι. Σε πρώτο ταξείδι, όταν φθάσαμε με το καλό ς' το Ταϊγάνι, ο καπετάνιος μας αμέσως επαράγγειλε μια ασημένια σκούνα, μισή οκά, με τα κατάρτια της, με τα πανιά της ανοιχτά, με τα ξάρτια της, όλα ασημένια. Μπροστά 'ς την πλώρη ένα ασημένιο γεροντάκι με στρογγυλά ασημένια γένεια, ο Άης-Νικόλας, σημαίνει την καμπάνα την ασημένια. Πίσω ο καπετάνιος. Δεν λείπει κι' αυτός. Γονατιστός, ξεσκούφωτος, ασημένιος.

Είνε τώρα κρεμασμένη 'ς τον πολυέλαιο του Άη-Νικόλα. Και όταν ανάφτη ο γέρω-Συμβίας της λαμπάδες, ς' την πανήγυριν, σ' την αγρυπνία και τον κουνή κατόπιν τον πολυέλαιο, κουνιέται κ' η σκούνα η ασημένια μαζί του πέρα-δω, ς' την αγρυπνία, κ' είνε μια χαρά να την βλέπης. Θαρρείς και ταξειδεύει ς' τη Μαύρη Θάλασσα.

***

Το ρυμουλκόν, αφού μας εξήγαγεν έξω από τα ρεύματα, μας άφησε πλέον. Επεράσαμεν τα Γαλατάρια. Αφήσαμεν οπίσω τον Αναγαράν. Εχώνεψεν η Καλλίπολις με τους μιναρέδες της, θαλασσωμένη μέσα εις τα γλαυκά της Προποντίδος κύματα. Χάθηκε το Λαμψάκι το ιστορικόν και το Τσαρδάκι δεν φαίνεται πλέον. Έκλεισεν ο Ελλήσποντος κ' ήνοιξεν η Προποντίς, ο κατακύανος Μαρμαράς και κατάκρυος. Θαρρείς και ανήλθες εις κυανούν της Μεσογείου θαλασσοπέδιον, υψηλά, προς τας κρυεράς αύρας, προς τα ολόδροσα μελτέμια.

Η σκούνα, με όλα τα πανιά, χαριέντως κλίνουσα προς την μίαν πλευράν, ως επί κυανής κλίνης με το πλευρόν νύμφη, λοξοδρομούσα, προσεγγίζει οτέ μεν προς την Θράκην, οτέ δε προς την Ανατολήν.

Ο Μαρμαράς, κατάξηρος, με τα λατομεία του και με τους κολιούς του τους μαρμαρινούς. Ατμόπλοια, γολέταις, τρεχαντήρια, βρίκια αναιβοκαταιβαίνουν σαν πουλιά ταξειδιάρικα. Χορταίνει η καρδία καθαρόν αέρα και η όρασις καταπρασίνην χλόην των αμπελώνων και φυτειών, αίτινες παχείαι περιβάλλουσι τα ονομαστά Γανόχωρα της Θράκης. Αφίνομεν την Ραιδεστόν, χαιρετίζομεν την Καλόλημνον ως πάπιαν εν μέσω της Προποντίδος παίζουσαν και ούτως εν χαρά πλέον με τα πανιά γιαλό-γιαλό από τον Άγιον Στέφανον ς' τους δύο Τσεκμετζέδες παραπλέοντες αράξαμεν μίαν αυγήν από κάτω από τα Ψωμαθειά της Πόλεως. Βόμβος αόριστος, ως ανέμου μακρυνού βόμβος, έφθανε προς ημάς, η βοή της μυριοποθήτου Βασιλευούσης. Όταν ανήλθον επί του καταστρώματος, έτριβον κ' επανέτριβον τους οφθαλμούς μου, έκθαμβος προ του πανοράματος εκείνου του ζωντανού, το οποίον ξετυλίσσετο ευφρόσυνον ενώπιόν μου. Σαν όνειρον, σαν χιλιόχρωμον ζωγραφίαν επί κυανού εδάφους εθεώρουν εν θαυμασμώ την μυριάνθρωπον Πόλιν, με την ανατολήν του ηλίου αναθρώσκουσαν από μέσα από την ομίχλην, ως αναδυομένην από των κυμάτων, σύμπλεγμα πολύμορφον κυπαρίσσων και μιναρέδων και θόλων, παλατίων και ναών.

— Είδες την Πόλιν, βρε Γιαννάκη;

Έλεγεν ο πλοίαρχος προς τον έφηβον υιόν του, εν σιγή θεωρούντα την απροσδόκητον εκείνην οπτασίαν του χρυσού και φωτός και αφρού, άτινα μυστηριωδώς στερεοποιούμενα μετεμορφούντο εις την μυθοπλαστουμένην Πόλιν, την Πόλιν των αγαθών και του πλούτου, την Πόλιν της αναπαύσεως του κεκμηκότος ναύτου, εις τα δροσερά κύματα της οποίας γλυκαινόμενον το πλοίον, επαναλαμβάνει τον προς την Μαύρην θάλασσαν πικρόν πλουν.

— 'Σαν ψεύτικη, πατέρα!

Είπε μετά ώραν, αφηρημένος προς το θέαμα ο έφηβος, με παλμούς ανυπομονησίας καρτερών πότε ν' απολαύση εγγύτερον, να ψαύση την εύμορφον εκείνην ζωγραφίαν της αιχμαλώτου μητροπόλεως του Γένους.

— Ινανμάσι γκελ ταμπάκ!

Ετραγωδούσεν εκείνην την ώραν γλυκύτατα ο πωλητής του αφράτου μουχαλεμπιού από της υψηλής των Ψωμαθειών ακτής.

— Σαν δεν πιστεύης έλα να ιδής!…

Η'.

Μαύρα δάκρυα έχυσα την ημέραν, καθ' ην έμελλον ν' αποχωρισθώ πλέον της αγαπημένης μου σκούνας. Ναυαγός εάν ήμην, δεν θα έκλαιον τόσον την απολεσθείσαν περιουσίαν μου.

— Γιατί να μη έχω μίαν σκούναν ιδικήν μου!

Έλεγεν ο λογισμός μου παραπονούμενος.

— Να ταξειδεύω! Να ταξειδεύω! Πάντα να ταξειδεύω!

Επανελάμβανον οι πόθοι μου ορφανοί, πενθηφορούντες. Επί πολύν χρόνον μετά ταύτα, τας νύκτας, τα όνειρά μου εσχηματίζοντο εν μέσω σχοινίων κ' ιστών και ιστίων εν μέσω πελάγους και αφρού και κυμάτων. Πλέοντα, λοξοδρομούντα, καραβίζοντα όνειρα. Γαλήνης και τρικυμίας όνειρα. Με τα πανιά όνειρα!

Έως ου αφυπνίσθην μίαν πρωίαν με υπολευκάζοντα τον βαθύν πώγωνα. Το λευκόν μοι επροξένησε ρίγος. Ο λογισμός μου δεν έχει πόθους πλωτούς πλέον. Μ' αρέσει τώρα να βλέπω την θάλασσαν από μακράν, έως ου έλθη καιρός να βλέπω και τον κόσμον από μακράν….

Και μόνην ευχαρίστησιν πλέον αισθάνομαι να εκκλησιάζωμαι εις τον ναόν του αγίου Νικολάου — επάνω εις τα Κοτρόνια — εις την υψηλήν πετρώδη της νήσου κορυφήν. Και όταν ο Γέρω-Συμβίας ο κορακοζώητος, ανάπτη τον μέγαν πολυέλαιον και σείη αυτόν, μ' αρέσει να βλέπω να σείεται μετ' αυτού και η ασημένια σκούνα, η οποία κρέμεται από τον μέγαν του ναού πολυέλαιον, υπό τον θόλον, τάξιμον ευλαβές του πλοιάρχου μου. Απαράλλακτη η σκούνα μου, η καταπρασίνη, που μια φορά κ' έναν καιρόν ήταν αραγμένη εις τον βοσπορίζοντα λιμένα της νήσου. Με τα κατάρτια, με τα πανιά, με τα σχοινιά, με τάρμενα. Απαράλλακτη. Αλλά δεν είνε πρασίνη πλέον, ουδέ μεγάλη. Είνε μικρά και ασημένια όλη, τάξιμον ευλαβές του πλοιάρχου μου, που εγλύτωσε μια φορά από τράκο μέσα 'ς τη θάλασσα του Μαρμαρά, θαρρείς και είνε η ψυχή της καταπρασίνης σκούνας, μικρά, ασημένια σκουνίτσα. Και όταν σείεται ο πολυέλαιος και σείεται κι' αυτή μαζί της πέρα- δω, θαρρώ πως είμαι μέσα κ' εγώ, και ταξειδεύει, ο νους μου ακόμη με τα πανιά….

ΝΕΡΑΙΔΕΣ (1891)

Θερινήν τινα εσπέραν του έτους 1854 ασυνήθης κίνησις παρετηρείτο εν τω ορμίσκω της μικράς πολίχνης της νήσου. Εκεί ην και η λιθίνη αποβάθρα, όπου ηδύνατό τις ευκόλως ν' αποβιβασθή, αποφεύγων την προς τα δεξιά ημικυκλικήν κλίσιν της χαλικώδους ακτής, ένθα εκινδύνευε να βραχή, εμβαπτιζόμενος εν τω ύδατι μέχρις αστραγάλων, χωρίς να υπολογίση το πλατσάνισμα, ούτινος θα εγίνετο πρόξενος πηδών εντός της αβαθούς θαλάσσης. Εκτός αν εξήρχετό τις πρώτον πατών εις το ύδωρ και σύρων είτα την λέμβον, αν ήτο ελαφρά, μέχρι των ποικιλοχρώμων οστράκων της παραλίας, άτινα εσώρευεν εκεί και ξηρά και θάλασσα, η μεν λεία, καθαρά και εστιλβωμένα εν τη προστριβή του κύματος, η δε ρυπαρά και ακάθαρτα, όσα θραύσματα έρριπτον οι κάτοικοι εις τον άνω της ακτής βράχον, γενικήν αποθήκην των σαρωμάτων. Εν τούτοις την εσπέραν εκείνην αι προσερχόμεναι από του πελάγους λέμβοι, συστέλλουσαι πρώτον το μικρόν πανίον, είτα διά των κωπίων σιγά-σιγά ως πάπιαι επλησίαζον κατά προτίμησιν ουχί εις την αποβάθραν, αλλά εις την αβαθή εκείνην παραλίαν. Έρριπτον το μικρόν αγκύριον, κατεβίβαζον οι ναύται τον ιστόν, διπλούντες αυτόν εν τω πανίω, και ησύχως μετά ταύτα εξεσφενδόνιζον επάνω εις τα υαλιστερά λαλαρίδια το φορτίον των, σάκκους τινάς πλήρεις, αλλά τοσούτον ελαφρούς ως να περιείχον άχυρον. Τούτο, και ιδίως ότι αι λέμβοι απέφευγον την αποβάθραν, έθεσεν εις πειρασμόν τον τελωνοφύλακα της νήσου, όστις ήρχισε ν' αναβοκαταιβαίνη εις τον επάνω της ακτής βράχον, χρησιμεύοντα και ως πλατείαν της μικράς πολίχνης. Οι σάκκοι έπιπτον τόσον αψοφητεί, ώστε, συνεπέρανεν ο τελωνοφύλαξ, το φορτίον θα ήτο αβαρές τι πράγμα.

 — Να είνε άχυρα! διελογίζετα. Πλην δεν εθέρισαν ακόμη. Και μετ'
ολίγον προσέθηκε:

 — Να είνε μπαμπάκια! Αλλά δεν ήτο καιρός· της μπαμπακιές της
εσκάλιζον ακόμη.

Εκοντοστάθη ολίγον ο τελωνοφύλαξ εις την άκραν του βράχου, ως εάν προσεπάθει να ίδη από εκεί το περιεχόμενον των σάκκων, ή να διακρίνη εκ του υποκώφου κρότου, ον απετέλουν εκσφενδονιζόμενα επί των οστράκων τα πλήρη εκείνα σακκία. Και είτα ώρμησε να κατέλθη εις την παραλίαν, συμπεραίνων εν θριάμβω:

— Χωρίς άλλο θα είνε καπνά!

Ήτο περί το τέλος του ο μάϊος. Και την νύκτα εκείνην έλαμπε μελιχρώς η σελήνη, διαχέουσα γλυκύτατον ωχρόλευκον φως επί της πολίχνης και του ορμίσκου, όστις έστιλβεν ως απέραντος καθρέπτης με χρυσά κροσσωτά πλαίσια, χρυσήν παίζουσαν ανταύγειαν του φωτάς της σελήνης. Ηδύνασο να διακρίνης εξ αποστάσεως ως αν ήτο ημέρα. Ιδίως δε μίαν γλυκείαν αργυρόχρυσον λάμψιν προσέλαβον οι προς αριστεράν του ορμίσκου λευκοί βράχοι και οι οικίσκοι της κώμης, επί των φαεινών τοίχων των οποίων εγράφοντο μαύραι γραφαί στεγών, εξωστών, γείσων, καπνοδόχων, κληματαριών και δένδρων, σκιάσματα πραγμάτων απεικονιζομένων επί του τοίχου ως τις πάντεχνος εικονογραφία. Ακόμη και γαλής τίνος η σκιά, ήτις εκαμάρωνεν ως νύμφη επί τινος στέγης, ρεμβάζουσα υπό το φως της σελήνης, εζωγραφίσθη καί αυτή, ακίνητος και μεγάλη, με τας κομψάς κλίσεις των γραμμών του ευτραφούς σώματός της. Νησίς τις πετρώδης και στρογγύλη, εν μέσω του ορμίσκου, έλαμπεν ως μέγα αυγόν, το οποίον αργότερον ως κλώσσα ήθελε καλύψη με τας πτέρυγάς της η μαύρη νυξ.

Ήδη και άλλη λέμβος ενεφανίσθη εις την είσοδον του ορμίσκου. Κατ' αρχάς ηκούοντο απ' αυτής γυναικείων φωνών άσματα, τα οποία γλυκύτατα έπληττον τον ήρεμον πόντον, αντίθεσις φαιδρά προς τον πένθυμον κρωγμόν του νυκτοπουλιού, όπερ εστέναζεν από της σεληνοφώτου καμάρας του κωδωνοστασίου. Προσεγγιζούσης ολίγον κατ' ολίγον της λέμβου, έπαυσε το άσμα και ήκουες τώρα μόνον τον πλαδαρόν κρότον της κώπης, ήτις μαλακά-μαλακά εσκάλιζε την λείαν της θαλάσσης επιφάνειαν ως να εσκάλιζε φωτός τολύπην μαρμαίρουσαν κ' έβλεπες κατά την από της θαλάσσης ανύψωσίν της ν' αποστάζωσι φαειναί ρανίδες ύδατος ως ιλαράς φλογός σκορπίσματα με αδαμαντίνην λάμψιν.

Το ιστίον της λέμβου ταύτης εκυμάτιζεν ελαφρώς εκ του δροσερού απογαίου σχηματίζον πτυχάς πλην μετά τινος νάρκης ως από κοπώσεως μακρού πλου, και μάλλον εκρέματο από του ιστού ως ιμάτιον βαρύ από καρφίου· πλην η λέμβος είχε δρόμον κ' εθραύετο ένθεν και ένθεν το αργυρόχρουν κύμα εις τας λείας παρειάς αυτής, κ' εσχηματίζετο όπισθεν αργυρόχρυσος άλλη αύλαξ, ην εθεώρει με τον ένα οφθαλμόν πλαγίως ακουμβισμένος ο γέρων πηδαλιούχος, προσπαθών ίσως να διίδη εις τα μυστικά βάθη του πόντου του κόσμου το όνειρον. Ήτο και ηλικιωμένη τις γυνή εν τη πρώρα, γυρμένη εκεί εις την χαμηλήν κωπαστήν υπό της νυκτός την αποναρκούσαν δρόσον, τρεις δε νεάνιδες με λυτά τα ξανθά μαλλιά των, πραέως ακτινοβολούντα, με βοστρύχους ως χρυσάς δέσμας, εκωπηλάτουν ως άνδρες κανονικώς και ισχυρώς, σπεύδουσαι να φθάσωσιν εις την παραλίαν.

Ο τελωνοφύλαξ βέβαιος πλέον ότι θα συλλάβη τα λαθραία, εισέδυ υπό τινα σκιερόν του βράχου θάμνον και παρεφύλαττε την τελευταίαν ταύτην λέμβον, ήτις ήτο και μεγαλειτέρα.

— Αν δεν ήσαν λαθραία, είπε μετά πεποιθήσεως, θα πήγαινε 'σ τη σκάλα.

Διότι πραγματικώς η λέμβος προσήγγισεν εις το απώτερον του ορμίσκου μέρος, όπερ περιφρασσόμενον υπό τίνων σχοίνων, ήτο σκοτεινόν και απρόσιτον.

Ηκούσθη ο κρότος του αγκυρίου και συνάμα νεαρά φωνή γυναικεία από της ακτής:

— Ελάτε δα, χρονιάσατε!

Από της λέμβου εξήλθε χαιρετισμός φαιδρός συγχρόνως παρ' όλων.

— Ξέρς πως φοβήθ'κα! επανέλαβεν η έξω φωνή της αναμενούσης νεανίδος.

— Η αγάπη γεννά τον φόβον· απεκρίθη ο γέρων πηδαλιούχος.

— Απαντήσατε τίποτε; ηρώτησεν η αναμένουσα.

— Δόξα σοι ο Θεός! ησυχία. Περάσαμε πολύ ώμορφα.

Η ηλικιωμένη γυνή, άμα αισθανθείσα το επί της άμμου ξερόν σύρσιμον της λέμβου, ηγέρθη από της κωπαστής και ήρχισε να ρίπτη έξω σάκκους ένα-ένα, οίτινες έκαμνον έν πήδημα πρώτον ελαφρόν επί των οστράκων και είτα έμενον εκεί.

Παραπέρα, όπου είχον αποβιβάσει τα φορτία των αι άλλαι λέμβοι, θόρυβος ηκούετο. Γυναίκες, κατελθούσαι από της ελικοειδούς ατραπού του βράχου, και νεάνιδες και παιδία με φλυαρίαν ατελείωτον προσεπάθουν να μετακομίσωσι τους σάκκους.

Ο τελωνοφύλαξ, ως ιέραξ κεκρυμμένος εις το ύψος του καθήκοντός του, ητοιμάζετο με τους γαμψούς όνυχάς του να επιπέση κατά της αθώας λείας, ότε την ορμήν του ψυχραίνει γραία τις, φωνάζουσα μετά δακρύων σχεδόν.

— Αρί-σείς, κορίτσια, δος τε μου κ' εμένα δυο φ'λλάκια πλειο. Αρί-σείς θα ψουφίσ' 'κεινουδά του καματερό.

Νεάνις τις, φορτωθείσα τον σάκκον μετά της νεαζούσης εκείνης προθυμίας και ορμής, την ετσαλαπάτησε την γραίαν ολολύζουσαν. Αλλ' αυτη ηγέρθη πάλιν και απετείνετο προ άλλην τώρα νεανίδα.

— Αρί-σείς, κορίτσια, δυο φ'λλάκια πλειο.

Ο τελωνοφύλαξ έγρυξεν απολύσας από του στόματός του βραχνήν βλασφημίαν, εννοήσας πλέον περί τινος επρόκειτο και τι ην το ελαφρόν εκείνο φορτίον.

— Τουλάχιστον να μη ξεχνάμε την τέχνην είπε, και ανέβη εις τον βράχον, όπου είχον συναχθή περίεργοι τινες νησιώται, αμερίμνως καπνίζων το σιγάρον του ως να μη είδε τίποτε.

Αι γυναίκες λαμβάνουσαι τους σάκκους, ελαφρούς ως αχυροδέματα έφευγον προς τας οικίας, γλήγορα-γλήγορα ανερχόμεναι τον βράχον, ίνα αποφεύγωσι των περιέργων τα βλέμματα. Διά τούτο αι λέμβοι απέφευγον και την αποβάθραν.

Αι τρεις ξανθόμαλλοι νεάνιδες, εξελθούσαι επί της ακτής εγένοντο ήδη τέσσαρες μετά της έξω αναμενούσης, και αυτής ξανθομάλλου. Εξήλθε και η ηλικιωμένη γυνή, παρέλαβεν εις τας αγκάλας της και απεβίβασε και τον γέροντα πηδαλιούχον ως σάκκον πλήρη και αυτόν, όστις αμέσως με δύο χονδράς ράβδους επιστηριζόμενος ανήρχετο σιγά- σιγά τον ανήφορον, εν ώ αι τέσσαρες νεάνιδες και η άλλη γυνή, φορτωθείσαι ανά δύο ογκώδεις σάκκους, έσπευδον προς την οικίαν των, αφού προσέθεσαν εν ασφαλεία την λέμβον.

— Καλά που ήλθατε, είπε την τελευταίαν στιγμήν η έξω πρότερον αναμένουσα. Μου είπανε πως 'ς την Κεχρεά μας τα μαζώξανε τα φύλλα.

— Αύριο πρωί-πρωί θα πάμε όλοι· απήντησεν η ηλικιωμένη γυνή.

— Σου φέραμε κάτι φύλλα, Φανιώ, είπεν η μεγαλειτέρα των νεανίδων, που το καματερό μας θα βρη τη χαρά του. Να ιδής μεγάλα και τρυφερά. Γυρίσαμε όλη τη Γλώσσα.

Και ετράπησαν όλαι αι γυναίκες προς τον ανήφορον, όπου ο γέρων πηδαλιούχος ανήρχετο ακόμη σιγά-σιγά χωλαίνων με τους δύο πρισμένους πόδας του και τα δύο χονδρά ραβδία του.

— Αρί-σείς, ηκούσθη όπισθεν πάλιν η φωνή της αιτούσης γραίας. Αρί-σείς, δος τε μου δυο φ'λλάκια πλειο· τι ήτανε! Μάλαμμα τα κάματε;

Επειδή δε και αύται δεν έδωκαν προσοχήν εις τους λόγους της, κουρασμέναι από το ταξείδιον, η γραία, έρημος απομείνασα πλέον εις την έρημον παραλίαν, είπε μετά τινος οργής:

— Καλά σας είπανε Αναράϊδες!

Αι τέσσαρες νεάνιδες, ακούσασαι το όνομα τούτο εταράχθησαν, πλην η άλλη γυνή η συνοδός αυτών, ήτις ωμοίαζεν ως μήτηρ, χωρίς παντάπασι να πειραχθή, αναγνωρίσασα την φίλην της γραίαν γειτόνισσαν, ολίγον κακόγλωσσον, είπε:

— Δεν έρχεσαι, καϋμένη, 'ς το σπίτι; μόνον ήλθες 'ς το γιαλό; Ημείς ξεπλατισθήκαμε 'ς το κουπί.

Ο Καπετάν-Θοδωρής, γέρων 65 ετών, υπήρξεν είς των ικανωτέρων εμποροπλοιάρχων της νήσου. Διά του ιδρώτος του προσώπου του ευτυχήσας ν' αποκτήση μέγα βρίκιον, εταξείδευεν από της Ισπανίας μέχρι της Αζοφικής, έχων πλούτον και υπόληψιν, δύο πράγματα, τα οποία σπανίως συναντώνται επί ενός και του αυτού ατόμου. Πλην κατά τινα αποκλεισμόν των παραλίων της δυτικής Μεσογείου υπό του στόλου της Αγγλίας, ο καπετάν-Θοδωρής μη λαβών γνώσιν της προκηρύξεως αυτού, ότε απέπλεεν εκ Βαρκελώνης, ευρέθη αίφνης με το βρίκιόν του φορτωμένον εντός της αλύσεως των Αγγλικών πολεμικών.

— Στοπ!

Πάραυτα το εσταμάτησαν το ωραίον βρίκιον οι άγριοι της θαλάσσης κατακτηταί, τα κατέσχον μετά του φορτίου, δυνάμει του πολεμικού αποκλεισμού και τον ατυχή καπετάν-Θοδωρή συνέλαβον κ' έρριψαν εις την ειρκτήν της ναυαρχίδος, απολύσαντες τους ναύτας, αφού πρώτον καλώς τους εμαστίγωσαν.

Δύο έτη έκλαιον εν τη νήσω του καπετάν Θοδωρή, η σύζυγος αυτού Γερακούλα και τέσσαρες θυγατέρες του, ωραίαι και ξανθόμαλλοι, δροσεραί ως αφρός της θαλάσσης κ' εύμορφοι ως μυρσίνης κλωνάρια. Έμαθον το δυστύχημα πλην έκλαιον όχι το βρίκιον, αλλά τον καπετάν- Θοδωρή, όστις ήτο σιδηροδέσμιος εις τας ειρκτάς του αγγλικού πλοίου, βυθισμένος μέχρι της οσφύος εν τη θαλάσση επί ικανάς ώρας κατά τας πρώτας ημέρας, καθώς έλεγαν.

Και η εύμορφος Γερακούλα έτρεχε με τας τέσσαρας θυγατέρας της, μικράς τότε, και ήναπτε τας κανδήλας των εξοχικών ναΐσκων και παρεκάλει κ' εδέετο. Τέλος μετά έν έτος πεισθέντες οι άγγλοι περί της αθωότητος του καπετάν-Θοδωρή — πόσον αργά πείθονται οι ισχυροί! — πεισθέντες ότι ο καπετάν-Θοδωρής ουχί εκ περιφρονήσεως χάριν κέρδους επισφαλούς αλλ' εξ αγνοίας ευρέθη εντός της γραμμής του αγρίου εκείνου στόλου, απέλυσαν αυτόν, δόντες μίαν ενδυμασίαν και μίαν λίραν — ελεημοσύνην ισχυρού προς ασθενή — ως πικράν ανάμνησιν της εν τη αγγλική ναυαρχίδι καθείρξεώς του.

Πλην άλλη και πικροτέρα έμελλε να ήνε η από των άγγλων ανάμνησις του αγαθού εμποροπλοιάρχου. Ο καπετάν-Θοδωρής έχασε την υγείαν του. Εκ των συχνών αναγκαστικών λουτρών εν τη ειρκτή και των άλλων μαρτυρίων εν τοιαύταις ώραις έπαθεν εκ χρονίων ρευματισμών κ' εξήλθεν εις την πατρίδα του ως γέρων κυφός και πιασμένος, ο ανδρείος εκείνος καπετάν-Θοδωρής, όστις επατούσε κ' εσείετο η γη, όταν τον είδεν η ωραία Γερακούλα και τον ηγάπησε.

Μόλις δύο έτη μετά ταύτα ήρχισε να βαδίζη κάπως ελευθερώτερον, πλην δεν ήτο πλέον δι' εργασίαν. Έφαγε και τα ολίγα αποταμιεύματά του και ήδη απέζη, αυτός και η οικογένειά τους εκ των μικρών προσόδων των κτημάτων του.

Τα έτη παρήρχοντο. Αι εύμορφοι θυγατέρες του εμεγάλωνον και εγίνοντο ευμορφότεραι. Ο δε καπετάν-Θοδωρής το μόνον όπερ ηδύνατο να κάμνη ήτο να κατέλθη συρόμενος με τα δύο ραβδία του μέχρι της αγοράς εις το παρά την αποβάθραν καφενείον κ' εκεί να πίνη ένα καφέ, — τον προσφιλή του ναργιλέν απηγόρευσαν οι ιατροί — και να διηγείται τα παθήματά τους. Περί των λοιπών εφρόντιζεν η σύζυγός του η καλή Γερακούλα. Αύτη με όλην την πτωχίαν διετήρησε τον φαιδρότατον χαρακτήρα της δροσερόν και χαρμόσυνον, τρέχουσα εις τα κτήματά της με τας θυγατέρας της, χωρίς η παραμικρά κατήφεια να επισκιάση την λάμψιν των μαύρων της οφθαλμών.

— Καλομοίρα που είσαι! έλεγεν ενίοτε ο καπετάν-Θοδωρής, γυρμένος τον χειμώνα παρά την θερμήν εστίαν, ενώ παραπέρα εκάθηντο κατά σειράν τέσσαρες κόραι ξανθόμαλλοι, αι τέσσαρες της Γερακούλας θυγατέρες, με την κάλτσαν περί τον λαιμόν πλέκουσαι.

— Έχει ο Θεός! απήντα η φαιδρά Γερακούλα.

Και όταν πάλιν η γραία πονηρά γειτόνισσά της, απόξω-απόξω, διά να μάθη, ωμίλει περί υπανδρείας προς την Γερακούλαν και ότι τάχα πώς θα ημπορέση σ' αυτόν τον δύσκολο καιρό να υπανδρεύση τέσσαρας θυγατέρας, — είχε και αυτή μίαν μόνην θυγατέρα κ' έκλαιε και ωδύρετο — η Γερακούλα απήντα πάλιν περιχαρής:

— Έχει ο Θεός!

Και έλαμπον τα μαύρα τα μάτια της από την χαράν και από την ελπίδα, και περιήρχετο τα εξωκκλήσια κατά τας εορτάς ξένοιαστος κ' ελευθέρα παθών και βασάνων, ανάπτουσα τας κανδήλας και δεομένη του Δεσπότου Χριστού, όστις φροντίζων εν τη απείρω αυτού αγαθότητι περί των πετεινών του ουρανού, τα οποία ούτε σπείρουσιν ούτε θερίζουσι, πολύ περισσότερον φροντίζει περί των ευσεβών και αγαθών θυγατέρων.

Εν τούτοις ο καιρός έφευγεν, ως φεύγει το κύμα, και αι θυγατέρες της Γερακούλας εμεγάλωναν.

Ούτω, θυγατέρας της Γερακούλας, τας απεκάλει και ο γέρων πατήρ. Ο καπετάν-Θοδωρής δεν ελογάριαζε πλέον τον εαυτόν του μεταξύ των ζώντων.

— Δεν με πετάτε, καϋμένες, 'ς το γιαλό!

Έλεγεν ενίοτε βαρυθυμών.

— Χριστός και Παναγία, καπετάν-Θοδωρή μου! εφώνει η σύζυγος.

— Χριστός και Παναγία, πατέρα! έλεγον και αι θυγατέρες του.

Πλην όσον ηύξανεν η ηλικία των, τόσον ηύξανον και αι ελπίδες της μητρός, αίτινες ως κολοκύνθαι ανεβλάστανον, αι οποίαι όσον κόπτονται αι κορυφαί των, τόσον φύουσι νέα άνθη και νέους καρπούς.

Κατά δε τας μακράς του χειμώνος νύκτας, ότε η Γερακούλα ενυκτέρευε μετά των τεσσάρων θυγατέρων της, ενώ ο καπετάν-Θοδωρής πιών τον τελευταίον καφέ του εκοιμάτο εγγύς της εστίας, έλεγε μετά θαυμαστής φαιδρότητος πάντοτε, δώρου ζηλευτού της θείας δυνάμεως, ήτις ενισχύει τους δούλους της εν ταις περιπετείαις και θλίψεσι του βίου, ως ενίσχυε τους μάρτυρας προ των βασάνων.

Έλεγε λοιπόν η Γερακούλα προς την μεγάλην:

— Εσένα, Ελένη, θα σου δώσω κτηματία, να έχης αμπέλια και χωράφια.

Αι θυγατέρες γελώσαι άφινον το πλέξιμον και έκαμνον ήδη μπαμπακούλες, τυλίσσουσαι λοβούς κροκωτούς αραβοσίτου εντός της καιούσης τέφρας της εστίας.

— Εσένα, έλεγεν είτα, αποτεινομένη προς την δευτερότοκον, την Μαριγώ, θα σου δώσω έμπορα.

— Τρακ! εκρότει η μπαμπακούλα, ο λοβός του αραβοσίτου· εκτινασσόμενος σχασμένος βαμβακόλευκος εκ της τέφρας και κροτών ως αι στράκαι την Μεγάλην Εβδομάδα.

— Θάχης πανικά, νήματα, καλούδια, εξηκολούθει η Γερακούλα.

Και προς την τρίτην έλεγε:

— Εσένα θα σου δώσω, Μυρσινιώ μου, γραμματικό.

— Τρακ! εκρότει πάλιν από της τέφρας εκτινασσομένη αφράτη και άσπρη η μπαμπακούλα.

— Θάχης χαρτιά και καλαμάρια και πέννες.

Τα κορίτσια εγελούσαν. Ήσαν και αυτά φαιδρά και καλοκάγαθα, σεμνά της καλής μητρός αποτυπώματα.

— Εσένα… εξηκολούθει η Γερακούλα…

 — Πόσες θυγατέρες έχεις, θα πω; διέκοπτεν η μικροτέρα, φαιδροτέρα
και ξανθοτέρα.

 — Εσένα, Φανιώ μου, έλεγε προς την τελευταίαν, εσένα θα σου δώσω
γιατρό!

— Ω! έκαμναν θόρυβον αι άλλαι, ζηλεύουσαι τάχα.

— Εγώ θέλω καπετάνιο, παρεπονείτο η Φανιώ, παίζουσα και αστεϊζομένη, κ' έκαμνε πως κατέβαζε τάχα τα μούτρα, καταγινομένη εις της μπαμπακούλες.

 — Καπετάνιο! απεκρίνετο η Γερακούλα μετά τινος μυστικού πόνου·
και εσιώπα, αφαιρουμένη εις τα ζωηρά της φλογός παιγνίδια.

 — Aχ! ανεστέναξε τότε ο γέρων, ακούσας ως εν ονείρω την οδυνηράν
λέξιν και αφυπνισθείς.

— Γιατρό, θα σου δώσω, γιατρό με το ψηλό καπέλλο, να σε πηγαίνη περίπατο, επανελάμβανε ζωηρότερον η καλή μήτηρ, διακόπτουσα την οδυνηράν ανάμνησιν.

Και εκάγχαζον αι νεάνιδες και έτρωγον μπαμπακούλες και εκρότουν οι λοβοί του ξανθού αραβοσίτου εν τη τέφρα της εστίας επικροτούντες και αυτοί τας φαιδράς της μητρός αστειότητας.

— Γελάτε Αρί-σείς, παρετήρει η μήτηρ. Μεθαύριο βλέπετε.

— Σ' το πιθάρι τους έχεις, θειά-Γερακούλα, τους γαμπρούς; ηρώτα γελώσα πάλιν και παίζουσα η Φανιώ.

Η προσφιλεστέρα όμως ενασχόλησις της Γερακούλας και των θυγατέρων της ήτο η έξω εις τα κτήματα των εργασία. Έμενεν η μία των θυγατέρων, συνήθως η μικροτέρα, εις την οικίαν παρά τω γέροντι «να σαρώση, να βολέψη το σπίτι, να ζυμώση, να μαγειρεύση» να περιποιηθή τον ασθενή πατέρα, αι δ' άλλαι ηκολούθουν την μητέρα. Ούτω δυνάμεθα να είπωμεν ότι τα κορίτσια αυτά εν τη εξοχή ανετράφησαν. Διά τούτο έφερον εις το πρόσωπόν των την δροσερότητα των δασών και εις την κόμην των το χρυσούν του αστάχυος χρώμα. Ως να μη ήσαν τέκνα της Γερακούλας εφαίνοντο, αλλά βλαστήματα αγνά της αμωμήτου φύσεως, των βουνών, των δασών, των ρευμάτων. Τόσην αγάπην είχον προς την πρασίνην χλόην και τον δροσερόν αέρα της. Και οικιακήν αν είχον εργασίαν, απαιτούσαν την παρουσίαν και των τεσσάρων θυγατέρων, πάντοτε την πρωίαν ήθελον πεταχθή εις τον ελαιώνα ή την άμπελον, κάτι να ίδουν, κάτι να φέρουν, κάτι να αναπνεύσουν. Επιάνετο η αναπνοή των μέσα εις τον στενόν οικίσκον.

Αλλ' όταν δεν είχον εργασίαν εν τη κώμη, τότε όλην την ημέραν διήρχοντο εν τη εξοχή μετά της μητρός των, ως αγαθού φρουρού, την δ' εσπέραν θαμπά-θαμπά επανήρχοντο φαιδραί, δροσεραί, με την πλουσίαν ξανθήν κόμην των αόρατον υπό την λευκήν ελαφράν μανδήλαν, πλήρεις αγροτικής ευωδίας και καλλονής ως άνθη του βουνού, τα οποία δρέπει τις εις την κορυφήν αποτόμου πέτρας. Και τι δεν έφερον τότε εις την οικίαν, εις τον αγαπητόν πατέρα των, όστις βαθύ παράπονον το είχε, διότι δεν ηδύνατο να περιπατήση μέχρι της αμπέλου τουλάχιστον. Και τι δεν έφερον! Λάχανα δροσερά, ευώδη και πολυώνυμα, λάπαθα, καυκαλίθρες, παπαρούνες και λεβοδιές. Αλλά και αμανίτας απαλάς και ευωδιάζοντα βουνόν κούμαρα. Και τότε την εσπέραν κατεσκεύαζον τα εύγευστα εκείνα «καλαπόδια» τυλίσσουσαι ημικυκλικώς εις φύλλον λεπτόν ζύμης ψιλοκομμένα λάχανα μετ' ελαίου και έψηνον αυτά ουχί εις τον φούρνον, αλλ' εν τη εστία επί πλακός τιθεμένης επί του τρίποδος και απλουμένων υπ' αυτήν αραιώς των ανθράκων. Και αν μεν ήτο καιρός εργασίας, αυταί εφρόντιζον περί πάντων, πλην του σκαψίματος και κλαδεύματος. Εκαθάριζον τας ελαίας, συνήθροιζον τον καρπόν, αργολογούσαν και εθειάφιζον την άμπελον, εκρεμούσαν τον ορεινόν εις την συκήν και επεμελούντο της επιμόχθου συγκομιδής των σύκων, ότε περισσότερον ηλιάζονται αι νεάνιδες παρά τα σύκα εν τω μέσω του αδένδρου αγρού, όπου τοποθετούνται αι ηλιάστραι υπό τας φλογεράς του θέρους ακτίνας· τέλος ετρυγούσαν την άμπελον. Πλήρης και ατελείωτος σειρά εργασίας περιφερομένη κυκλικώς μετά της περιόδου του ενιαυτού. Όταν δε πάλιν δεν είχον εργασίαν γεωργικήν, τότε ηρέσκοντο να πλέκωσι, να ράπτωσι και να νήθωσιν υπό την κατάμαυρον σκιάν της συκής, ή να κάμνωσιν ένα περίπατον μέχρι της παραλίας της Κεχρεάς προς άλλην άγνωστον ακτήν, διάφορον της συνήθους της κώμης παραλίας, και καθήμεναι παρά το ευώδες κύμα να ρίπτωσι στρογγυλούς χάλικας εις τον διαυγή πυθμένα και τα πράσινα νερά, ή να τρέχωσιν επί των στιλπνών οστράκων, τρικλίζουσαι μετά χάριτος, ως νύμφαι θαλασσιναί, άρτι αναδύσαι εκ του αλμυρού πόντου, αναζητούσαι επί της ευωδιαζούσης εκ της καθαρότητος παραλίας τα παμποίκιλλα εκείνα κελύφη των οστράκων, άτινα μετά τόσης λεπτότητος κατεργάζεται λεία και στιλπνά ο καλλιτέχνης πόντος, προστρίβων ταύτα έως ου αποκτήσωσι το χρυσίζον εκείνο, ή υπέρυθρον, ή πάλλευκον χρώμα. Ενώ η μήτηρ, καθημένη εγγύς του κύματος, αφηρείτο εις τας απέναντι νέας ακτάς και αγνώστους τόπους, θαυμάζουσα την απλουμένην μυστηριώδη καλλονήν του πελάγους.

— Τι ώμορφα! εψιθύριζεν η μήτηρ ως εν ονείρω, θεωρούσα τας κομψάς γραμμάς των θεσσαλικών ακτών και του Πηλίου τας ερυθρωπάς σχισμάδας· εν ώ ως κοπάδιον λευκών περιστερών υπελεύκαζον επάνω- ψηλά της Ζαγοράς αι οικίαι.

Ούτως είνε ο άνθρωπος. Το άγνωστον καταπλήττει. Όσον ωραίον, όσον τερπνόν, όσον επαγωγόν και αν είνε το παρόν, το απτόν, γοητεύει πάντοτε το άγνωστον, το άοπτον και αόρατον.

Κ' εκεί της εφαίνετο ότι έβλεπεν εις το βάθος πέραν του κυανού πόντου έν μαύρον βρίκιον με τα λευκά του ιστία ταχέως να διέρχηται ως αστραπή προ των οφθαλμών της, ως να το εκίνει ουχί άνεμος, αλλά η αμείλικτος του πεπρωμένου χειρ. Και τότε έκυπτεν η πτωχή εις το κύμα, ελάμβανεν αλμυρόν ύδωρ διά των χειρών της και απέπλυνε τα πικρά δάκρυά της.

Ούτω διά δακρύων εχαιρέτιζε την οιχομένην ευδαιμονίαν της η αρχαία της νήσου καπετάνισσα.

Ήτο η μόνη ανάμνησις, ήτις της έφερνε δάκρυα, νεφύδρια εις τον αίθριον ουρανόν των μαύρων της οφθαλμών.

Αλλ' οποίαν τρυφήν ενετρύφων την μεσημβρίαν, ότε εις το σκοτεινόν ρεύμα της Κεχρεάς — εκεί πλησίον ήτο το κτήμα των — υπό τας πλατάνους και τα βαΐα και τας μύρτους μαζή με τους κοσσύφους, τας τρυγόνας και τας φαιάς αγριοπεριστεράς έτρωγον βρέχουσαι τον άρτον εις το κρύον του ρεύματος νερόν, παραμερίζουσαι τα βρύα και τα καταπράσινα πολυτρίχια, τα οποία φύονται εις τας πηγάς και τας κρήνας ως δροσεροί των υδάτων ανθισμοί. Και όταν το καύμα εδυναμούτο υπό τας πλατάνους, κ' έβλεπον πέραν εις το κενόν να παίζη η ατμοσφαίρα ως λεπτοτάτη και αόρατος σχεδόν αράχνη — σημείον υψίστης θερμότητος — τότε απέβαλλον αι θυγατέρες της Γερακούλας τα μαύρα φουστάνια, εκρεμούσαν την λεπτοΰφαντον λευκήν μανδήλαν από των κλώνων των χλοερών και μακροφύλλων βαΐων, και με τα λευκά κολόβια ενίπτοντο κ' ελούοντο εις το κρύον ρεύμα, δροσίζουσαι τον απαλόν και λευκόν αυτών λαιμόν ως κύκνοι και βρέχουσαι την μακράν ξανθήν των κόμην ως μεταξίνην χρησίζουσαν κυματοειδώς επί των νώτων.

Και είτα ετραγωδούσαν με την γλυκείαν λεπτήν φωνήν των και αι τέσσαρες εν αρμονία θελγούση και πολλάκις εχόρευον. Ω! και έψαλλον καλλιφώνως, ναι, έψαλλον εις το ρεύμα αι ευσεβείς νεάνιδες το ωραίον τροπάριον της Παναγίας, της γειτονίσσης των, ως την απεκάλουν τρυφερώς αι τρυφεραί κόραι. «Εν τη Γεννήσει την Παρθενίαν εφύλαξας… »

Κ' ησθάνετό τις γλυκύν τον αντίλαλον ν' αναβαίνη από του ρεύματος διά των φύλλων της μυρωμένης εκείνης λόχμης ως ένθους και γοητευτική αρμονία νυμφών, κατακηλούσα την ακοήν και καθηδύνουσα την καρδίαν.

Διά τούτο αι φιλοσκώμμονες άλλαι γυναίκες τας απεκάλεσαν, κατά το εγχώριον γλωσσικόν ιδίωμα, Αναράιδες.

— Γιατί να μας λένε Αναράιδες; έλεγεν ενίοτε η μεγαλειτέρα.

— Ναι γιατί, Μα, να μας λένε; Εγώ δεν θέλω, επανελάμβανεν η μικροτέρα και ξανθοτέρα, ένα αιθέριον πλάσμα νύμφης και δρόσου και ορεινής ευωδίας, η ωραία και ξανθή Φανιώ.

— Μακάρι νάσαστε! έλεγεν η μήτηρ, πλύνουσα συγχρόνως εις το διαυγές ύδωρ την σκονισθείσαν εκ της πορείας μανδήλαν της.

— Τι λες και συ, θα πω;

— Μακάρι νάμαστε, να τους πάρουμε τη μιλιά, να μη μιλούνε για μας.

Και ήρχιζε τότε η μήτηρ, βλέπουσα τα σειόμενα βρύα υπό του ρεύματος, να διηγήται προς τας θυγατέρας τον περί Νεράιδων μύθον, καλλωπίζουσα αυτόν κομψώς διά της αφελούς φαντασίας της:

— Αι Αναράιδες ήτανε ώμορφες γυναίκες, μα πολύ ώμορφες. Ψηλές, λιγνές, κάτασπρες, ροδοκόκκινες, με ξανθά μαλλιά, κ' ετραγωδούσαν εις τα ρεύματα σαν αηδόνια κ' εχόρευον ελαφρές σαν αέρας, καλή ώρα σαν εσάς. Εκειδά ήταν γυναίκες και εκειδά εγινόντανε αηδόνια. Εκειδά ήτανε κορίτσια και εκειδά γινόντανε άγγελοι με χρυσά μαλλιά και με χρυσές φτερούγιες.

— Τι λες, Μα; διέκοπτον αι θυγατέρες της.

 — Ναι, επανελάμβανεν η μήτηρ. Τες βλέπανε οι άνθρωποι έξαφνα και
τους έπαιρναν τη μιλιά! Από μερικούς έπαιρναν και τα μυαλά!

 — Τι λες, Μα; διέκοπτον πάλιν γελώσαι αι εύμορφοι θυγατέρες της
Γερακούλας.

Ούτω παρήρχοντο αι ημέραι και νύκτες της αθώας αυτής οικογενείας.

Ευδαίμονες γυναίκες!

Έχε πλούτον, δεν έχεις χαράν, είσαι πένης. Έχε ξηρόν άρτον. Έχεις χαράν; Είσαι πλούσιος.

Ευδαίμονες γυναίκες!

Την άνοιξιν όμως πράγματι εμόχθουν η καλή μήτηρ και αι τέσσαρες θυγατέρες της.

Κατεγίνοντο περί την βομβυκοτροφίαν, ήτις ιδίως κατά τα τελευταία έτη, καθ' ά συμβαίνει η παρούσα διήγησις, είχε λάβει μεγίστην ανάπτυξιν εν τη νήσω. Και ηυδοκίμει σφόδρα, αν ουχί και προς εξαγωγήν μεγάλην των μεταξοπλέκτων κουκκουλίων, αλλά προς παραγωγήν της απαιτουμένης διά τας πλουσιωτάτας προικώας ενδυμασίας των νεανίδων μετάξης, αίτινες μετά τρυφεράς προσπαθείας, αψηφούσαι πάντα κόπον και κίνδυνον, αρέσκονται εις την διατροφήν και ανάπτυξιν των ιδιοτρόπων και λεπτοφυών σκωλήκων από της πρώτης ως μαύρης μυίας μικροσκοπικής εμφανίσεως, μέχρι της ερωτικωτάτης αυτοθυσίας των, ότε αναβάς ο φαιόχρους με τους αιχμηρούς ποδίσκους του σκώληξ επί του δροσερού κλώνου της δρυός ή του ακανθωτού κιτρινανθέμου κλαδίου, βλέπει περιπαθώς δι' υστάτην φοράν την μετά τόσης στοργής περιέπουσαν αυτόν παρθένον και κινών τους ημίσεις του σώματός του δακτυλίους γοργώς κατά διαφόρους διευθύνσεις, πλέκει το μετάξινον δίκτυόν του και κλείεται εντός αυτού ως ο ερημίτης, ο εγκλεισμένος εν τω κελλίω του, ζων νεκρός, λέγων μυστηριωδώς: λάβε την πνοήν μου εις πολύτιμον μέταξαν, ω τρυφερά παρθένος, και κατασκεύασον το αραχνοϋφές ύφασμα, δι' ου θα περιβάλης το απαλόν σώμα σου την ημέραν των γάμων σου.

Η ωραία νήσος αφθόνως εσκιάζετο υπό των συκαμινεών, ων τα φύλλα είνε η μόνη τροφή των μεταξοσκωλήκων. Οι περί την κώμην κήποι, αυταί αι αυλαί των κομψών οικίσκων επρασίνιζον θελκτικώς από τα πλατέα αμυγδαλοειδή φύλλα της μεταξοτρόφου συκομορέας εν αρμονία προς το λευκόν των τοίχων και το ερυθρωπόν των στεγών.

Πλην επί μακράν σειράν ετών πρότερον ηστόχησεν η ζωηρά αύτη ενασχόλησις. Οι σκώληκες ηύξανον, ηύξανον γοργώς και όταν προσήγγιζεν ο καιρός της ανόδου των εις το κλαδίον, ησθένουν και απέθνησκον και αι καλαμωταί, τα καλάμινα απλωτά διαμονητήρια των σκωλήκων, ετινάσσοντο εις τα καταλύματα — οικτρόν θέαμα — υπό τους οδυρμούς τόσων μητέρων και τόσων παρθένων, αίτινες εις μάτην εμόχθησαν υπό το καύμα του μαΐου φυλλολογούσαι εν τοις αγροίς.

Εις μάτην η πτωχή μήτηρ την ημέραν του Ευαγγελισμού εισήρχετο εις τον ναόν, φέρουσα εν τοις κόλποις της εντός μανδηλίου τον μικροσκοπικόν σπόρον του βόμβυκος, όστις λειτουργηθείς ούτως ετίθετο μετά ταύτα εγγύς της πυράς, ηυλογημένος, ίνα ανοίξη επί απαλού πανιού κ' εμφανισθή ο σκωληκίσκος, η μέλλουσα μεταξωτή χαρά της παρθένου. Εις μάτην άλλη μήτηρ έδιδεν ωσαύτως τον σπόρον εις τον υιόν της να τον φέρη την μεγάλην Παρασκευήν εν τω ναώ, όπως αγιασθή πριν ανοίξη. Ουδεμία κόρη εκλάδονεν.

Τότε απελπισθείσαι αι πτωχαί γυναίκες, φαίνεται ότι εγκατέλιπον εις το εξής επί πολλά έτη τους ματαίους μόχθους και έβλεπες ξηρά κούτσουρα τας συκαμινέας, εγκαταλειφθείσας εις την διάκρισιν άλλων σκωλήκων πλέον, μεταξωτών και αυτών, των σκληρών παιδίων του χωρίου, τα οποία αναβαίνοντα εις τα ωραία δένδρα, επλήρουν την κοιλίαν και τον κόλπον των από τα σακχαρωτά συκάμινα κ' έθραυον είτα τα ευλύγιστα κλωνάρια απομαδώντα τα τρυφερά φύλλα των εις διατροφήν των λαιμάργων αιγών και αμνάδων.

Η αποτυχία κοινώς απεδόθη εις ασθένειαν του σπόρου, αδυνατούντος να παραγάγη γενναίον σκώληκα μέχρι του σχηματισμού των στιλπνών ωχρολεύκων κουκκουλίων.

Όμως κατά τα έτη της διηγήσεώς μας η ανάπτυξις της βομβυκοτροφίας παρουσίασε νέαν θαυμασιωτέραν της παλαιάς ευδοκίμησιν. Η Κυβέρνησις εξαπέστειλεν εις τα χωρία χημικώς εξηρευνημένον βομβυκόσπορον της Προύσσης και η παραγωγή υπήρξε θαυμασιωτάτη.

Και είδες πάραυτα ν' αναλάβη ζωήν το χωρίον κατά την άνοιξιν. Επρασίνισαν πάλιν αι αυλαί του από τας ευμόρφους συκομορέας κ' επανεφυτεύθησαν εις τους κήπους τα χλοερά δένδρα.

Ανεκλάλητος χαρά ήτο διακεχυμένη έξω κατά το έαρ. Κόραι δε και γραίαι ημιλλώντο εις το άσμα κατά την επίπονον συλλογήν των φύλλων. Έλεγες ότι γενική εορτή τελείται εις το μικρόν χωρίον.

Η ανάπτυξις του βόμβυκος προέβαινε λαμπρώς το έτος τούτο.

Μόλις εφάνησαν τα πρώτα τρυφερά φυλλάκια εις τας συκαμινέας, ήνοιξε και ο σπόρος επί του θερμού πανίου εγγύς της εστίας. Πρέπει να συμπίπτη πάντοτε η άνοιξις του σπόρου με την άνοιξιν των μορεών.

— Καλορροίζικο, Μα, είπεν η μεγαλειτέρα κόρη της Γερακούλας, η Ελένη.

— Καλά κουκκούλια! ηυχήθη η μήτηρ.

Και η Ελένη παρατηρήσασα ότι εσχηματίσθησαν όλα τα μαύρα σκωληκάρια, ενέθηκεν εκεί τρυφερόν φύλλον, εκόλλησαν όλα επ' αυτού, κινούμενα υπό της λαιμάργου ορμής προς το φαγητόν και ούτως η κόρη έθεσεν αυτά εις μεγαλείτερον ταψίον, όπερ ετοποθέτησεν επί καθέδρας, τους τέσσαρας πόδας της οποίας εστήριξεν εντός στάκτης, ίνα μη δύνανται οι μύρμηκες ν' αναβώσι και πνίξωσι τους μικρούς σκώληκας τους οποίους δεινώς καταδιώκουσι. Τώρα τρέφονται οι σκώληκες διά φύλλων, μετά προσοχής κοπτομένων, ψιλά-ψιλά, διά ψαλλίδος. Και αφού αυξηθώσι και είνε ανάγκη μεγαλειτέρου πάλιν χώρου, κατά τον αυτόν τρόπον τοποθετούσιν αυτούς εις μεγαλείτερα και περισσότερα ταψία, έως ου, αναπτυχθέντα τελείως πλέον τον ωραίον σκώληκα και γενόμενον φαιόχρουν, τοποθετήσωσιν επί ευρείας καλαμωτής, ην αποκρεμώσιν από των δοκών της οροφής διά τεσσάρων σχοινίων, επαλείφουσαι αυτά επάνω διά κατραμίου, ίνα μη κατέλθωσιν οι λαίμαργοι μύρμηκες.

Και πλέον ησυχία απόλυτος εν τω οίκω. Ούτε ταραχή, ούτε φωνή, ούτε άσμα. Είνε δειλοί οι μεταξοσκώληκες. Ο παραμικρός κρότος τους εκφοβίζει και τότε δεν αναβαίνουσιν εις το κλαδίον και δεν κάμνουσι κουκκούλια. Κατά την περίοδον ταύτην νομίζει τις ότι το χωρίον είνε έρημον.

Και τρέχουν διά φύλλα αι νεάνιδες δις της ημέρας. Και προσέχουν να είνε τρυφερά και δροσερά, διότι τα πανιασμένα δεν τα τρώγουσιν οι ευγενείς μεταξοσκώληκες.

Αυτό είνε το καματερό. Και πράγματι κάματος και πόνος συνοδεύει την ανάπτυξίν του.

— Πάλι για φύλλα Μα! έλεγε κάθε πρωΐαν η Ελένη προς την μητέρα της.

Και έσπευδεν η Γερακούλα και αι θυγατέρες της εις την άμπελον και εις την Κεχρεάν, όπου είχον χλοεράς συκαμινέας. Είχον ανοίξει εφέτος περισσότερον. Υπελόγιζον να εξαγάγωσι δέκα οκάδας μέταξαν, ήτοι έπρεπε να καταρτίσωσι κουκκούλια 100 οκάδων. Κατ' έτος εισέπραττον 250 δραχμάς. Εφέτος υπελόγιζον να εισπράξωσι 500. Εγέμισεν η οικία των καλαμωτάς, τέσσαρας-τέσσαρας, κρεμαμένας την μίαν επάνω της άλλης. Τον γέροντα τον εστρίμωξαν κάτω εις μίαν γωνίαν του ισογαίου.

— Καλοκαίρι είνε, πατέρα, είπεν η Ελένη. Και ήκουες ένα βρυχηθμόν λαίμαργον, όταν έρριπτον τα φύλλα εις τας καλαμωτάς, ως όταν πνέη ξηρός άνεμος διά μέσου ξηρών φύλλων. Εις την στιγμήν τα πλατέα φύλλα εγίνοντο άφαντα, εν πατάγω καταβροχθιζόμενα υπό του στακτερού σκώληκος.

— Πώς τρώει, θα πω! έλεγεν η Ελένη, κουρασθείσα να κουβαλή φύλλα.

— Χριστός και Παναγία! διέκοπτεν η Γερακούλα. Φτύσε το μη το βασκάνης!

Και ανεζήτει εν μέσω των αεικίνητων σκωλήκων η μήτηρ, που ήτο τρόμος να βλέπης τους απείρους μαύρους οφθαλμούς με τα στακτερά σωληνοειδή σώματα, ανεζήτει υπό τα φύλλα κρυπτόμενα τα ακαμάτικα, τα οποία δεν κάμνουν κουκκούλια, δεν προκόπτουν, τα ανεύρισκε, διακρίνουσα ταύτα μετ' επιτηδειότητος, και τα έρριπτεν εκ του παραθύρου εις την οδόν, επιλέγουσα σιγά-σιγά:

— Άιντε, ακαμάτες, που είσθε σεις για κουκκούλια!

Άλλοτε πάλιν εφρόντιζε διά πανίων να περιφράξη τας καλαμωτάς, όταν ποτέ εσύριζεν ο βορράς και χειμών όψιμος προηγγέλλετο. Και περιέφρασσε και τας θύρας ακόμη και τα παράθυρα. Τόσον το λεπτοϋφές, το μεταξωτόν καματερό επηρεάζεται εκ του ψύχους.

— Να ιδώ πλειο το καματερό σας, είπε ποτε εισελθούσα η γραία γειτόνισσα αίφνης, ευρούσα την θύραν ημιάνοικτον, εν ώ η Γερακούλα αναιβασμένη επί καθίσματος υψηλού, ανεσκάλευε τους ακαμάτες εν τη επάνω καλαμωτή. Και επειδή η Γερακούλα δεν ήκουσεν, επανέλαβεν η γειτόνισσα πλησιάζουσα:

— Να ιδώ το καματερό σας πλειο!

— Ου! δεν έχω, δεν έχω. Ψόφησε, το πέταξα. Απεκρίθη η Γερακούλα και κατήλθε, σύρουσα την ξένην προς την θύραν βιαίως. Κ' επανελάμβανε·

— Ψόφησε!

Εν ω αντήχει ο φοβερός τριγμός των ροκανιζομένων φύλλων.

Κατά πρόληψιν παλαιάν δεν πρέπει «ξένο μάτι» να ίδη το καματερό.

Και όταν ίδουν ότι οι σκώληκες ηλάττωσαν την τροφήν των και υψούσι προς τ' άνω τας κεφαλάς των μετά του ημίσεως σώματος ως να ζητούσι ν' αναβώσι που, καί τινες αρχίζουσι ν' αναρριχώνται εις της καλαμωτής τα σχοινία, τότε πλησιάζει το «κλάδωμα». Θα μεταβώσιν αι παρθένοι εις το βουνόν, θα φέρωσι «ζαλίκα» επί των νώτων, τους ωραίους φουντωτούς θάμνους, το κλαδί, θα τοποθετήσωσιν αυτούς πέριξ των καλαμωτών κ' εν μέσω σταυροειδώς, και θ' αναβαίνωσιν ένας ένας οι σκώληκες να πλέξωσι τον κυλινδρικόν τάφον των, τα μεταξοφόρα κουκκούλια, τον καρπόν τόσου καμάτου του επιμόχθου καματερού.

Πρωίαν τινά του Μαΐου του έτους εκείνου εν τη ακμή της βομβυκοτροφίας εγένετο ανάστατον το μικρόν χωρίον έκ τινος κοινοποιήσεως υπό του δημάρχου αναγνωσθείσης εν τη εκκλησία.

Η κοινοποίησις αύτη ην έγγραφον του Υπουργείου, αποτεινόμενον προς τους κατοίκους των βορείων της Ελλάδος παραλίων, ων εφιστάτο η προσοχή επί των αναφανέντων ληστρικών στιφών.

Αληθώς κατά τας ημέρας εκείνας του Μαΐου, μετά την αποτυχίαν των Καλαμπακικών, των «Αγγλογάλλων» καταλαβόντων τον Πειραιά και αναγκασθέντος του βασιλέως Όθωνος να διακηρύξη εις τους πρέσβεις Αγγλίας και Γαλλίας, ότι θα τηρήση πλήρη και αυστηράν ουδετερότητα απέναντι της Τουρκίας επί του Κριμαϊκού πολέμου, ήρχισαν να διαλύωνται τα επαναστατικά σώματα, τινές δε, οι αρειμανιώτεροι τάχα; δεινώς πάσχοντες εκ της πενίας, ετράπησαν προς τον ληστρικόν βίον και είχον αναγγελθή ήδη καί τινες ληστρικαί πράξεις αυτών επί των θεσσαλικών μεθορίων προς την Φθιώτιδα.

Δύνασθε να φαντασθήτε τον φόβον, ον παρήγαγεν είδησις τοιαύτη της Κυβερνήσεως εις την φιλήσυχον κωμόπολιν της διηγήσεώς μας, όπου αι γυναίκες πλεονάζουσι, διότι οι άνδρες ταξειδεύουσιν.

Αι νυκτοφυλακαί της μικράς κώμης ετριπλασιάσθησαν. Οι πολίται άπαντες, πλην των γερόντων, κατετάχθησαν εις λόχους κατά συνοικίας και κατά σειράν εφρούρουν από της δύσεως του ηλίου μέχρι της ανατολής. Όπλα υπήρχον αρκετά εν τη δημαρχία. Η νήσος αύτη εχρησίμευσε πολλάκις ως καταφύγιον ή ορμητήριον επαναστατικών σωμάτων επί των ορίων του Βασιλείου κειμένη, και αυτομάτως, ούτως ειπείν, είχε σχηματισθή εκεί μικρά αποθήκη εκ καρυοφυλλίων του εικοσιένα και καραμπινών του τακτικού στρατού, άτινα εγκατέλιπον ή επώλουν τα διαλυόμενα εκάστοτε ανταρτικά σώματα.

Μίαν ώραν μετά την ανάγνωσιν του φοβερού εγγράφου, ο είς και μόνος κλητήρ της δημαρχίας, καλέσας εν τω δημαρχείω και τους δύο αγροφύλακας, είπε με ύφος αρχηγού:

— Τώρα θα γείνη το ρωμαίικο, παιδιά! Χωρίς άλλο!

Και παρουσίασε προς αυτούς σωρείαν εσκωριασμένων όπλων, ράκη τινά εριούχου και πινάκια ελαίου.

— Να τα καθαρίσουμε γλήγορα, παιδιά. Χωρίς άλλο θα γείνη το ρωμαίικο!

Ο πτωχός αστυνομικός κλητήρ, γηραιός πολεμιστής του εικοσιένα, δεν ενόει άλλον πόλεμον παρά τον προς απελευθέρωσιν των δούλων αδελφών, δεν ενόει να καθαρίζη όπλα παρά προς πόλεμον κατά του εχθρού.

— Μ' αυτή τη σκουργιά θα γείνη το ρωμαίικο; Παρετήρησαν οι δύο αγροφύλακες, μάλλον από νωθρότητα ή από φιλοτιμίαν.

— Με ό,τι έχουμε, και ό,τι δεν έχουμε, επανέλαβεν ο κλητήρ. Ούτως εις διάστημα τριών ωρών εκαθαρίσθησαν τρεις δεκάδες όπλων, δι' ων ωπλίζοντο τας εκτάκτους αυτάς νύκτας αι __βάρδιες_ της μικράς νήσου.

Την επαύριον έδειξε σημεία ζωής και ο λιμενάρχης, εμφανισθείς πρώτην φοράν εις την αγοράν και διατάξας να ετοιμάσωσι μίαν πολεμικήν λέμβον, ην είχεν αφήσει εκεί η «Ματθίλδη» πανάρχαιον πολεμικόν πλοίον. Οι κάτοικοι τω προσήνεγκον άλλην καινουργή και στερεάν, πλην ο κ. λιμενάρχης συνειθισμένος εις τα πολεμικά ήθελε «βασιλική βάρκα» να την ίδουν από μακράν οι πειραταί και να τρομάξουν. Εστύπωσεν οπάς τινας, περιήλειψεν αυτάς διά πίσσης, έβαψεν είτα την λέμβον διά φαιού χρώματος στιλπνού και επιβιβάσας εν αυτή δύο γέροντας ναύτας, ων ο έτερος μονόχειρ, διέταξε να περιπλέωσι την νήσον μέχρι του Κάστρου προς βορράν κατέναντι της Χαλκιδικής.

Την πρώτην νύκτα ο κλητήρ ηγρύπνησε μέχρι της πρωίας μετά μεγάλης δυσαρεσκείας. Όταν την πρωίαν ενεφανίσθη ενώπιον του δημάρχου, το πρόσωπόν του ήτο στενόν και μακρόν, ως όταν παρατηρεί τις εντός τεθραυσμένου καθρέπτου. Συνειθισμένος να κτυπά τον κώδωνα της βάρδιας αφ' εσπέρας και να κοιμάται, εταλαιπωρήθη ο αγαθός εντός μιας νυκτός. Και αι χείρες του και οι πόδες του ήσαν πλαδαραί ως πλόκαμοι οκτάποδος.

— Ε, τι νέα Γέρω-Γιάννη; ηρώτησεν αυτόν ο δήμαρχος.

— Ησυχία και ασφάλεια, κύριε δήμαρχε.

— Μπράβο, Γέρω-Γιάννη! Αρματώθηκες βλέπω σαν αστακός.

Ο Γέρω-Γιάννης έρριψεν υπερήφανον βλέμμα εις τες ασημένιες παλάσκες του και το υαλιστερόν όπλον, καρυοφύλλι μ' επαργυρωμένον κοντάκιον.

— Έτσι νάσαι πάντοτε! ηυχήθη αυτώ ο δήμαρχος.

— Κύριε δήμαρχε, έτσι είμαι πάντοτε. Και εις πυρ και εις θάνατον.

Ο δήμαρχος τότε περισκοπών το στιλπνόν καρυοφύλλι είδεν ότι έλειπεν ο πυρίτης λίθος.

 — Αμ' πού είνε η τσακμακόπετρα Γέρω-Γιάννη; Έτσι θα γένη το
ρωμαίικο;

Ο Γέρω-Γιάννης ερυθριάσας ολίγον εξήγαγεν εκ του θυλακίου του τετράγωνον μυτερήν εις τας άκρας τσακμακόπετραν.

— Την είχα εις την τσέπη μου! είπε μετ' αφελούς ετοιμότητος.

Μετά τινας ημέρας ο δήμαρχος διέταξε τους αγροφύλακας να περιοδεύσωσιν εις τα ενδότερα της νήσου, κάμνοντες διαφόρους κατοπτεύσεις εις πολλά μέρη, παραλαβόντες καί τινας ακόμη οπλοφόρους. Ητοιμάζετο δε να γνωστοποιήση εις το υπουργείον ότι ησυχία και ασφάλεια επικρατεί εις την νήσον, ότε ενεφανίσθη προ του λιμένος μεγάλη και πολύκωπος λέμβος, μετά τάχους κατευθυνομένη προς την πολίχνην.

Εταράχθη ολίγον. Πλην ίνα μη αποφανή, λέγει προς τον παριστάμενον πάνοπλον κλητήρα.

— Τα τσακμάκια σου, Γέρω-Γιάννη!

Ο κλητήρ παρατηρήσας πάραυτα το ωραίον καρυοφύλλιόν του είδεν ότι έλειπε πάλιν η τσακμακόπετρα. Πλην ετοίμως εξάγει αυτήν εκ του θυλακίου και την τοποθετεί καταλλήλως, περισφίγγων αυτήν.

 — Πάλι ς' τη τσέπη; παρετήρησεν ο δήμαρχος. Έτσι θα κάμωμε το
ρωμαίικο;

 — Δεν ξεύρω τι συμβαίνει, κύριε δήμαρχε, μου την παίρνουν τα
ποντίκια, και γι' αυτό την προφυλάττω.

Την στιγμήν εκείνην προσήλθε και ο λιμενάρχης τεθορυβημένος.

— Τι κάμνομεν κ. δήμαρχε; οι λησταί. Δεν τους βλέπετε; Εξήλθον όλοι εις τον εξώστην· ο δήμαρχος με το πονηρόν του βλέμμα, ο λιμενάρχης ωχρός ολίγον, και ο κλητήρ προσπαθών να βιδώση καλώς την τσακμακόπετραν. Κάτω οι άνθρωποι ατάραχοι έβλεπον την προσεγγίζουσαν λέμβον. Τινές δ' άλλοι προσήρχοντο δρομαίοι, αντί όπλων, ως ανέμενεν ο λιμενάρχης, κρατούντες εις χείρας πινάκια κίτρινα και πράσινα του Τσανάκ-καλέ.

— Είνε ο γρίπος, εφώνησε θριαμβευτικώς ο Γέρω-Γιάννης, βλέπων μετά προσοχής την πλησιάζουσαν μεγάλην και πολύκωπον λέμβον.

— Μα έχεις μια μύτη, Γέρω-Γιάννη!

— Και μάτια και αυτιά, κ. δήμαρχε. Με συγχωρείτε.

— Αληθώς ήδη ηκούετο και το ζωηρόν των τσεσμελήδων αλιέων κέλευσμα:

Ο γρίπος μας, η τράτα μας! Άλ-λά, παιδιά!

Αλλά και ο δήμαρχος είχε δίκαιον να μη ανησυχήση και ο λιμενάρχης είχε δίκαιον ν' ανησυχήση. Εις τας εκτάκτους περιστάσεις όλοι οι εν τη εξουσία έχουσι δίκαιον.

Εν τούτοις η περίστασις αύτη ήτο ατυχής διά την μικράν νήσον, ανοικτήν πανταχόθεν εις την επιδρομήν των ληστών. Ωχρόν δέος εζωγραφίζετο κατά τας ημέρας εκείνας εις τα πρόσωπα πάντων. Αι εργασίαι αι γεωργικαί διεκόπησαν και πάντες έμενον εν τη αγορά διερωτώντες αλλήλους περί των συμβαινόντων. Συνεχώς δε τρις και τετράκις της ημέρας κατήρχοντο από του υψηλοτέρου βουνου οι αγροφύλακες, οπόθεν κατεσκόπευον το πέλαγος κ' εκόμιζον ειδήσεις εις τον δήμαρχον.

Ουδέν όμως υπέστη τοσαύτην καταστροφήν όσον η βομβυκοτροφία. Τα καματερά, τα οποία, ως είδομεν, έκτακτον εσοδείαν προεμήνυον εφέτος, ηπειλούντο διά τελείας καταστροφής, στερούμενα τροφής. Θρήνος και οδυρμός μεταξύ των γυναικών. Πώς να εξέλθωσιν εις τους αγρούς προς συλλογήν φύλλων μετά την ύποπτον είδησιν περί ληστών; Ο δήμαρχος εφρόντισε και κατήρτισε σώματα οπλοφόρων, τα οποία προεφύλαττον πάσας τας παρόδους και τας κορυφάς, όπως ευκολύνηται η συλλογή των φύλλων. Πλην τι τρόμος ήτο εκείνος εν τοις αγροίς! Η ευωδιάζουσα από μυρίων αρωμάτων εξοχή, η πάγκαλος εκείνη φύσις της χλοεράς νήσου, είχε μεταβληθή εις σιωπηλήν και στυγνήν κοιλάδα πένθους. Εις τους τρομασμένους οφθαλμούς των εξερχομένων γυναικών τα δροσερά και μυριόχρωμα άνθη εφαίνοντο μαραμένα και άχροα. Και αυτά τα καταπράσινα των συκαμινεών φύλλα μαύρα εφαίνοντο. Τα αναρίθμητα κελαδήματα των πτηνών ούτε ηκούοντο καν υπό των καταπεπληγμένων γυναικών και πάσα κίνησις φύλλων υπό του δροσερού ανέμου αναπαρίστανεν εις την έκπληκτον φαντασίαν των δειλών εκείνων όντων την αυχμηράν όψιν ληστού ή λιάπη!

Πόσον ο τρόμος μεταβάλλει την όψιν των πραγμάτων!

Αι περισσότεραι ούτε εξήλθον καν τας τρεις πρώτας ημέρας. Όσαι είχον άνδρας, έστειλαν βεβαίως τους άνδρας των, αλλ' όσαι δεν είχον, ή ηγόρασαν φύλλα παρά τινων αγαθών γειτονισσών ή εγκατέλιπον τα καματερά εις την τύχην των.

Και ήκουες:

— Πάει το καματερό!

— Αρί-καϋμένη, πάει πλειο. Κρίμα και κρίμα!

Και ηκούσθη και γραία τις θρηνούσα αληθώς υψηλά εις τον βράχον ως επί απωλεία ανθρώπου επανειλημμένως οδυρομένη «Καματερό μου, καματεράκι μου!»

Τωόντι τινές τα επέταξαν εις τον βράχον, όπου αι όρνιθες εύρον την χαράν των, καταβροχθίζουσαι λαιμάργως τους τεφρόχρους εκείνους σκώληκας μεγάλους και μαλακούς ως βούκας ζύμης.

Η Γερακούλα ευτυχώς κατώρθωσε να εξοικονομή φύλλα κατά τας δεινάς εκείνας ημέρας. Αναβιβάσασα επί οναρίου τον καπετάν-Θοδωρή, πληρώσαντα καλώς έν ωραίον τρομπόνιον, το μόνον λείψανον του απολεσθέντος βρικίου του, εξήρχετο μετά της μεγαλειτέρας των θυγατέρων της και συνέλεγε φύλλα εις τα πλησιέστερα κτήματα, δίδουσα αυτά εις το καματερό της μετά φειδούς. Εις το μέγα κτήμα όμως, εις την Κεχρεάν, δεν ετόλμησε να μεταβή.

Αλλά μετά παρέλευσιν ημερών τινων, επειδή ουδέν εγένετο εξ όσων εφοβούντο οι άνθρωποι, ουδέ ληστρική συμμορία επεφάνη, επανήλθε και πάλιν η ησυχία και το θάρρος εις την πολίχνην.

Αι νυκτοφυλακαί έπαυσαν, οι άνθρωποι ήρχισαν να εξέρχωνται εις τας εργασίας των και την νύκτα μέχρι του μεσονυκτίου μόνος ο Γέρω- Γιάννης, ο δημαρχικός κλητήρ, περιήρχετο την έρημον κώμην, φέρων το ωραίον καρυοφύλλι εις τον ώμον του και την τσακμακόπετραν εις το θυλάκιόν του. Και αν τον έβλεπες υπό την φαεινήν ακτινοβολίαν της σελήνης, εθεώρεις ότι περισσότερον ζωντανόν ήτο το αργυρούν καρυοφύλλι, ου αι γλυφαί έπαιζον ως φολίδες έρποντος όφεως υπό τας μαρμαρυγάς του αργυρού φωτός, παρά ο φέρων αυτό Γέρω-Γιάννης, όστις σιγά-σιγά με κλειστά τα μάτια εβάδιζεν ως άνθρωπος έχων αντί ψυχής καρυοφύλλι.

Τέλος το υπουργείον απέστειλε νέον έγγραφον προς τον δήμαρχον της μικράς νήσου, αναγγέλλον ότι αι συμμορίαι εκείναι των ληστών διελύθησαν και καλούν τους νησιώτας να επαναλάβωσιν αφόβως τα έργα των.

Διά τούτο είδομεν εν αρχή της διηγήσεώς μας τόσαι λέμβοι μετά γυναικών ιδίως ν' αποβιβάζωσι σάκκους φύλλων συκομορέας εις την παραλίαν υπό το φως της σελήνης.

Επειδή δε και μετά την καταστροφήν πολλών καματερών, πάλιν αι συκομορέαι της νήσου δεν επήρκουν εις την διατροφήν των απομεινάντων, — τόσων λαμπρώς έβαινεν εφέτος η ανάπτυξις του μεταξοσκώληκος — πολλαί γυναίκες παραλαβούσαι και τους συζύγους των ή άλλους συγγενείς των, μετέβησαν εις την εγγύς κωμόπολιν Γλώσσαν, επί άλλης γειτονικής νήσου, όπου έμαθον ότι υπάρχουν φύλλα άφθονα άνευ καματερών.

Ούτω και η φιλόπονος Γερακούλα, παραλαβούσα τας τρεις θυγατέρας της και τον καπετάν-Θοδωρή με το τρομπόνιον πλήρες, την άλλην θυγατέρα άφησε προς φύλαξιν της οικίας, μετέβη εις Γλώσσαν κ' εκόμισεν, ως είδομεν, τόσους σάκκους δροσερών φύλλων.

Μόλις ανεπαύθη την νύκτα η φιλόπονος αύτη οικογένεια από του κόπου του διημέρου εκείνου ταξειδίου, και ητοιμάζετο λίαν πρωί να μεταβή εις Κεχρεάν, εις το μακρινόν εκείνο κτήμα της, όπου κατά τας δύο ημέρας της απουσίας ουδείς μετέβη και όπου υπήρχον αι χλοερώτεραι συκομορέαι.

— Θεια Γερακούλα, ηκούσθη φωνή την αυγήν έξωθεν εκ γειτονικού παραθύρου, η φωνή της γραίας ξηράς και ωχράς γειτονίσσης.

— Ποιος είνε; απήντησεν η Γερακούλα.

— Να, εγώ είμαι, θα πάτε ς' Κεχρεά;

— Λέμε να πάμε· τι να κάμουμε!

— 'Σαν είνε, ναρθώ κ' εγώ μαζί σας.

— Καλώς ναρθής.

 — Ξέρεις, φοβάμαι μοναχή μ'. Τώρα δεν έρχουνται οι αγρουφύλακες
κ' εγώ φοβάμαι μοναχή μ'!

 — Μη φοβάσαι. Δεν είναι τίποτα. Ημείς πήγαμε 'ς τη Γλώσσα. Δεν
είνε τίποτα.

— Ξέρω κ' εγώ. Ρέματα είνε, αλάργα είνε, φόβος είνε.

— Χριστός και Παναγία! Δεν είνε τίποτα.

— Θαρθή κι' ου καπετάν-Θοδωρής;

— Θαρθή.

— Ναρθή.

Αληθώς μετ' ολίγον ο καπετάν-Θοδωρής εξεκίνησε πρώτος, αναβάς επί του οναρίου, κρατών και το βαρύ τρομπόνιον πλήρες.

Η Γερακούλα και αι τέσσαρες θυγατέρες της, έφερον εκάστη από ένα σάκκον κενόν και εντός καλάθου έλαιον διά τα κανδήλια της Παναγίας. Επί άλλου καλάθου, ον εκρέμασαν επί του οναρίου έθεσαν τον άρτον και το προσφάγιον. Θα επέστρεφον μετά το δειλινόν. Έως τότε υπελόγιζον ότι θα εσύναζον όλα τα υπάρχοντα εις τας εκεί συκομορέας φύλλα. Επί του οναρίου ο καπετάν-Θοδωρής εφόρτωσε και τους ψευδείς πόδας του, τα δύο χονδρά ραβδία, τα οποία μετεχειρίζετο ως αληθινούς του πόδας. Οι άλλοι δύο πόδες του, οι αληθινοί, εκρέμαντο από του οναρίου ξεκλειδωμένοι ως ψευδείς.

Η Γερακούλα ήρχετο τελευταία, συνομιλούσα μετά της γειτονίσσης της.

Καθ' οδόν συνήντησαν άλλας πολλάς συντροφίας, αίτινες προς τον αυτόν σκοπόν μετέβαινον εις τα κτήματα, άλλαι φλυαρούσαι, άλλαι άδουσαι. Και δεν διέκρινες ποίαι ομιλούν, και ποίαι τραγουδούν. Η ομιλία εν φαιδρά συντροφία εις τα βουνά ούτως ερρύθμως απαγγέλλεται, ώστε εκ της ηχούς της αντηχούσης εντός των βαθέων γευμάτων, ουδόλως διαφέρει του άσματος.

Αλλ' όταν ανέβησαν εις το βουνόν κ' έμελλον να κλίνωσι προς το μέγα της Κεχρεάς ρεύμα, έπαυσαν πλέον να συναντώσι νέας συντροφίας. Προς τούτο το μέρος υπήρχον περισσότερα δάση και ολίγα κτήματα. Μόνον το μέγα της Γερακούλας κτήμα εξετείνετο κάτω εις το ρεύμα, και έν άλλο πλησίον, της γειτονίσσης της, καί τινα ακόμη προς την θάλασσαν κατά τας δυτικάς ακτάς της νήσου.

Ενόησαν ότι εισήλθον πλέον εις ερημίαν, ης η νεκρά νάρκη εζωογονείτο κατά τι εκ των φαιδρών συνομιλιών των τεσσάρων αδελφών, προς ας ο γέρων πατήρ, προηγούμενος, διηγείτο διάφορα επεισόδια του ναυτικού του βίου, όστις συνεκρούσθη προς τας τρικυμίας και τα πάθη της ζωής τόσον, όσον αι μαύραι δρύες, εν μέσω των οποίων ήδη εβάδιζον, επάλαισαν προς τους κεραυνούς και τας καταιγίδας. Αλλ' αν δεν κατώρθουν αι ολίγαι αυταί ανθρώπιναι ομιλίαι να διασπάσωσι της ερήμου την νεκρικήν σιωπήν, τα αναρίθμητα όμως πτηνά κατωτέρω, κεκρυμμένα εντός των γηραιών του δάσους δένδρων, τόσην ζωήν, τόσην κίνησιν εμαρτύρουν με τα αρμονικά αυτών κελαδήματα, ώστε αν έκλειες τους οφθαλμούς να μη βλέπης την μαύρην ατελείωτον σειράν των σιωπηλών δένδρων με τους σκληρούς κορμούς και το πυκνόν φύλλωμα, θα ενόμιζες ότι ευρίσκεσαι εν μέσω του Παραδείσου, περικυκλούμενος υπό μυριάδων αγγελικών όντων ως πτηνών κελαδούντων.

Η Γερακούλα και η γειτόνισσα συνομιλούσαι έμενον ολίγον όπισθεν.

Αι τέσσαρες θυγατέρες η μία κατόπιν της άλλης προέβαινον έχουσαι σκεπασμένην την ξανθήν κόμην των, ίν' αποφύγωσι πρωινήν δρόσον.

— Ελπίζεις, χριστιανή μ, λέγει αίφνης η γειτόνισσα σταματήσασα, ελπίζεις να πανδρεύσης τέσσερες θυγατέρες; Εγώ μία την έχω, και απελπίσθηκα πλεια.

Έχουσα θάρρος πάντοτε ενώπιον της αγαθής Γερακούλας η ωχρά γειτόνισσα, επενέβαινεν άκλητος εις τοιαύτας οικογενειακάς συζητήσεις. Και μη ανεχομένη να βλέπη τόσον εύελπιν την καλοκάγαθον γυναίκα, επεθύμει να την ακούση μια φορά να βλασφημήση, διά να χαρή.

— Καϋμό τώχω! έλεγε πολλάκις.

— Ελπίζω λες; απήντησε τότε η Γερακούλα, πλήρης χριστιανικής λάμψεως. Και τι θαρρείς; Είνε 'ς το χέρι μας; Αυτά είνε του Θεού. Όποιος πιστεύει εις τον Θεόν, αυτός ελπίζει. Ποτέ μου, γειτόνισσα, δεν απελπίσθηκα. Τα κορίτσια μου είνε του Θεού. Ο Θεός γνωρίζει πώς θα τα οικονομήση. Σώπα, γιατί τώχω σε κακό μου να μου κόπτουν την ελπίδα. Όποιος κόπτει την ελπίδα από τον άλλον, του κόπτει την ζωήν. Τα κορίτσια μου είνε του Θεού.

— Αμ' δεν είνε του Θεού! 'Σ τα ρίξανε, κακομοίρα. Αχ! 'ς τα ρίξανε και τι έχεις να υποφέρης!

Ενόει η γειτόνισσα την επικρατούσαν αφελή πλάνην, καθ' ην την ώραν του στεφανώματος εν τω γάμω οι εχθροί συνοικεσίου τινός διά μαγείας προορίζουσι τον τοκετόν τόσων θυγατέρων, προς δυστυχίαν του νέου ζεύγους, μέλλοντος να πάθη βάσανα και πειρασμούς, μέχρις ου αποκαταστήση αυτάς, ιδίως εις τας δυστυχείς ταύτας ημέρας.

— Σώπα, γειτόνισσα! Μου το είπες κι' άλλη φορά. Σώπα. Εγώ σου είπα πολλές φορές, τα μάγια δεν τα πιστεύω. Τα μάγια είνε ψευτιές για να ψευτοπερνούν μερικοί 'ς τον ψεύτικο κόσμο.

Είπεν η Γερακούλα κ' έρριψεν αίφνης το πλήρες ελπίδων βλέμμα της εις τας τέσσαρας θυγατέρας της.

Είχον σταθή εις την κορυφήν του τελευταίου λόφου να ίδουν την ανατολήν του ηλίου. Αφήρεσαν τας μανδήλας των, θερμανθείσαι εκ της πορείας και αι ακτίνες του ηλίου πίπτουσαι εις την χρυσήν των κόμην, θαυμασίως αυτήν κατηύγαζον. Ενόμιζες ότι κύμα χυτόν χρυσού έλουε τας κορυφάς των τεσσάρων αυτών θυγατέρων, χρυσού παίζοντος εις τους παρθενικούς αυτών ώμους μ' εξαισίαν στιλβηδόνα κ' έκλαμψιν, χρυσού μαλακού, μαλακώς καταρρέοντος μέχρι της οσφύος.

Φρίκη κρυφή διέτρεξε τα μέλη της Γερακούλας.

Η μεγαλειτέρα ήτο 27 ετών, αι άλλαι ανά δύο έτη κατά σειράν μικρότεραι και η τελευταία 21 ετών. Όλαι εις την ακμήν του γάμου.

Και ως από μυστικής τινος ορμής κινηθείσα η πτωχή μήτηρ, ήρχισε να μετρά επί των δακτύλων: μία, δύο, τρεις, . . . .

Και εσταμάτησε κατηφής γενομένη, ως να εκάλυψε μαύρη σκέπη την γελόεσσαν του προσώπου της αίγλην.

Ούτως ο Σατανάς παρασύρει εις την παγίδα της αμαρτίας τον άνθρωπον.

Και η στρυφνή γειτόνισσα παρ' ολίγον με την θνητήν παρατήρησίν της, παρ' ολίγον να ρίψη εις τα δίκτυα της αμαρτίας την ενάρετον Γερακούλαν, ης το στόμα ουδέποτε έπαυσε να επικαλήται τον Κύριον, και ης η καρδία ουδέποτε έπαυσε να ελπίζη εις τον Θεόν.

Αλλ' η θεία χάρις σκέπει πάντοτε τον κοπιάσαντα εν τη αρετή, όστις αποκτά ούτως ειπείν δικαιώματα επί της θείας δικαιοσύνης και δεν τον αφίνει να πέση εις βλασφημίαν, καθώς τον δίκαιον Ιώβ.

Έπτυσεν εις την γην η αγαθή Γερακούλα, ως να απέπτυσε την βλασφημίαν, και ποιήσασα το σημείον του Σταυρού.

— Δόξα σοι ο Θεός! εφώνησεν εκ βάθους στενάξασα ως από των εγκάτων των σπλάγχνων της.

Και επανέλαβε:

— Έτσι που λες, γειτόνισσα. Εγώ τα κορίτσια μου τα άφησα εις τον Θεόν. Ο Παντοδύναμος θα τα οικονομήση.

Η αιγλήεσσα αιθρία επανήλθε πάλιν εις το πρόσωπον της Γερακούλας.

Ήδη η γειτόνισσα απεχωρίζετο. Έφθανεν εις το κτήμα της. Απεχαιρέτισε τας καλάς συντρόφους της, αίτινες έκλιναν ήδη προς το σκοτεινόν μέγα ρεύμα, και εισήλθεν εις το κτήμα της.

Αλλά μετ' ολίγον κραυγάζει ως να είχε λησμονήσει να το είπη πρότερον.

— Νάχετε το νου σας, κορίτσια. Είνε, ακόμα κλέφτες! τα μάτια σας τέσσερα! κορίτσια!

Και επανέλαβεν οξέως παρατείνουσα την ξηράν φωνήν της.

— Κλέφτες!

Και η ηχώ δεινή και άχαρις επανέλαβε δις·

— Κλέφτες!

Και εβούισεν έως κάτω το βαθύ ρεύμα βοήν φοβεράν, ως εάν εβούισε τουφεκιά, καταπλήξασαν τα πτηνά, τα οποία εσίγησαν εις τας δροσεράς κρύπτας των.

Η μεγαλητέρα, η Ελένη, 'σαν να ήκουσε την φωνήν την δευτέραν φοράν. Εκοντοστάθη ολίγον μετά τινος αγνώστου τρόμου, αλλ' είτα επειδή τα πτηνά επανέλαβον το κελάδημά των, απέδωκε τον φόβον εις την ύποπτον του ανθρώπου φαντασίαν και εξηκολούθησε τον δρόμον χωρίς να είπη τι.

Γειτόνισσαί τινες είνε πεπρωμένον να προβλέπωσι πάντοτε το κακόν, με την διαφοράν ότι τούτο ως επί το πλείστον αποβαίνει εις αγαθόν.

Την ώραν καθ' ην είχον εξέλθη της πόλεως ο καπετάν Θοδωρής, η Γερακούλα και αι τέσσαρες θυγατέρες των, αυγή-αυγή, τέσσαρες οπλοφόροι επεβιβάζοντο είς τινα σκοτεινόν και απότομον της Κεχρεάς ορμίσκον, Μανδράκι καλούμενον, προς τας δυτικάς της νήσου ακτάς. Έφερον και οι τέσσαρες στολάς πεπαλαιωμένας της χωροφυλακής, πλην αντί υποδημάτων εφόρουν τσαρούχια ελαφρά και είχον τα πανταλόνια κομμένα και περιδεδεμένα άνω του γόνατος, καλύπτοντες τον πήχυν του ποδός διά της συνήθους βλαχόκαλτσας.

Έσυραν την λέμβον των υπό τινα πυκνόν θάμνον, αόρατον εν μέσω των βράχων εκάλυψαν ακόμη αυτήν και διά τινων πυκνών και ακανθωτών αγριοβάτων και ανήλθον ως έλαφοι την άνω του ορμίσκου σκληράν της γης λοφιάν, βραχώδη μεν και ολισθηράν, πλην κεκαλυμμένην υπό δάσους ερείκων, κομάρων, πρίνων και σκολιών τινων πευκών, τας κορυφάς των οποίων φαρμακόνει η άλμη του κύματος ως άχνη ανερχομένη έως επάνω όταν μαίνεται κάτω η τρικυμία. Έως ότου έλθωσιν εις το μονοπάτιον οι τέσσαρες ξένοι, υπέστησαν παλλάς αμυχάς εις τας χείρας και τας παρειάς. Αλλ' επειδή ήσαν ένοπλοι με υαλιστεράς καινουργείς καραμπίνας ευκόλως διήνοιγον τας άκρας των σκληρών θάμνων και επερνούσαν παρεισδύοντες ως εν μέσω ακανθοχοίρων μετά προσοχής.

Επλησίαζαν τα χαράγματα. Η ημέρα προεμηνύετο ωραία αν και νέφη τινά μαύρα, ως κάπαι ποιμενικαί, έτρεχον γοργά, ακολουθούντα του πρωινού βορρά το ρεύμα. Άμα τη ανατολή του ηλίου θα έπνεεν ο βορειοανατολικός, το δροσερόν μελτέμι, και ήδη παρεσκευάζετο το ευρύ μετέωρον στάδιον του ουρανού, εν ώ ήθελεν αγωνισθή άνευ αντιπάλου ο θερινός ούτος άνεμος, ου η ζωογόνος βία λυγίζει τας κορυφάς των αριών, μεταβάλλουσα εις στακτερόν το πράσινον χρώμα του δάσους, και λευκαίνει τον κυανούν πόντον μεταμορφούσα τα κύματα εις αγέλας λευκών περιστερών.

Οι τέσσαρες άνδρες εξελθόντες εις την ατραπόν, έστησαν προς στιγμήν, ως διστάζοντες, αλλά μάλλον διότι ο είς τούτων, ο φαινόμενος ως αρχηγός, προσεπάθει να διακρίνη τα μέρη ως άνθρωπος θέλων ν' αναμνησθή παλαιάν γνωριμίαν.

Ούτος έφερεν εν τη στολή του και χρυσά τινα σειρήτια και ράκος χρυσού θυσάνου εν τη εσκωριασμένη σπάθη, τα δε κομβία τη στολής του ήσαν μετά πλείονος επιμελείας εστιλβωμένα, ώστε ηδύνατό τις να εκλάβη αυτόν τουλάχιστον ως υπομοίραρχον. Περί την οσφύν του μετά χάριτος περιδεδεμένον ζεύγος μαλαμμοκαπνισμένων παλασκών εξέπεμπε χρυσάς λάμψεις. Ήτο τεσσαρακονταετής περίπου την ηλικίαν, έπαιζον δε γοργοί κ' ευκίνητοι οι μαύροι οφθαλμοί του εν αρμονία προς την ηλιοκαυμένην όψιν του και την μαύρην στιλβηδόνα της μαύρης κόμης του. Η χροιά και του προσώπου και των χειρών του ωμοίαζε προς το βαθύχρουν δέρμα κήτους. Οι άλλοι δύο ήσαν ηλιοκαείς γέροντες σχεδόν με σκληράς σάρκας κ' εξηγριωμένα χαρακτηριστικά, ο δε τέταρτος έφηβος συμπαθητικός με μεγάλους μαύρους οφθαλμούς και μαύρην κόμην, με λευκόν και απαλόν δέρμα, τον οποίον όμως τερατωδώς ασχήμιζεν η ρακώδης ενδυμασία και η μετά των άλλων αγριωπών ανθρώπων συντροφία.

Τόσον δε πεπαλαιωμένη και εφθαρμένη ήτο η στολή των τριών τούτων, ώστε μόλις εκ του στέμματος διεκρίνοντο ότι είνε χωροφύλακες.

Προέβησαν ολίγα βήματα προς το δάσος, πλην και πάλιν έστησαν.

Ο αρχηγός τότε ο μαυριδερός, έρριψε λοξόν βλέμμα επί των συντρόφων του, ων ο νεώτερος είχε καταληφθή υπό τινος μυστικού φόβου όπερ τον ηνάγκαζε να βραδυπορή· οι δ' άλλοι ακουσίως εβραδυπόρουν και αυτοί, ως όταν σκοντάπτη κανείς επί λίθου.

Υπέκλινε δις και τρις τον υψηλόν αυχένα ο νεώτερος, ως να κατεπλάγη, ιδών αίφνης εξαπλούμενα προ των οφθαλμών του τα μαύρα της Κεχρεάς δάση εις τα οποία δεν είχον εισδύσει ακόμη της αυγής αι ασθενείς ακτίνες, αποφρασσομένης της ανατολής από υψηλού όρους. Μαύρη επλανάτο επάνωθέν των η νυξ και πλέον μαύροι παρετάσσοντο των γηραιών δρυών οι ακίνητοι όγκοι, άνωθεν των οποίων εσύριζεν ως όφις παρερχόμενος ο πρωινός άνεμος.

Η σελήνη είχε δύσει πρό τινων στιγμών και μόνον ως φλοξ ερυθρά καιομένης ασβεστοκαμίνου μακρόθεν έφεγγεν όπισθεν του Προμηρίου της Θετταλομαγνησίας ο αιμόχρους κύκλος της.

— Κύτταξε καλά, Θανάση, έγρυξεν ο αρχηγός εν μέσω της ερημίας αποτεινόμενος προς τον νεώτερον των συντρόφων. Μη μου πης ότι φοβήθηκες της Νεράιδες. Ντροπή! Σ' το Καραντελή θάμαξα την παλληκαριά σου. Και γι' αυτό δεν θα σ' αφήσω πλειο από κοντά μου. Βλέπω και κοντοστέκεσαι.

— Καπετάνιο, ξέρεις το ελάττωμά μου, απήντησε μετά δειλίας ο Θανάσης. Το θέλω κ' εγώ; Να, έτσι κάνουν άσπρα-άσπρα τα μάτια μου.

Και έδειξε πέραν προς τον μαύρον δρυμόν, όπου υπελεύκαζον όγκοι τινές υψηλοί.

— Είνε βράχια, απήντησεν ο αρχηγός. Ντροπή σου!

— Ήμουν δεκαπέντε χρόνων, σου το είπα. Επερνούσα από το ρέμα, ένα μεγάλο και σκοτεινό ρέμα, μαύρο, κατάμαυρο, όπως μαυρίζει εκεί — και έδειξε πέραν το δάσος. — Ήτον καταμεσήμερο, και της ηύρα κ' εχόρευαν. Ήσαν ως τριάντα Νεράιδες, γυναίκες κάτασπρες, με άσπρους λαιμούς, άσπρα χρυσοκεντημένα φορέματα και ξανθά μαλλιά. Αντί να κάμω προς το βουνό, από τη σαστιμάρα μου έπεσα μέσα στο χορό. Έφερναν γύρω σαν να φέρνη γύρω αέρας. Μπερδεύθηκα μέσα σε ολόχρυσες πολυθρόνες, που κάθονταν οι βιολιτζήδες με τα χρυσά βιολιά και τ' αργυρά λαγούτα. Από την γλυκειά μουσική εβούλωσαν τ' αυτιά μου, από την χρυσή λάμψι των μαλλιών των εθάμπωσαν τα μάτια μου. Κάμνω να μιλήσω, δεν ημπορούσα. Μου πήραν την μιλιά γιατί τους χάλασα τον χορό. Έκαμα τρεις μήνες να μιλήσω. Από τότες μου απόμεινε ένας φόβος 'ς την καρδιά και κάμνουν άσπρα-άσπρα τα μάτια μου μερικές φορές. 'Σ τον πόλεμο με είδες, καπετάνιε, αλλά 'ς της Νεράιδες να μη με ιδής. Καλλίτερα να μη με ιδής.

Ο αρχηγός εγέλασεν, ακούσας επαναλαμβανομένην την αφελή διήγησιν του Θανάση. Και θωπεύσας αυτόν εις τον ώμον μετά πατρικής στοργής, είπε:

— Αι, μη φοβάσαι πλεια! Σήμερα θα πάμε σε μαυροφόραις. Μη φοβάσαι. Σήμερα θα κάμνουν μαύρα-μαύρα τα μάτια σου.

Και αφού περιέσφιγξεν ο μαυριδερός την οσφύν του ως εστηρίζετο εκεί όλον το θάρρος του, κ' εκρότησαν ηδέως αι παλάσκαι, ετράπη ταχύς προς το βουνόν ως άνθρωπος γνωρίζων τα «κατατόπια». Και μετ' ολίγον έχων προ αυτού πάντοτε τον νεαρόν Θανάσην, έκλινεν όπισθεν του όρους προς ανατολάς, όπου ηγείρετο η Μονή του Ευαγγελισμού.

Οι δύο άλλοι ηκολούθουν.

Εν μέσω βαθείας χαράδρας αθέατος μεταξύ των βράχων, ολίγον υψηλότερα του διαρρέοντος τον πετρώδη αύλακα χειμάρρου, ήτο κτισμένη η Μονή του Ευαγγελισμού. Προς το βορειοδυτικόν της χαράδρας υψούτο αμέσως άνωθεν του χειμάρρου μέγα και πετρώδες τριγωνικόν βουνόν φαλακρόν εν τη οξεία κορυφή, αλλά σκιαζόμενον προς τα κάτω υπό πυκνού δάσους δρυών, ων αι ρίζαι και οι κορμοί συνεχέοντο προς τους φαιούς βράχους του, απροσίτους εις τους πόδας του αγρότου, ως ήτο απρόσιτον εις την γλώσσαν το βάρβαρον όνομά του. Και μόνον αι αίγες είχον εκεί την προσφιλή των διαμονήν με τα μηκάσματά των και τους κωδωνίσκους των διασκεδάζουσαι τους μοναχούς. Προς δε το νοτιοανατολικόν άνω του χειμάρρου υψούτο πολύ ταπεινώτερος άλλος βραχώδης λόφος, εις την βορειοανατολικήν πλευράν του οποίου λειανθείσαν, φαίνεται, εκτίσθη η Μονή του Ευαγγελισμού. Σχοίνοι φουντωτοί και σφένδαμνοι υψηλαί και θάμνοι άγριοι παντοίων συμπλεγμάτων φυτών και αναδενδράδων εσκίαζον το μέρος τούτο, όπου ο γεωργός αντί βώλου γης ανασκάπτει πέτρας, θραύων τας αξίνας του.

Ο χείμαρρος διευθύνεται προς τας ανατολικάς ακτάς της νήσου, διαρρέων παρακάτω από τα τείχη της Μονής ορμητικώς μεταξύ των παρασυρομένων βράχων παρά τους χονδρούς κορμούς, καρυών και πλατάνων, αίτινες μαγευτικήν όψιν παρέχουσιν εις το άγριον ρεύμα.

Και μόνον προς ανατολάς καταβαίνει από του βράχου κλιτύς λιπαράς γης, εν η πρασινίζουσιν ωραίοι αμπελώνες με τας υψηλάς κυπαρίσσους των, απολήγοντες πλαγίως και προς βορράν εις το ρεύμα πάλιν, όπου κρέμανται κλιμακηδόν οι θαλεροί της Μονής κήποι, ο είς επί του άλλου, αρχόμενοι από της μεγάλης τετραγώνου στέρνας της δεχομένης τα άφθονα του ρεύματος ύδατα, δι' ων κινούνται οι μύλοι και ποτίζονται τα λαχανικά. Ο κατερχόμενος την ωραίαν των αμπελώνων κλιτύν παρελθών το αλώνιον επί της ομαλής κορυφής του γεώδους λόφου, διακρίνει αίφνης, χωρίς καν να το υποπτεύση, κάτω προς το ρεύμα, ως προσπεφυκυίας επί του βράχου τας στακτεράς της Μονής στέγας, εστεγασμένης όλης διά φαιών πλακών του βουνού. Μακρόθεν δε από του πελάγους αύτη φαίνεται ως κρεμαμένη από του βράχου προς ον συγχέεται. Βαρεία θολωτή καμάρα διά κτιστών δύο τετραγώνων κιόνων, των καλουμένων υπό των βυζαντινών πινσών υποβασταζόντων το παρεκκλήσιον του αγίου Δημητρίου με τον κομψόν θολίσκον του, σκιάζει τον πυλώνα με την μαύρην μεγάλην πύλην, ης αι οριζόντιοι διά χονδρών ήλων προσηλωμέναι χονδραί ορθόπλευροι σανίδες ως εκ σιδήρου παχέα φαίνονται ελάσματα. Μικρόν δ' επί του δεξιού θυροφύλλου πυλίδιον, το πορτέλλον, υπανοιγόμενον την νύκτα παρέχει είσοδον εις τους ξένους χωρίς ν' ανοιγώσι τα βαρέα της πύλης θυρόφυλλα. Ένδον διά των τεσσάρων ορθοπλεύρων πτερύγων, ανίσων το ύψος, τας οροφάς και την ηλικίαν, εφ' ων κατά σειράν υπάρχουσι τα κελλία των μοναχών, σχηματίζεται αυλή πλακόστρωτος, εν μέσω της οποίας κείται το εύμορφον Καθολικόν της Μονής με τας στρογγύλας γραμμάς του και τους δι' ερυθρού κονιάματος κεχρισμένους τρεις θόλους του, εστεγασμένους και αυτούς διά φαιών πλακών.

Η μονή αύτη ήκμαζε τότε, πλούσια κατέχουσα κτήματα ελαιώνων και αμπελώνων, ων οι ευώδεις μοσχάτοι οίνοι αλυπιακοί καλούμενοι έκ τινος των παλαιών ηγουμένων και κτητόρων, του Αλυπίου, ιδιαιτέρως σκευάζοντος αυτούς, πολλάκις εθαυμάσθησαν εν Αθήναις, εις τας τραπέζας των Συνοδικών. Θεμελιωθείσα περί τα τέλη του προπαρελθόντος αιώνος και μετά ταύτα ολονέν συμπληρουμένη διά προσθήκης οροφών και πτερύγων, δι' α εδαπάνα αφειδώς τον ατελείωτον πλούτον του πλουσιόπαις νησιώτης, καθιερώσας εκεί και την ζωήν του, έστιλβε καινουργής, «Καινούργιο μοναστήρι» καλουμένη, εις αντίθεσιν των παλαιών άλλων τριών μοναστηρίων της Νήσου. Η σεμνή πρόσοψις άνω του πυλώνος και οι τοίχοι όλοι έξω ήσαν κεχρισμένοι δι' ερυθρού ασβεστοκονιάματος ως οι θόλοι, όπερ παρείχεν επιβάλλουσαν ερημικήν σεμνότητα εις την όλην του κτιρίου όψιν. Σήμερον όμως τα ωραία κονιάματα κατετρίβησαν υπό των υετών και των καταιγίδων, οι τοίχοι εις πολλά μέρη κατερειπώθησαν και μονάζουσιν εν αυτή περισσότεραι γλαύκες ή μοναχοί…

Την αυτήν πρωίαν ο θυρωρός της Μονής μοναχός ανήρ 35 ετών ως κοντός τετράγωνος κορμός πεύκης, μάλλον στρογγυλός κ' έχων σχεδόν μόνον κεφαλήν και κοιλίαν, μετά περιεργείας είδε τέσσαρας ξένους χωροφύλακας, ων ο είς έφερεν αργυράς επωμίδας υπομοιράρχου άνευ κροσσών.

— Μμμμ, ηθέλησε ν' αρθρώση λέξεις τινάς ο θυρωρός, συγκεχυμένος το σώμα και τον νουν, ιδών βαίνοντας τους ξένους ευθαρσώς προς τα έσω, ως ανθρώπους οικείους, αλλά παρατηρήσας τα όπλα αυτών τα καινουργή και τα ξίφη των και τα ξεφτισμένα του μαυριδερού αρχηγού σειρήτια ηρκέσθη να χαιρετίση στρατιωτικώς μετά βίας υπανεγείρων την κοντήν δεξιάν του προς το μέτωπον, μέγα και πλατύ ως τεμάχιον σανίδος.

Οι ξένοι προχωρήσαντες σοβαρώς, κροτούτος του αρχηγού το ξίφος θορυβωδώς, ανήλθον μικρόν ξύλινον εξώστην προς τα δεξιά εκτεινόμενον και εισήλθον μόνοι των κατ' ευθείαν εις το αρχονταρίκιον — την αίθουσαν των ξένων — ανοικτήν πάντοτε και φέρουσαν εστρωμένους επί των μενδερίων κύκλω ωραίους περσικούς τάπητας. Προ πολλού είχε τελειώσει ο όρθρος, τινές δε των μοναχών λίαν πρωί είχον εξέλθει εις τους κήπους και τας αμπέλους προς εργασίαν.

Ο μαυριδερός αρχηγός καθήσας σταυροποδητεί επί του μενδερίου και θωπεύων τον μαύρον αυτού μύστακα εζήτησε πάραυτα τον ηγούμενον. Αλλ' ο εμφανισθείς αρχοντάρης, γέρων ρινόφωνος, είπεν ότι ο ηγούμενος απουσιάζει εις το Μετόχιον προ ημερών, αλλ' ότι εν ανάγκη δύνανται να τον καλέσωσι. Και έβλεπε τον μαυριδερόν αξιωματικόν μετά περιεργείας ως να ενόμιζεν ότι κάπου τον ξαναείδεν.

— Δεν πειράζει, είπεν ο άγνωστος, ημείς θα φύγωμεν αμέσως, διότι βιαζόμεθα.

Και μετά τέχνης απέφευγε τα πονηρά βλέμματα του γέροντος αρχοντάρη.

— Θα έρχεσθε διά την καταδίωξιν των ληστών; ηρώτησεν ο γέρων μοναχός διά της ρινός του, όστις ήτο γραμματεύς και οικονόμος συνάμα της μονής και ανεγίνωσκε την «Αθηνάν».

— Ακριβώς δι' αυτό, απήντησεν ο αρχηγός, ευχαριστημένος ότι ο αρχοντάρης, χωρίς να το υποπτεύη, διευκόλυνε μεγάλως την υπόθεσίν του.

Καθ' όλον αυτό το διάστημα οι τρεις άλλοι άγνωστοι χωροφύλακες ίσταντο άφωνοι εγγύς της θύρας, βλέποντες μετά προσοχής και περιεργείας την άνω αυτής κρεμαμένην μεγάλην χαρτίνην εικόνα, παριστάνουσαν διά ζωηρών ερυθρών και μαύρων χρωμάτων τα επτά θανάσιμα αμαρτήματα, επτά ωχράς ψυχάς εχούσας εν τω μέσω επί της καρδίας ενθρονισμένον μαύρον βασιλικόν δαίμονα.

Ήδη ο στρογγυλός θυρωρός, φοβερός ωτακουστής, ακούσας έσπευδε να καλέση τους μοναχούς προλαβών του υπομοιράρχου τας σκέψεις.

— Να έλθουν όλοι, διέταξε τότε ο αρχηγός, λαβών όλον το ύφος το σκληρόν αρχηγού αποσπάσματος, καταδιώκοντος ληστάς διότι έχω να σας αναγνώσω σπουδαίον έγγραφον της Κυβερνήσεως περί των ληστών.

Ο θυρωρός έτρεχε με όλας τας δυνάμεις του κινών κεφαλήν και κοιλίαν και τας κοντάς χείρας του εις την αυλήν· και πονηρός ως ήτο εκτύπησε τον μικρόν κώδωνα, προς μεγάλην των χωροφυλάκων δυσαρέσκειαν, οίτινες ηυχαριστούντο μάλλον να εργάζωνται αθορύβως και χωρίς κώδωνας.

Μετά μικρόν εισήλθον εις την αίθουσαν των ξένων πάντες οι μοναχοί με τα πρόσωπα αυτών τα ωχρά και τα βλέμματα τα απλανή πλην περίεργα και τους πώγωνας τους μακρούς. Ο αρχηγός εξήγαγεν ήδη ογκώδη φάκελλον, ον προσεπάθει ν' ανοίξη, οι δε μοναχοί προσήγγιζον εν κύκλω διά ν' ακούσωσιν.

Ήτο εκεί ο κηπουρός με τον μικρόν σκαλιστήρα, διακόψας την εργασίαν του. Δύο άλλοι νεώτεροι με κίτρινον τον πώγωνα εκ λεπτής κόνεως θείου, κρατούντες και τα εκ λευκοσιδήρου θειαφιστήρια· είχον εξέλθει προ μικρού μόλις ετελείωσεν η Ακολουθία, διά να θειαφίσωσι την άμπελον «πριν πάρη το μελτέμι». Ήλθε και ο μάγειρος, ανασφουγκωμένος τας χείρας και κρατών μεγάλην ξυλίνην του μαγειρείου κουτάλαν. Εν όλω πέντε μοναχοί μετά του αρχοντάρη.

— Δεν είνε άλλοι; ηρώτησεν ο αρχηγός των χωροφυλάκων.

— Όχι γενναιότατε, απήντησεν ο ρινόφωνος αρχοντάρης, χαίρων διότι επέτυχεν εις τον τίτλον, δι' ον τόσην ώραν εσυλλογίζετο. Δυο τρεις φορές του ήλθε να τον ονομάση ενδοξότατον, αλλά δεν του εφάνη καλόν, άγνωστον διατί.

— Προσέξετε, είπε μετά φωνής σθεναράς ο αρχηγός. Μήπως απεκρύψατε κανένα;

— Όχι, γενναιότατε! επανέλαβε πάλιν ο ρινόφωνος, οι άλλοι δέκα είνε με τον ηγούμενον εις το Μετόχι, θειαφίζουν τα αμπέλια και άλλοι λείπουν εις το Νησί, τον Τσουγκριά, (μίαν δροσεράν Νησίδα προ του λιμένος, ανήκουσαν εις την Μονήν).

— Θα έλθουν τώρα;

— Θα έλθουν την Κυριακήν, μετά τέσσαρας ημέρας.

— Πολύ καλά, είπεν ο μαυριδερός αρχηγός, εγερθείς εν θορύβω των όπλων του.

Και πάραυτα ως να ήτο σύνθημα το «πολύ καλά» τούτο, οι τρεις χωροφύλακες, καταβιβάσαντες τους οφθαλμούς των από την φοβεράν χαρτίνην εικόνα εξήγαγον εκ της οσφύος των μακρά και λεπτά σχοινία και επιπεσόντες κατά των μονοχών εξαίφνης περιέδεσαν αυτούς μετά πολλής ευκολίας, ενώ ο αρχηγός ίστατο με γυμνήν την σπάθην του προ της θύρας. Μόνον ο μάγειρος, ο ζωηρότερος πάντων, διαμένων εν τη μονή εξόριστος εξ άλλου μοναστηρίου ένεκα εγκλήματος, Γεδεών ο καραβάς καλούμενος, διότι υπήρξε ναυτικός, ηθέλησε ν' αντισταθή και προχωρήσας μάλιστα προς την θύραν ίνα διεξέλθη, εκτύπησε τον αρχηγόν διά της ξυλίνης κουτάλας, εκστομίσας συγχρόνως μετά βοής και την λέξιν κλέφτες. Πλην ως αστραπή η χειρ του αρχηγού εφίμωσε το στόμα του, διά δε του πλατέος του ξίφους του επάταξε αυτόν εις τον ώμον σκληρώς. Και τότε είς των χωροφυλάκων σπεύσας έκλεισε και ησφάλισε την πύλην του Μοναστηρίου.

— Ο πορτάρης! εκραύγασεν αίφνης ο αρχηγός. Πού είνε ο πορτάρης;

Και έβλεπε περιδεής δεξιά και αριστερά. Ο θυρωρός είχε γείνει άφαντος.

Ο λήσταρχος — διότι ενώπιον ληστών ευρισκόμεθα — έγεινε τότε έξω φρενών, κτυπών βαρβάρως τους δεσμίους.

— Τα χρήματα! εφώναζε. Τα χρήματα! επανελάμβανεν. Ογλήγορα τα χρήματα, έλεγε κ' εκτύπα τους δειλαίους μοναχούς ωχρούς και αφώνους προ του απροσδοκήτου θεάματος.

— Πήγαινε 'ς το μαγειριό, Θανάση, να ετοιμάσης το λάδι. Είπε προς τον γνωστόν μας νεαρόν ληστήν ο αρχηγός, βλέπων ότι οι μοναχοί έμενον άναυδοι.

Σιγή φοβερά επηκολούθησεν.

Ο βορειοανατολικός έπνεε βίαιος σείων μετά τριγμού θλιβερού τους υελοπίνακας των παραθύρων, ων τα υελόφρακτα ημικυκλικά υπέρθυρα, τα ακίνητα, παρίστανον κομψά σχήματα ναών και κωδωνοστασίων, των διαφόρων διαιρέσεων της υάλου προσκολλωμένων δι' εξεχούσης λευκοτάτης γύψου μ' ευθυγράμμους κόψεις.

Μετ' ολίγον εμφανίζεται πάλιν ο Θανάσης κατακόκκινος, κρατών μέγα μαύρον τηγάνιον, εν ώ ετσιτσίριζεν ακόμη σπαρακτικώς το έλαιον.

 — Έχετε εις το ταμείον χρήματα! Εμπρός τα κλειδιά· είπεν ο
αρχιληστής.

 — Τα έχει ο ηγούμενος, γενναιότατε, είπεν ο ρινόφωνος αρχοντάρης.
Εμείς δεν γνωρίζομεν.

Αλλ' ο αρχιληστής εν γνώσει πάντων λέγει προς τον Θανάση:

— Εδώ Θανάση!

Ο Θανάσης επλησίασε το τσιτσιρίζον τηγάνιον άνω της κεφαλής του ρινοφώνου αρχοντάρη.

— Τα κλειδιά! ωρύετο ο αρχιληστής. Είσαι ο οικονόμος! Σε γνωρίζω. Είσαι ο πάτερ-Σισώης ο δάσκαλος, ο κυρ Σωτηράκης. Επειδή πριν καλογερέψη είχε χρηματίσει διδάσκαλος εν τω χωρίω. Εσύ τα έχεις τα κλειδιά.

Τότε ο γέρων οικονόμος, διότι αληθώς αυτός ήτο γραμματεύς και αρχοντάρης, εννοήσας ότι επροδόθησαν και βλέπων τον άφευκτον κίνδυνον να καή ζων διά του ελαίου είπε με την ρινόφωνον θλιβεράν φωνήν του, καταστάσαν ήδη θλιβερωτέραν:

— Να τα κλειδιά! κ' έδειξε διά νεύματος τον κόλπον του, μη δυνάμενος ν' απλώση την χείρα, δεδεμένος ως ήτο.

Ο αρχιληστής ήρπασε πάραυτα τας κλείδας, έλυσε τον δέσμιον οικονόμον και λέγει αυτώ:

— Εμπρός!

Κ' εξήλθον.

— Αχ! ηκούσθη θλιβερά τότε των δεσμίων φωνή, ως ν' απεσπάτο από της ρίζης η καρδία των.

Ο αρχιληστής, κρατών εκ της χειρός τον τρέμοντα και ημιλιπόθυμον οικονόμον ανήλθε τον τρίτον όροφον, γνωρίζων όλα τα εν τω μοναστηρίω καλλίτερον από πολλούς των μοναχών, κ' έστη ενώπιον του ηγουμενείου, όπου ην και το ταμείον.

Εκρότει πενθίμως η μεγάλη κόρδα εκείνη από τα βαρέα πατήματα του ληστού.

Εισήλθον. Ήνοιξε το κιβώτιον ευκόλως ο αρχιληστής. Έλαβε τα χρήματα, περιεχόμενα εν δοχείω εκ λευκοσιδήρου, και εξήλθε κλειδώσας εντός τον γέροντα οικονόμον, οδυρόμενον εν εσχάτη οδύνη και απογνώσει.

Ούτε ηθέλησε ν' ανερευνήση άλλο τι ο ληστής· αν και περιείχοντο εν τω κιβωτίω και άλλα αργυρά και χρυσά σκεύη, πολύτιμα βυζαντινά κειμήλια. Μόνον ήνοιξε το δοχείον, είδε το χρυσίον και εν μεγίστη βία επανακλείσας πάλιν τούτο επανήλθεν εις την αίθουσαν των ξένων κομίζων τον θησαυρόν της Μονής.

Εκείθεν δε χωρίς να ομιλήση, έθεσε το βαρύ δοχείον μετά του χρυσίου εντός πεπαλαιωμένου και ρακοπλέκτου δισακκίου, όπερ ευρέθη προχείρως εκεί, εν τω ετέρω των σάκκων έθεσεν άρτους τινάς ξηρούς καλογηρικούς και προς τροφήν και διά το ισοστάθμισμα του δισακκίου και φορτώσας τούτο εις τον ώμον του πιστού Θανάση είπε να κρατή καλώς και μετά προσοχής τον εμπρόσθιον σάκκον. Και παραλαβών τους συμμορίτας ανήλθε προς το βουνόν εν βία, αφείς δεδεμένους τους μοναχούς. Αι αίγες δεν διασκελίζουσιν ετοιμότερον τα βράχη, ως διεσκέλιζον τους θάμνους οι τέσσαρες λησταί.

— Θα μας προδώση ο πορτάρης· είπεν ο αρχηγός φρυάττων, όταν εξήλθον από του Μοναστηρίου.

Εις τα θεσσαλικά πεδία μετά την αποτυχίαν της επαναστάσεως του 54 και την διάλυσιν των επαναστατικών σωμάτων διάφοροι οπλίται περιεφέροντο γυμνοί σχεδόν, μ' εφθαρμένας στρατιωτικάς στολάς, κατηρτισμένας εξ ιματισμού παντός όπλου, άνευ άρτου διά την σήμερον και άνευ ελπίδος διά την αύριον, φεύγοντες την δίωξιν των αγρίων αλβανών, οίτινες με τα βαρέα πατήματα των ετσαλαπατούσαν τόσα ιερά όνειρα, φυέντα, ανθήσαντα και φυλλορροήσαντα εν μια μόνη νυκτί εις τας δυστυχείς εκείνας χώρας.

Τότε συνηντήθησαν εκεί και τέσσαρες χωροφύλακες, μ' εμβαλωμένας στολάς πλην με καινουργή λαμπρά όπλα. Είχον λειποτακτήσει εκ των φρουρών της Λαμίας, ως έλεγον, και κατετάχθησαν εις τα επαναστατικά στρατόπεδα. Οι δύο εξ αυτών προήρχοντο εκ του σώματος του Αλμυρού της Θεσσαλίας, οι δε εκ του στρατοπέδου της Κασσάνδρας.

Άγνωστον όμως αν οι τέσσαρες ούτοι αλήται ηγωνίσθησαν τωόντι είς τινα των συμπλοκών του Μαΐου. Εν ταις επαναστάσεσιν, ότε ανεφαίνοντο πρόσωπα και ονόματα άγνωστα έως τότε, ως να εξέρχωνται από των τρωγλών και των αδύτων της γης, ένθα μένουσι το λοιπόν της ζωής των διάστημα ως ναρκωμένα ερπετά, εν ταις τρικυμίαις εκείναις των εθνών, εν αις ως από ναυαγίων επιπλέουσι και πολλά άχρηστα πράγματα, δεν αγωνίζονται όλοι. Υπάρχουν επαναστάται διά την μάχην και επαναστάται διά το πλιάτσικο, αναφαινόμενοι αίφνης εις την μάχην. Εκ των δευτέρων τούτων ήσαν οι τέσσαρες αλήται με τας στολάς των χωροφυλάκων, οίτινες, ενώ οι άλλοι οι αληθείς πολεμισταί μετά την προκήρυξιν του υπουργείου Μαυροκορδάτου επανήλθον εις το ελληνικόν, εξηκολούθουν να περιφέρωνται περί τα πλούσια χωρία του Πηλίου ως λύκοι περί τας πολυάρνους μάνδρας, οσφραινόμενοι πού ήτο δυνατόν να περιτύχωσιν ακίνδυνον λείαν.

Ο καπετάν-Γεώργης, ούτως εβαπτίσθη εν τη συμμορία, ήτο ανήρ τεσσαράκοντα ετών, μαυριδερός με ωραίον μαύρον μύστακα, τολμηρός εν ειρήνη και πρωτοπαλλήκαρο εις το πλιάτσικο, πονηρός όμως και πολυμήχανος. Αι δύο μεγάλαι γοργόνες αι γαλάζιαι, τας οποίας έφερεν επί των δύο σκληρών βραχιόνων του υπερηφάνως, γεγραμμένας διά βελόνης, εμβαπτισθείσης εν διαλύσει πυρίτιδος και ο μέγας δικέφαλος αετός εν μέσω του στήθους του με ανοικτάς τας πτέρυγας και τον σταυρόν εν τω μέσω κατά τον αυτόν τρόπον κεντηθείς, εμαρτύρουν γενναίον άνδρα παίζοντα με την πυρίτιδα και με το αίμα του. Πλην η ιστορία εκτός των επί του σώματός του αιματηρών τούτων ιστοριών ουδέν κατόρθωμα του πολεμικόν εμνημόνευσεν έως τότε. Είπον ουχ ήττον ότι ηγωνίσθη εις την μάχην του Καραντελή, πλησίον του Δομοκού, έχων παρά το πλευρόν του νεανίαν άλλον Θανάσην καλούμενον, μεθ' ου συνεδέθη διά στενής φιλίας, εκτιμήσας την πίστιν και αφοσίωσίν του κατά το σύντομον της ανταρσίας εκείνης διάστημα και την σκληρότητα της ψυχής του.

— Έρχεσαι μαζί μου, Θανάση; λέγει ο καπετάν-Γεώργης προς τον πιστόν νεανίαν μετά την διάλυσιν του στρατοπέδου του Αλμυρού και την ματαίαν επιμονήν των περί την Καλαμπάκαν.

— Έρχομαι· απήντησεν ο Θανάσης.

Και αντί να εισέλθωσιν εις το Ελληνικόν εφάνησαν εις το Πήλιον, τας νύκτας μόνον περιπατούντες διά τον φόβον των τούρκων.

Κατά την επικίνδυνον αυτήν πορείαν συνηντήθησαν περί το Πήλιον, προς άλλους δύο φυγάδας, της αυτής φύσεως, δύο σκληρούς και τυλώδεις γέροντας, προερχομένους από της Χαλκιδικής.

Και ούτως οι τέσσαρες ομού εκάθησαν νύκτα τινά περί τα τέλη του Μαΐου υπό βαθύσκιον καστανέαν του Πηλίου ν' αναπαυθώσι.

 — Τι να κάμωμεν τώρα παιδιά; είπεν ο καπετάν-Γεώργης, σιωπηλώς
οικειοποιηθείς δικαιώματα αρχηγίας.

 — Ό,τι διατάξης, καπετάνιε, απήντησαν οι δύο ξένοι, με ύφος
υποταχθέντων παραχρήμα.

Ο μαύρος μύσταξ του καπετάν-Γεώργη και το διαπεραστικόν και πανούργον βλέμμα του είχον επιβληθή εκ πρώτης όψεως εις τους δύο νέους συνοδοιπόρους.

Ούτω φαίνεται ότι κατήρτιζε πάντοτε το καπετανάτον του ο καπετάν- Γεώργης. Από τα μάτια διέκρινε τους εταίρους του, οίτινες πάλιν από τα μάτια διέκρινον τον αρχηγόν των.

Και τότε ήρχισεν ο καπετάν-Γεώργης να διηγήται περί της εν τη νήσω Ν . . . ιεράς μονής του Ευαγγελισμού. Είχεν υπηρετήσει προ χρόνων ως «βορδονάρης» περιποιούμενος τα υποζύγια και κτήνη της Μονής και ήκουσε και είδεν εκεί τον πλούτον αυτής.

Η διήγησις του καπετάν-Γεώργη ήτο τόσον δελεαστική, η δε απελπισία των τεσσάρων εταίρων τόσον μεγάλη, ώστε εύκολον ήτο να καταστρωθή εκεί, υπό την μαύρην σκιάν του πυκνοφύλλου δένδρου, το δολερόν σχέδιον της ληστεύσεως του πλουσίου Κοινοβίου.

— Κατά τύχην είμεθα όλοι χωροφύλακες, είπεν ο καπετάν-Γεώργης, εγειρόμενος κ' επιδεικνύων χρυσίζοντα εν τω σκότει τα σειρίτια της στολής του. Έχουν μεν αι στολαί μας ελλείψεις τινάς αλλά δεν πειράζει — οι σκοτεινοί εταίροι ήρχισαν να περίμαζεύωσι και περιδένωσι τα ράκη του ιματισμού των. — Ποιος θα το καταλάβη; θα υποκριθώμεν τους χωροφύλακας της Κυβερνήσεως. Ως προς τα λοιπά μη σας μέλει.

Εύρον εις τον Πλατανιάν, το επίνειον του Προμηρίου, καλήν τινα λέμβον, εν διαστήματι ωρών τινων διέπλευσαν τον μεταξύ πορθμόν και διεπεραιώθησαν εις την απέναντι νήσον Ν . . . όπου είδομεν αυτούς αποβάντας εις την Κεχρεάν και εκτελέσαντας τόσον επιτυχώς το ευφυές του καπετάν-Γεώργη σχέδιον.

Τώρα εξηγείται το πώς ο αρχιληστής εγνώριζε τα μονοπάτια και τα βουνά της νήσου και τα του Μοναστηρίου ασφαλώς και βεβαίως. Ουδένα φόβον δε είχον μήπως αναγνωρισθώσι καθ' οδόν υπό των εγχωρίων, διότι εν εκείναις ταις ημέραις λησταί κ' επαναστάται περιεφέροντο ως μαύροι κόρακες εις τα βόρεια της Ελλάδος σύνορα, δεν ήτο δε παντάπασιν απροσδόκητος η αιφνιδία εμφάνισις χωροφυλάκων, καταδιωκόντων ληστάς, κ' ενίοτε ληστών, καταδιωκόντων χωροφύλακας.

Διά τούτο όταν μετέβαινον εις την Μονήν το θάρρος των ήτο στερεόν και ακλόνητον. Αλλ' από της εξαφανίσεως του θυρωρού συνεταράχθησαν κ' εν βία ενήργουν. Εκλονίσθη η καρδία των κ' εν απεριγράπτω φόβω ανέβαινον το βουνόν, θέλοντες να επανέλθωσιν εις τον έρημον της Κεχρεάς όρμον, όπου είχον αποκρύψει την λέμβον των. Από της αγρίας εκείνης ακτής μέχρι του Μοναστηρίου η απόστασις είνε δίωρος.

Όταν δ' οι λησταί μετά την διάπραξιν του ληστρικού των εγχειρήματος ανεχώρουν εκ της Μονής, η ώρα ην ωσεί ενδεκάτη της ημέρας. Δεν ηθέλησαν πλέον πρωί να εμφανισθώσιν εις τους μοναχούς, ίνα μη κινήσωσι το φιλύποπτον αυτών.

Ήδη αι τέσσαρες θυγατέρες της Γερακούλας είχον συναθροίσει τα φύλλα των συκαμινεών· επλήρωσαν τους σάκκους αυτών, θέσασαι αυτούς υπό τας πλατάνους κάτω εις το ρεύμα, ίνα μη μαρανθώσι τα φύλλα, και ανέμενον να κλίνη η μεσημβρία, και ούτω με την δρόσον επανέλθωσιν εις την κώμην.

Ο καύσων ήτο αφόρητος. Ο άνεμος είχε παύσει.

Η Γερακούλα είχεν ανέλθει εις την Παναγίαν, επάνω επί της οδού, ίνα ανάψη κατά το σύνηθες τας κανδήλας της εκκλησίας κ' ευχηθή. Ο δε καπετάν-Θοδωρής κάτω εις το ρεύμα εκάθητο — είχον γευματίσει πλέον — συνομιλών μετά των θυγατέρων του, αίτινες ένεκα του καύσωνος αποβαλούσαι τας λευκάς των μανδήλας και τα φουστάνια, εκρέμασαν αυτά από των πλατάνων κ' ενόμιζες τέσσαρες άλλαι γυναίκες κρέμανται κατά σειράν. Η μικροτέρα, επειδή σπανίως ήρχετο εις το μακρινόν τούτο κτήμα, όλη χαρά έτρεχεν από της μιας πλατάνου εις την ετέραν, και πότε έκοπτε δάφνας χλοεράς και μυροβόλους, πότε ευώδη φύλλα εκ των αγριολεμονεών και πότε ανεζήτει εις την πρασίνην του ρεύματος όχθην το πολυτρίχι, ου το εκχύλισμα έχει την ιδιότητα να μακραίνη τα μαλλιά. Ακολούθως εισήλθεν εις το ρεύμα αναζητούσα καρκίνους υπό τας ολισθηράς πέτρας. Αλλ' οι καρκίνοι των ρευμάτων είνε πονηρότατα όντα. Ανεγείρων την πέτραν, θολόνεις το ύδωρ, ο δε καρκίνος δεν φεύγει, ως οι καρκίνοι της βραχώδους ακτής, οίτινες εξαφανίζονται αστραπηδόν εις τας σχισμάς των υφάλων, αλλά μένει εκεί υπό τα θολά ύδατα ακίνητος. Ο δε φοβούμενος να εμβαπτίση την χείρα του εκεί εις τα θολά, όπου άγνωστον αν δεν συναντήση τα ανοικτά στόματα του οστράκου, σκληρά ως λαβίδα σιδηράν, δεν δύναται να συλλάβη καρκίνους.

Η μεγαλειτέρα έχουσα την σπανίαν ευτυχίαν να βλέπη τον πατέρα της εις το κτήμα — πρώτην φοράν — διηγείτο προς αυτόν τας διαφόρους εκδρομάς των και τας εν τω ερήμω εκείνω δάσει ενασχολήσεις των και ιδίως πώς στήνουσα τας θηλειάς υπό τους θάμνους συνελάμβανε τους κοσσύφους τον χειμώνα με τα μαύρα πτερά και με την κιτρίνην μύτην τους κηρομίτας. Και ήκουε μετά το φαγητόν ο πατήρ, ευαρέστως διερχόμενος την καταμεσημβρινήν εκείνην ώραν.

Και ήτο εύμορφος η σκηνή να βλέπης γυρμένον τον γέροντα επί σωρού μαλακής πτέρης, ην εκόμισαν τα κοράσια, διά ν' αναπαύσουν τα πρεσβυτικά μέλη του πατρός των, εγγύς του ηδέως μορμυρίζοντος ρεύματος, κ' εγγύς των ωραίων συμπλοκών της δάφνης, της μύρτου και της αγρίας ροιάς με τα κατακόκκινα άνθη της, τας οποίας επιχαρίτως εδέσμουν τα αγριόβατα, ενώ παραπέρα αι άγριαι λεμονέαι ως νύκτιαι νύμφαι ίσταντο κατά σειράν με τον κατάμαυρον ίσκιον των.

Και ήκουεν ο γέρων και διηγούντο αι θυγατέρες κ' ενίοτε ετραγώδουν από τα σπάνια εκείνα και τρυφερά δίστιχα, τα οποία όλαι αι νεάνιδες του χωρίου εζήλευον εις τους γάμους. Και δεν υπήρξε πενθερά ήτις δεν κατέφυγε προς τας τέσσαρας της Γερακούλας θυγατέρας να της είπουν δίστιχα, διά να τραγουδήση την νύμφην της η μία, τον γαμβρόν της η άλλη.

Και ιδού κοπαδάκι φαιών περιστερών προσέρχεται δειλά-δειλά με το ταχύ και νευρικόν πτερύγισμά του να ποτισθή εις το δροσερόν ρεύμα. Αλλ' αίφνης εν τη θέα των ξανθομάλλων παρθένων τρομάζει και χωρίς να πατήση εις τα βρεγμένα λιθάρια υποστρέφει πάλιν δειλά-δειλά.

Δύο-δύο έφευγον αι φαιαί αγριοπεριστεραί. — Τι ώμορφα, πατέρα, τι ώμορφα, ανέκραξεν η Ελένη. — Γρήγορα θα έχωμεν γάμους, επροφήτευσεν ο γέρων. Τα βλέπετε; Δύο-δύο φεύγουν, και είνε οκτώ τα στακτερά περιστεράκια. Έτσι θα φύγετε και σεις δύο-δύο να πάτε ς' της φωλίτσες σας.

Και ετραγούδησεν ο γέρων:

Σαν τα πουλιά που φτέρωσαν πετούνε ένα-ένα τα όνειρα της νειότης μου τα μοσχοαναθρεμμένα. Του κάκου απλόνω με στοργή την ορφανή αγκαλιά μου τώρα όπου τανάθρεψα, πετούνε μακρυά μου.

Εξεπλάγησαν αι καλαί θυγατέρες. Πρώτην φοράν ο πατήρ των με τόσην φαιδρότητα ωμιλούσε και ετραγουδούσε.

— Άλλη φορά θα σε παίρνωμε πάντοτε μαζί, πατέρα. Σου κάμνει καλό η εξοχή· παρετήρησεν η δευτερότοκος η Μαργιώ.

Ο καπετάν-Θοδωρής, αισθανθείς μετ' ολίγον μίαν ακτίνα του ηλίου να έρχεται πλαγίως, υπανηγέρθη και είδεν ότι ο ήλιος ήρχισε να κλίνη προς το μέρος της θαλάσσης.

— Άργησεν η μητέρα, λέγει.

— Πάμε να την φωνάξωμεν, είπε και η Ελένη. Είνε ώρα να φύγωμεν. Δεν πρέπει ν' αργοπορήσωμεν, γιατί φόβος είνε ακόμα για τους κλέφτες,

— Ομιλείς πολύ σωστά, κόρη μου, είπεν ο πατήρ.

Η Γερακούλα την στιγμήν εκείνην κατήρχετο από του υψηλού λόφου, κρατούσα κενόν το ελαστικόν, αφού ήναψε πλέον τας κανδήλας της Παναγίας της Κεχρεάς, ότε όπισθεν της ακούει βαρείς βηματισμούς ανθρώπου, όστις κατέβαινε την οδόν ορμητικώς ως κατρακυλών λίθος.

Στρέφει και βλέπει κατέναντι αυτής τον Θανάσην, τον ληστήν, φορτωμένον το καλογηρικόν δισάκκιον και το όπλον του το υαλιστερόν. Η μορφή του η αγρία, εφάνη αγριωτέρα εν μέσω της ερημιάς και η Γερακούλα μετά δέους εζάρωσε, τρέμουσα ως οψάριον, παρά τινα σπηλαιώδη ρίζαν μεγάλης ελαίας.

Ο ληστής εστάθη αποτόμως και έβλεπεν αγρίως προς το βαθύ ρεύμα κάτω, ωχρός και με υπόλευκα μελανιασμένα τα χείλη.

Αν η Γερακούλα δεν κατεπλήσσετο αίφνης, θα παρετήρει ότι ο ληστής έτρεμε περισσότερον από αυτήν. Αλλ' εις ην δεινήν κατάπληξιν ευρίσκετο, δεν ήτο δυνατόν να κρίνη ασφαλώς.

Ο ληστής, ως κεραυνόπληκτος σταματήσας, εξηκολούθει να βλέπη προς το ρεύμα κάτω, όπου διά μέσου των κλαδιών ελεύκαζον αι τέσσαρες κρεμάμεναι λευκαί μανδήλαι των τεσσάρων αδελφών, κινούμεναι ελαφρώς υπό της δροσεράς πνοής του ρεύματος.

Εκ του μυστηριώδους τούτου θάμβους του ληστού, η Γερακούλα κατά παράδοξον αντίθεσιν ήρχισε ν' αναλαμβάνη θάρρος. Ο άγνωστος της εφαίνετο ως άνθρωπος δυνάμενος να ληστευθή παρά να ληστεύση. Διέκρινεν ήδη η Γερακούλα και τα κομβία της στολής του και το λευκόν βασιλικόν στέμμα επί του στρατιωτικού πίλου του. Δεν ήτο ληστής πλέον ο αίφνης εμφανισθείς εν μέσω της αγρίας εκείνης ερημίας, αλλά μάλλον ο δασοφύλαξ, άνθρωπος της βασιλικής χωροφυλακής.

Η Γερακούλα επανήλθεν εις τα λογικά της.

— Κορίτσια είνε εκείνα που ασπρίζουν 'ς το ρέμα; ερωτά ο ληστής υποτρέμων.

Ήδη νέα φόβου εικών σχηματίζεται εν τη γυναικεία φαντασία της Γερακούλας. Η ερώτησις αύτη της παριστάνει τον ξένον κακόν και άγριον.

«Αν επιτεθή κατά των κορασίων;» εσκέφθη. Η μικροτέρα των θυγατέρων της είχεν απομακρυνθή και απομονωθή απώτερον εν τω ρεύματι, αναζητούσα καρκίνους. Αν απαγάγη αυτήν ο κακοποιός άνθρωπος, πριν προφθάση ο γέρων να τον αποκρούση; Και πώς να προφθάση ο πάσχων και δυσκίνητος καπετάν-Θοδωρής!

Εσκέφθη προς στιγμήν να κραυγάση, αλλ' εσυλλογίσθη ότι θα ενέβαλεν εις αιφνιδίαν και επικίνδυνον ταραχήν τας δειλάς γυναίκας. Όλον το ωχρόν δέος των παρελθουσών εβδομάδων θ' αναπαριστάνετο ωχρότερον και φοβερώτερον εν μέσω του σκοτεινού εκείνου ρεύματος. Εσιώπα και διελογίζετο τι να πράξη, ψελλίζουσα ένδον το «Θεοτόκε Παρθένε», ως να ευρίσκετο ενώπιον φαντάσματος.

— Νεράιδες είνε εκεί κάτω ς' το ρέμα που ασπρίζουν; Ερώτησε πάλιν ο ληστής.

Τώρα μόλις ανέλαμψεν η φωτεινή ακτίς της θείας προνοίας εν τη ψυχή της Γερακούλας. Είδεν ότι είχεν ενώπιόν της δειλόν άνθρωπον και ήτο πλέον πρόχειρος ο τρόπος ν' αποκρούση την συνάντησιν αυτού μετά των θυγατέρων της.

Ένθους ως εκ τινος μαρμαρυγής της εν τη ψυχή ιεράς φωτοβολίας του πεπρωμένου της η Γερακούλα υποκρίνεται ότι βλέπει και αυτή τας λευκαζούσας και κινουμένας μανδήλας κάτω εις τας πλατάνους, όθεν δεν ηδύνατο ν' αποσπάση τα βλέμματά του ο δειλός ληστής, και ανακράζει μετά τρόμου ποιούσα τον σταυρόν της:

— Αναράιδες, παιδί μου! πω! πω! Αναράιδες! Τι να γένω!

Και συνεμαζεύθη προς την ρίζαν της ελαίας, προσπεφυκυία ως τις μαύρος ρόζος του φλοιού.

Ο δειλός Θανάσης ακούσας ταύτα και ιδών την γυναίκα πτήσσουσαν εις τα σπήλαια της ελαίας και συμπτυσσομένην ετράπη παράφορος προς το κατέναντι δάσος, δεινώς παραπατών και διασχίζων τας ακανθωτάς πρίνους ως ανθοφόρα κλαδιά εν φοβερώ κρότω των θραυομένων ξηρών του δάσους κλώνων.

Ην και ο όγκος ο βαρύς του δισακκίου επί του ώμου του, περιπλεκόμενος κ' εμποδίζων αυτού την ελευθέραν διάβασιν.

Η Γερακούλα τον είδε τότε βιαίως περιπεπλεγμένον εντός του δάσους, τον είδε κλονισθέντα μίαν στιγμήν ως να ήθελε να πέση κάτω και να κυλισθή — ήτο ανώμαλον και βραχώδες το έδαφος και ολισθηρόν συνάμα εκ των ξηρών φύλλων των πευκών — πλην τον είδε καταβαλόντα τελευταίαν αντίστασιν και διά της κεφαλής του προς τα εμπρός υπερνικήσαντα, εισδύσαντα εντός της λόχμης και γενόμενον άφαντον.

Τόση ήτο του δειλού ληστού η βία και η προς φυγήν μανία, ώστε η Γερακούλα δις και τρις περιέβλεψε, μη τωόντι από του ρεύματος ενεφανίσθησαν τα πονηρά της ερημίας πνεύματα. Και τότε είδε δύο των θυγατέρων ν' αναβαίνωσι προς αναζήτησίν της.

— Σωπάτε! ψιθυρίζει η μήτηρ, ιδούσα αυτάς θορυβούσας.

— Τι είνε; Ερωτά η Ελένη.

Ηκούετο ακόμη ο συνεχής συρμός όπισθεν της λόχμης από των βιαίως σειομένων θάμνων, ως όταν από στενής ατραπού δάσους διέρχεται υποζύγιον φορτωμένον.

Μετ' ολίγον προσήλθον και αι άλλαι δύο θυγατέρες και ο γέρων με τα ραβδία του.

Έφερον και το ονάριον και τους σάκκους των φύλλων.

— Τι κάμνομεν! ηρώτησεν ο καπετάν-Θοδωρής. Ώρα να πηγαίνωμεν.

Η δε Γερακούλα διηγήθη τότε προς όλους το αστείον συμβάν του δειλού χωροφύλακος. «Χωροφύλακας, δασοφύλακας, να, ένας ξένος, δεν ξέρω» έλεγε.

Αι δε νεάνιδες ανεκάγχασαν θορυβωδώς, ιδούσαι ότι το παρώνυμον, όπερ εμπαικτικώς απέδιδον εις αυτάς εν τη κώμη, εγένετο αφορμή να καταπλαγή ο ξένος.

— Είπα να φωνάξω, εξηκολούθησεν η μήτηρ, αλλά φοβήθηκα, να σας πω. Ήτον ξένος. Πρώτη φορά τον είδα.

Αι νεάνιδες εκ περιεργείας επροχώρησαν προς την λόχμην, όθεν εγένετο άφαντος ο ληστής και εθεώρουν το δάσος.

— Μα πώς πέρασε! Έλεγεν η Ελένη απορούσα.

— Ένας τενεκές! ανεφώνησεν αίφνης η μικροτέρα, ιδούσα εκεί εν μέσω των θάμνων δοχείον κυλινδρικόν εκ λευκοσιδήρου.

Ο γέρων, ως αρχαίος πλοίαρχος, έχων γνώσιν τοιούτων εκτάκτων ευρημάτων, ητένισε περιέργως προς την Φανιώ.

— Φέρε τον εδώ! λέγει.

— Είνε βαρύς! απαντά σπεύσασα η Γερακούλα και προσπαθούσα να μετακινήση το εύρημα.

Ο γέρων εδιπλασίασε την περιέργειάν του και κουτσά-κουτσά με τα δύο ραβδία του προέβη μέχρι της λόχμης.

Όλαι περικυκλούσι τότε τον γέροντα, καθήσαντα εκεί και προσπαθούντα ν' ανοίξη το δοχείον.

— Δεν φοβάσαι πατέρα; υπέλαβον αι νεάνιδες, ως εάν ήτο το δοχείον εκείνο φωλεά όφεων

— Σωπάτε! Εδώ μέσα είναι η τύχη σας· έλεγε γελών ο γέρων.

— Να ήταν τάχα του ξένου; ηρώτησεν η μικροτέρα.

 — Μπορεί! προσέθηκεν η μήτηρ, γιατί, μου φαίνεται, άκουσα ένα
κρότον κούφιον. Ήταν φορτωμένος ένα δισάκκι 'ς τον ώμο του.

 — Αυτουνού θα είνε, επανέλαβεν η μικροτέρα. Να, ένα κομμάτι
σχισμένο από το δισάκκι.

Πράγματι ην εκεί και ράκος του περιπλακέντος εντός των αγκυλωτών θάμνων δισακκίου.

Αι άλλαι έβλεπον τον πρεσβύτην καταγινόμενον ν' ανοίξη το δοχείον.

 — Εδώ σας λέγω είνε η τύχη σας, επανελάμβανεν ο γέρων. Οποιανού
είνε, εδώ είνε η μοίρα σας.

 — Παληό πράμμα! εθαύμαζεν η Γερακούλα. Τώρα δεν φκιάνουν τέτοια
γερά! Κύττα χόνδρος! Κύττα σκαλίσματα εύμορφα!

Το επικάλυμμα έφερεν ανάγλυπτον τον Ευαγγελισμόν της Θεοτόκου. Πέριξ δε τα τοιχώματα έφερον γλυφάς άλλων αγίων και κοσμήματα και σταυρούς, κ' εν γένει το όλον εφαίνετο αρχαϊκόν τι εκκλησιαστικόν κατασκεύασμα εξ άλλου τινός πολυτιμοτέρου μετάλλου.

Αίφνης τότε, διανοιγέντος του επικαλύμματος, εξεχύθησαν επί των χόρτων λάμποντα πολυάριθμα χρυσά νομίσματα.

Προς την εξαφνικήν τούτων θέαν ο καπετάν-Θοδωρής ανετινάχθη ως να εξήλθον φλόγες εκ του δοχείου και προσέβαλον αυτού το πρόσωπον.

Ωσαύτως και αι γυναίκες υπεχώρησαν, αναφωνήσασαι θαυμασμού κ' εκπλήξεως αναφωνήματα, τεθαμβωμέναι εκ της λάμψεως του χρυσίου.

Και ως εξ ορμεμφύτου τινός κινήσεως ομοίως προσέβλεψαν πάσαι κύκλω τα βουνά και την ερημίαν.

Ταχέως συνελθών ο καπετάν-Θοδωρής εκ της πρώτης εκπλήξεως συνήθροισε τα εκχυθέντα νομίσματα, τα οποία εξαισίως έλαμπον υπό τον φλέγοντα ήλιον.

— Σωπάτε! Δεν σας είπα ότι εδώ μέσα είνε η μοίρα σας; Γλήγορα να φύγωμεν.

— Σαν είνε του χωροφύλακα; ηρώτησεν η Φανιώ.

— Αυτό είνε θησαυρός κεκρυμμένος, είπεν ο πατήρ. Αυτό είνε παληό πράμμα.

Και προσεπάθει να επανακλείση το δοχείον.

— Σαν καινούργια δίλεπτα, είπε τις των θυγατέρων, παραδόξως συγχέουσα εν τη απλότητι αυτής το πολύτιμον μέταλλον προς τον χαλκόν.

— Να σας πω τη γνώμη μου. Αυτός ο ξένος, φαίνεται, θα είναι κανένας που γνώριζε εδώ τα μέρη. Εδώ έρχονται πολλές φορές ξένοι με οδηγίες και ανευρίσκουν θησαυρούς. Εδώ 'ς την επανάστασι πέρασαν πολλοί οπλαρχηγοί, πολλοί λιάπηδες και πολλοί κλέφτες. Και όσοι είχον χρήματα τα έχωνον βάζοντας σημάδια πέτρες ριζιμιές, κουφάλες μεγάλων δένδρων και βράχους, για να γυρίσουν αργότερα και τα λάβουν. Αλλά φαίνεται ότι άλλοι από αυτούς εσκοτώθησαν εις τον πόλεμον, άλλοι συνελήφθησαν και απέθανον εις τας φυλακάς και τα χρήματα έμειναν θαμμένα. Ο καπετάν Νικόλας δεν ηύρε πέρσυ εδώ 'ς τη Κεχρεά μία τζάρα γεμάτη φλωριά βενετικά κ' έφκιασε το καράβι; Άλλοι πάλιν τα ονειρεύονται εις τον ύπνον τους κ' έρχουνται νύχτα και σκάπτουν. Ο Γέρω-Διαμαντής δεν χάλασε όλα τα αρέα της Παναγίας-Ντομάν κ' εξερίζωσε της ρίζες των για ν' αύρη χρήματα, κρυμμένα; Αλλά πολλοί από αυτούς πεθαίνουν, γιατί τυχαίνει να είναι στοιχειωμένα. Και αυτός ο ξένος, που τα πέταξε κ' έφυγε σαν τρελλός, θα έπαθε φαίνεται.

Εις το διάστημα τούτο, ενώ ωμίλει ο γέρων, συγχρόνως περιέκρυψε το δοχείον εντός σάκκου τινός των φύλλων, αι δε γυναίκες ητοιμάσθησαν προς αναχώρησιν.

— Θα ήταν στοιχειωμένα! επανέλαβεν ο γέρων.

— Λοιπόν τότε κ' ημείς; . . διέκοψεν η Ελένη εν φόβω . .

— Ημείς δεν πταίομεν, επανέλαβε λέγων ο πατήρ, ημείς δεν τα ηνοχλήσαμεν εις τα βάθη της γης τα στοιχειωμένα φλωρία. Ημείς τα ηύραμεν επάνω, όπου τα εκτύπησε πλέον ο καθαρός αέρας και έφυγε πάσα ακαθαρσία και κακή ενέργεια του δαίμονος. Δι' ημάς είνε δώρον του Θεού. Και επειδή ο καπετάν-Θοδωρής ήτο φιλακόλουθος και καλός χριστιανός κ' εγνώριζεν απέξω πολλά «γράμματα της Εκκλησίας» προσέθηκε:

«Παν δώρημα τέλειον άνωθεν εστι καταβαίνον»…

Ο δειλός ληστής κάτω εις τον ορμίσκον τον έρημον ανέπνευσεν. Άλλως δεν απείχε πολύ εκείθεν η θάλασσα. Καθ' όλον το διάστημα τούτο ενόμιζεν ότι όπισθεν κατεδίωκον αυτόν τα φοβερά του ρεύματος φαντάσματα, αι άυλοι Νεράιδες. Τα αγκυλωτά κλαδία, άτινα εν τη λόχμη διηγκύλονον τας άκρας του στρατιωτικού του ιματίου και το όπισθεν κρεμάμενον βαρύ μέρος της εφθαρμένης πείρας, εξελάμβανεν ως τας σατανικάς χείρας των κακοποιών πνευμάτων, αίτινες απειροπληθείς, μακραί κ' αιχμηραί ημιλλώντο περί της συλλήψεώς του, η μία αφίνουσα αυτόν και η άλλη λαμβάνουσα ατελευτήτως κατά διαδοχήν κ' εθραύοντο κατά την αγωνιώδη διάβασιν τα ξηρά τσαρπάλια κ' εκρότουν αγρίως και τον κρότον εκείνον εξελάμβανεν ως την φοβεράν φωνήν των φαντασμάτων.

Τότε κατά την εισβολήν του εν τω δρυμώ απέμεινεν εκεί, διαγκυλωθέν υπό τινος ακανθωτού και σκληρού θάμνου, το όπισθεν μέρος του δισακκίου, εν ώ περιείχετο τα χρυσίον, όπερ αισθανθείς εν τη ορμή του συλληφθέν, ενόμισεν ότι αι Νεράιδες, συλλαβούσαι, είλκον αυτό εν βία προς τα όπισθεν. Ο δε Θανάσης εναγκαλισθείς σφιγκτότερον τότε το εμπρόσθιον μέρος της πήρας, ενώ περιείχοντο οι ξηροί άρτοι, νομίζων ότι εβάσταζε το χρυσίον, ώρμησε βιαιότερον προς τα εμπρός, όπως ελευθερωθή από των χειρών, ως εφαντάζετο, των βεβακχευμένων γυναικών.

Τότε θραυσθέντος του αιχμηρού ξηρού κλώνου, του εμπαγέντος εν τω όπισθεν σάκκω της πεπαλαιωμένης πήρας, διερράγη μέρος αυτής, δι' ου υποχώρησαν το βαρύ χρυσοφόρον δοχείον κατέπεσε, κυλισθέν επί των θάμνων κάτω.

Εκεί παρ' ολίγον να πέση άπνους ο ληστής. Τότε εθόλωσεν ο νους του, ότε, κρατηθέντος του δισακκίου, ενόμισεν ότι ενεπάγη ακίνητος εκεί, ασφαλής λεία των φαντασμάτων. Μυρίαι όψεις τον περιεκύκλωσαν — ούτω διηγείτο κατόπιν — όψεις παραδόξως ωραίαι και παραδόξως δυσειδείς, κράμα τερατώδες νεάνιδος και γραίας, οφθαλμοί γλυκείς και άγριοι, λαμπροί κ' εσβεσμένοι, στόματα με οδόντας και χωρίς οδόντας, κεφαλαί με πτερά ταώνων, με λοφιάς τσαλαπετεινών, με παντοία κέρατα, σώματα ως γυναικών και σώματα ως κυνών, σατανάδες ανθρώπινοι, ενεδρεύοντες εν στιγμή τινι του βίου να συλλάβωσι την δύσποτμον λείαν των, την ριπτομένην υπό της τύχης εν τω μέσω του ορχουμένου θιάσου αυτών. Ούτω τερατωδώς εις τους οφθαλμούς του ενεφανίσθησαν τα ωραία και αγγελόμορφα φαντάσματα των Νεράιδων.

Επήρε τον ανασασμόν του μια, όταν ηλευθερώθη από του ημίσεως φορτίου του, και μετ' ολίγον ευρέθη κάτω εις την παραλίαν. Όπισθεν της λόχμης ήτο ευρύ μονοπάτιον.

Οι δύο άλλοι γέροντες λησταί φθάσαντες προ αυτού είχον ήδη έτοιμον την λέμβον εν τη θαλάσση κατά τας διαταγάς του αρχιληστού, όστις ενεφανίσθη και αυτός μετ' ολίγον, ασθμαίνων.

Κατά την βεβιασμένην από του Μοναστηρίου αναχώρησιν, υποπτεύσας ο αρχιληστής ότι θα επροδόθη υπό του δραπετεύσαντος θυρωρού, επανήρχετο εις Κεχρεάν μετά πολλών προφυλάξεων. Όταν ανέβησαν επάνω εις την κορυφογραμμήν, από της οποίας εφαίνοντο εξ ενός η κώμη κ' εξ άλλου η Κεχρεά, διέταξεν οι μεν δύο γέροντες ως πρόσκοποι να βαδίζωσιν από των κορυφών, προσέχοντες προς το αντίθετον μέρος, ο δε Θανάσης, ο έχων το χρυσίον, ο αφωσιωμένος του σύντροφος, να καταβαίνη από του ομαλού διά της μεγάλης οδού και του ρεύματος. Ο αρχιληστής θα τον ηκολούθει. Ο καπετάν Γεώργης πονηρός και δόλιος, παρατηρήσας ότι ο πιστός αυτώ Θανάσης εκ του προς τες Νεράιδες φόβου του ανεκάλυπτε πρώτος πάσαν κίνησιν φύλλων και κλάδων, οσάκις διήρχοντο από ρευμάτων ή από δασών, διέτασσεν αυτόν να βαδίζη πάντοτε εμπρός, ίνα ανακαλύπτη ευκόλως πάσαν ενέδραν ή στρατιωτικήν κίνησιν.

— Το καλλίτερο καραούλι είνε ο δειλός, έλεγε πολλάκις. Αλλά τότε ο αρχιληστής παρέμεινεν εις την κορυφήν επί μικρόν, διότι ενόμισεν ότι είδε κίνησιν ανθρώπων, εξερχομένων εκ της κώμης. Είχεν οξύ το βλέμμα ως άγριον πτηνόν. Άλλως η κώμη απείχεν εκείθεν μίαν και ημίσειαν ώραν κατωφερώς. Εσύριξε προς τον Θανάσην — σημείον ίνα σπεύδη — και μετ' ολίγον, αφού κατεσκόπευσε τα πέριξ καλώς, κατήλθε βιαίως και ούτος, αφού εβεβαιώθη ασφαλέστερον περί του επικειμένου κινδύνου, διότι οι αναφανέντες οπλοφόροι διηυθύνοντο προς το Μοναστήριον.

Και τωόντι, όταν ο καπετάν-Θοδωρής και αι γυναίκες εθεώντο εν μυστηριώδει εκστάσει τον ανακαλυφθέντα θησαυρόν, θα διήρχετο από έμπροσθέν των ανύποπτος όλως ο αρχιληστής, αν το συμβάν εις τον Θανάσην δεν ηνάγκαζε και αυτόν να παραστρατήση προς το βουνόν. Ιδών δηλαδή μακρόθεν τον Θανάσην ορμώντα προς τα επάνω, και διασχίζοντα ως μαινόμενον την πυκνή λόχμην, έκρινεν ότι και αυτός θα έπραττε φρονίμως να τον ακολουθήση, αφίνων την πεπατημένην οδόν. Και ούτω και ο αρχιληστής περίφοβος, υποπτεύων ενέδραν, παρεξέκλινε, και διά των ορέων βαδίζων κατόπισθεν σχεδόν του Θανάση, κατήλθεν εις τον απόκεντρον όρμον.

— Εμπρός 'ς τα κουπιά! διέταξεν ο αρχιληστής επιβάς τελευταίος εις την λέμβον, ήτις εκινήθη αποτόμως ένθεν και ένθεν εκ του βαρέος αυτού πατήματος.

Ο Θανάσης ούτε ενόησε πώς ευρέθη εν τη λέμβω. Τόσον ήτο τεταραγμένος ακόμη. Εισήλθε και εκάθησε κρατών σφιγκτά μεταξύ των χειρών του εν τη αγκάλη του το εφθαρμένον δισάκκιον, βαρύ και δυσβάστακτον εκ των έμπροσθεν και κενόν εκ των όπισθεν.

Έλαβον τας κώπας οι λοιποί και απεμακρύνθησαν ολίγον από της παραλίας κατευθυνόμενοι προς βορράν, αθέατοι, υπό τους υψηλούς βράχους, κατά πρώτον γιαλό-γιαλό πλέοντες.

Και τότε μόνον ο αρχιληστής, καθησυχάσας, ανεζήτησε τον σάκκον, εν ώ περιείχετο το χρυσίον.

Το δισάκκιον εκράτει σφιγκτά ακόμη ο πιστός Θανάσης.

Πλην εκπλήσσεται ο αρχιληστής μη ανευρίσκων εντός το χρυσοφόρον δοχείον.

Εκπλήσσεται και ο Θανάσης.

Εκπλήσσονται και οι άλλοι δύο, οίτινες εκωπηλάτουν, οι δύο γέροντες.

Ο αρχιληστής έκφρων εκκενώνει το ήμισυ δισάκκιον, και πίπτουσιν οι ξηροί του μοναστηρίου άρτοι, κτυπώντες επί των σανίδων της λέμβου θλιβερώς ως σκληροί λίθοι.

Προσέβλεψεν αγρίως τότε τον Θανάσην ο αρχιληστής. Το βλέμμα του έπνεε πυρ και φλόγας. Όλη η αγωνία της καρδίας του κατά την ύποπτον αυτήν πορείαν εξέσπασεν εις μανίαν.

Υποπτεύει ότι ο Θανάσης κατεχράσθη την εμπιστοσύνην του, αποκρύψας το χρυσίον, και μαίνεται κ' εκ της μανίας δεν δύναται να αρθρώση λέξιν.

Τότε μόλις εκ του νέου τούτου τρόμου συνήλθεν ο δειλός Θανάσης. Ο νέος φόβος απεδίωξε τον παλαιόν.

— Θα τα πήραν τα χρήματα αι Νεράιδες! λέγει με αφέλειαν μωρού ανθρώπου.

Εις τους πυρίνους του αρχιληστού οφθαλμούς νέαι φλόγες απήστραψαν.

Ο δε Θανάσης προσθέτει:

— Όταν μου έδωσες το δισάκκι, τα χρήματα ήσαν εις το εμπροσθινόν μέρος, το οποίον εβαστούσα καλά με τα δυο μου χέρια 'ς την αγκαλιά μου. Αλλ' όταν επάνω εις το βουνόν εσταμάτησα διά να ξεκουρασθώ, άφησα το δισάκκι, και όταν το ξαναπήρα, κατά λάθος τα χρήματα ήσαν εις το πίσω μέρος και εγώ εκράτουν σφιγκτά το εμπροσθινόν με τα ψωμιά. Ω! Τι έπαθα!

 — Και πού είνε τα χρήματα τώρα! κραυγάζει πάλιν ο αρχιληστής
αγριώτερον, μη εννοών.

 — Θα τα πήραν αι Νεράιδες! επαναλαμβάνει ο Θανάσης. Ο αρχιληστής
εβρυχάτο ως λέων, εκ της μανίας αδυνατών να κινηθή καν.

Ο δε Θανάσης εξακολουθεί να διαμαρτύρεται προοιμιαζόμενος πάλιν ότι αν ήθελε να κλέψη τον αρχηγόν του, δεν θα είχε τόλμην να εμφανισθή πλέον ενώπιόν του, διότι εγνώριζεν ότι ήθελε κινήσει την οργήν του. Και θρηνεί.

Και ούτω θρηνών αφηγείται το συμβάν επάνω εις το ρεύμα, υπό την γενικήν αγανάκτησιν των συντρόφων όλων.

Παρ' ολίγον ν' ανατρέψη την λέμβον εκ της οργής ο αρχιληστής και να πνιγώσι πάντες εις την θάλασσαν.

Οι δύο γέροντες προέτεινον ν' αποβιβασθώσι πάλιν κ' επανέλθωσιν εις το μέρος, όπου, ως έλεγεν ο Θανάσης, είδε τα φαντάσματα.

Η πρότασις ήτο καλή.

Αλλ' ήδη ηκούοντο επάνω εγγύς της παραλίας πυροβολισμοί συνεχείς.

— Σκύλε, Θανάση! είπε φρυάττων ο αρχιληστής.

Έλαβον τότε οι λησταί τας κώπας, τέσσαρας μεγάλας και στερεάς, και απεμακρύνθησαν ταχέως προς την αλίμενον ακτήν του Πηλίου, σιωπηλοί και αγρίως κατηφείς, ως ν' απώλεσαν εν τη μάχη τον καλλίτερον σύντροφόν των.

Τη επαύριον οι περιπολεύοντες ακόμη αγροφύλακες ανεκάλυψαν εις την έρημον εκείνην ακτήν της νήσου πτώμα χωροφύλακος, σχεδόν διαμελισμένον.

Ήτο το πτώμα του δειλού Θανάση, ον ο αρχιληστής διεμέλισεν εν τη ληστρική οργή του.

Οι μοναχοί, εις ους επεδείχθη υπό του δημάρχου, τον ανεγνώρισαν. Τόσην δ' αίσθησιν είχε προξενήσει εις αυτούς ο ληστής ούτος, ώστε και διαμελισμένον το σώμα τοις εφαίνετο ότι εκράτει ακόμη το τσιτσιρίζον τηγάνιον.

— Αυτός είνε ο άθλιος, έλεγεν ο ρινόφωνος οικονόμος της Μονής πάτερ-Σισώης, προσθέτων και το ρητόν αργά-αργά: — Λάκκον ώρυξε και ανέσκαψεν αυτόν… ».

Ο στρογγύλος θυρωρός της Μονής, ότε ίστατο εμπρός εις το αρχονταρίκιον και ανέκρινε δευτέραν φοράν σιωπηλώς διά των οφθαλμών του τους ξένους εκείνους, τους τόσον οικείως εισελθόντας εις το Μοναστήριον, παρετήρησεν ότι από του φαινομένου αξιωματικού της χωροφυλακής έλειπον τα σύμβολα του βαθμού του — αι σαρδέλλες λεγόμεναι τότε — ένθεν κ' ένθεν του περιλαιμίου. Ο πονηρός μοναχός, διαμείνας άλλοτε εν Αθήναις, μετά πολλής περιεργείας εξηκρίβωνε τα του στρατού μάλιστα, έχων κλίσιν περί την πολεμικήν τέχνην.

Πολλάκις ο άνθρωπος εμφανίζει κλίσεις εις πράγματα διά τα οποία είνε όλως διόλου ακατάλληλος.

Παρετήρησε προσέτι, — τούτο ήτο λεπτότατον — ότι ο πίλος του υπομοιράρχου έφερεν έν σειρίτιον διαφόρου χρωματισμού των επί της στολής των άλλων.

Ταύτα πάντα παρέσχον αυτώ υπονοίας περί των ξένων και εθεώρησε φρόνιμον να κυλίση τον κατήφορον κρυφά-κρυφά, διά να γνωστοποιήση τας υπονοίας του εις τον ηγούμενον. Διά τούτο αναζητηθείς τότε ο θυρωρός υπό των ληστών, περιφρονησάντων αυτόν διά το ανάστημά του κατά πρώτον, δεν ευρέθη.

Και ιδού ότι ο άνθρωπος ουδένα πρέπει να περιφρονή εις αυτόν τον κόσμον.

Και κατ' αρχάς μεν εξήρχετο της Μονής ο θυρωρός, χωρίς να έχη σαφή ιδέαν περί των πραγμάτων, αλλ' όταν επροχώρησεν ολίγον, και είδε να κλείηται και ν' ασφαλίζηται η πύλη διά του σιδηρού μοχλού, και ήκουσε τέλος — δεινόν ειπείν! — ήκουσε γοερώς αντηχούσαν την φωνήν του μαγείρου, κραυγάζοντος «κλέφτες!», όταν τον είχε κτυπήσει ο αρχιληστής, ως είδομεν, τότε εκαθαρίσθησαν πλέον αι ιδέαι του στρογγύλου μοναχού, γενόμεναι στρογγυλώτεραι και μετά μίαν ώραν ήτο εις το Μετόχιον και μετά ταύτα εις την κώμην, όπου τον είδον περίφοβοι οι άνθρωποι, εις την αγοράν κυλιόμενον ως βαρέλιον διά της παραλίας και κραυγάζοντα «κλέφτες!» χωρίς να ίσταται και χωρίς να διασαφηνίζη το πράγμα, έως ου ενεφανίσθη ενώπιον του δημάρχου. Πάραυτα κατόπιν διά συγκεχυμένων λόγων διεδόθη εν τη κώμη, η φοβερά είδησις.

— Πάτησαν το Μοναστήρι! έλεγεν ο έτερος προς τον έτερον.

— Πάτησαν το καινούργιο Μοναστήρι! επανελάμβανεν άλλος. Και εις όλον το χωρίον αντήχει η βοή:

— Πάτησαν το Μοναστήρι!

Και έκλειον οι άνθρωποι τα μαγαζεία και ησφάλιζον αυτά, και έκλειον αι γυναίκες τας θύρας και τα παράθυρα. Αμέσως αι οδοί ηρημώθησαν.

Και μόνον ο Γέρω-Γιάννης έτρεχεν, ο αστυνομικός κλητήρ, με τα τσακμάκια εις τα θυλάκια και το καρυοφύλλι του εις τον ώμον ανεβοκατεβαίνων την αγοράν και την δημαρχίαν, και εκάλει τους πολίτας εις τα όπλα κρούων τον μέγαν κώδωνα του ναού.

Το παραχθέν αίσθημα ήτο και φόβος και θλίψις. Φόβος μεν, διότι δεν εγνώριζον περί της συμμορίας εκ πόσων συνέκειτο και τι σκοπούς ακόμη είχε· θλίψις δε, διότι εγνώριζον ότι η Μονή του Ευαγγελισμού είχεν αποταμιεύματα πλούσια.

Και το εσέβοντο οι άνθρωποι το ιερόν Κοινόβιον και το ηγάπων. Οι πτωχοί το είχον ως πτωχοτροφείον και οι γέροντες ως γηροκομείον. Τας εορτάς του Πάσχα και των Χριστουγέννων φορτώματα εμοίραζε κάτω εις τον λαόν τον σίτον και το έλαιον.

Ούτως ο δήμαρχος επί κεφαλής οπλοφόρων εξήλθεν εις τα όρη προς ανακάλυψιν των ληστών, παρακολουθούντος και του ηγουμένου. Κατά πρώτον μετέβησαν εις την Μονήν, όπου εύρον τους μοναχούς δεμένους ακόμη, κ' έμαθον ασφαλώς πλέον την γενομένην συμφοράν.

— Ωχ! έκλαιεν ακόμη θρηνών ο ρινόφωνος γραμματεύς και οικονόμος πάτερ-Σισώης, κλειδωμένος εν τω κενώ ταμείω.

Και αντήχει γοερώς η φωνή του εις την έρημον κόρδαν των κελλίων ως νυκτικόρακος στεναγμός.

— Μας επρόδωσαν, κύριε δήμαρχε! επανελάμβανεν ο γέρων αρχοντάρης. Μας επρόδωσαν! Τα εγνώριζον όλα. Ακόμη και τα κλειδιά, τα οποία είχον εις τον κόρφον μου!

Μετά ταύτα διηρέθησαν εις δύο σώματα και ο μεν Γέρω-Γιάννης απήλθε προς το Κάστρον, ο δε δήμαρχος προς την Κεχριάν. Είνε τα δύο αγριώτερα και απροσιτώτερα μέρη της νήσου.

— Τον νου σου, και τα τσακμάκια σου, Γέρω-Γιάννη, είπεν ο δήμαρχος, αποχωριζόμενος από τον κλητήρα του.

Και κατήλθε προς την θάλασσαν, του ηγουμένου, ενός ασκητικού και ξηραγκενού μοναχού, λίαν ιεροπρεπούς, κατόπιν του πεζοπορούντος και αυτού, και μη δυναμένου ούτε λέξιν να εκστομίση εκ της θλίψεως.

Εις το πέλαγος ουδεμία λέμβος εφαίνετο. Εις τα δάση και τα ρεύματα ουδέν σημείον ύποπτον παρετήρησαν. Και ότε, ιστάμενοι επί λόφου εγγύς της ακτής διελογίζοντο να επανέλθωσιν άπρακτοι, εξεκένωσαν τα όπλα των εις το πέλαγος, αγανακτούντες διά την αποτυχίαν των ερευνών των, τότε οι λησταί ακούσαντες τους πυροβολισμούς, απεμακρύνθησαν βορειότερον και είτα ετάχυνον διά του πελάγους. Και όταν ανήχθησαν πλέον μακράν, τότε είδον την λέμβον οι οπλοφόροι. Πάραυτα ο δήμαρχος έκρουσεν εξ απογνώσεως τας παλάμας του. Εννόησεν ότι οι λησταί διεξέφυγον εκ των χειρών των. Διότι ο λιμενάρχης είχε διατάξει ουδεμία λέμβος να εξέλθη του λιμένος την ημέραν εκείνην. Η δε ταχέως απομακρυνομένη των ακτών της νήσου βεβαίως δεν θα ήτο καλή λέμβος.

— Πάει, βρε παιδιά, μας γλυτώσανε! είπε τεθλιμμένος και επανεκτύπησε τας παλάμας του.

Εξεκένωσαν τότε και δευτέραν φοράν τα όπλα των οι οπλοφόροι, άτινα αντήχησαν πενθίμως επί της λείας επιφανείας της θαλάσσης, αποχαιρετισμός ηχηρός προς τους απομακρυνομένους ληστάς και τας φευγούσας ελπίδας των.

— Αιωνία των η μνήμη! είπεν ο δήμαρχος. Τι άλλο να είπη;

Και θέλων να διασκεδάση την θλίψιν του ηγουμένου ηρώτησεν ολίγον ατόπως:

— Τάλληρα ήτανε, γέροντα, ή λίρες;

Ο ηγούμενος εξηκολούθει να ήνε άφωνος. Ενόμιζες ότι αι λευκαί τρίχες του παχέος μύστακος αυτού απέκρυψαν τελείως το στόμα του.

Και μόνον ένα θρήνον τώρα εξέβαλεν υπόκωφον.

— Και τα είχαμε διά την ζωγραφίαν της Εκκλησίας! . . .

Ο καπετάν-Θοδωρής, επιβαίνων του οναρίου του, ως όταν από ευτυχούς ταξειδίου επανήρχετο με το βρίκιόν του φορτωμένος τάλληρα ισπανικά, — στιγμάς τινας μάλιστα εξέλαβε τας ευτελείς του ζώου ηνίας ως το μεγαλοπρεπές πηδάλιον του βρικίου του — μετά φαιδράς απαθείας εθεώρει τα βουνά και τα δένδρα, δι' ων διήρχετο σείων την κεφαλήν του κανονικώς, συμφώνως προς τας κινήσεις του οναρίου, και ονειρευόμενος ποικίλα σχέδια, κατά τα οποία διερρύθμιζε φρονιμώτερον τον ανακαλυφθέντα θησαυρόν, την πλουσίαν μοίραν των θυγατέρων του. Και συνεχώς δι' αιχμηρού ξυλαρίου εκέντα εις τα οπίσθια το βραδύ ζώον. Αι δε γυναίκες φορτωμέναι τα φύλλα ηκολούθουν κρυφομιλούσαι και αυταί και σχεδιάζουσαι μυρία όσα ευτυχή σχέδια, ουδέ ησθάνοντο το βάρος του συμπεπιεσμένου σάκκου εκ της χαράς, ήτις επλήρου την καρδίαν των τας ευδαίμονας εκείνας ώρας. Και δι' απατήτων ατραπών, αποφεύγουσαι τας συναντήσεις, έφθασαν εις την οικίαν των, χωρίς να εννοήσωσι και αυταί πώς τόσον ελαφρώς διήλθον το τρίωρον εκείνο διάστημα. Παρά πολύ δε κατεπλάγησαν ευρούσαι την ωραίαν κώμην σιωπηλήν, ως έρημον, και όλα εν αυτή κατάκλειστα και μόνον τους κύνας ανερευνώντας τροφήν.

Μόλις δε είχον εισκομίσει τους σάκκους των φύλλων, προφυλάξασαι τον θησαυρόν αι γυναίκες εις ασφαλές μέρος, ίνα κατόπιν την νύκτα τακτοποιήσωσιν αυτόν, και ήρχισαν να ρίπτωσι με χαράν δροσερά φύλλα εις το καματερόν, το οποίον εθεώρουν και του χρυσίου πολυτιμότερον, και ιδού προσέρχεται η γειτόνισσα ασθμαίνουσα.

— Αρί-σείς, ήρθατε! Εγώ πλειο τρόμαξα 'ς το δρόμο. Αι γυναίκες ουδέν εννόουν.

— Πάτησαν το Μοναστήρι! Δεν το μάθατε! Βούιξε όλο το χωριό.

— Πάτησαν το Μοναστήρι! Είπεν εκπεπληγμένος ο καπετάν-Θοδωρής, ως άνθρωπος του οποίου ωραίον όνειρον διέκοψε ξηρός κρότος ατακτούσης γαλής.

— Εγώ όταν κατέβαινα από το κτήμα, επανέλαβεν η γειτόνισσα, είδα τον κόσμο που πήγαιναν ωπλισμένοι.

Και διηγήθη τότε η φλύαρος γραία μετά πολλής ζωηρότητος όλην την ιστορίαν της ληστείας μετά περιγραφών γυναικείας φαντασίας.

Ο καπετάν-Θοδωρής ήτο ευσεβής άνθρωπος. Η Γερακούλα, αυτή πλέον ήτο η προσωποποίησις της ευσεβείας και αρετής. Αι τέσσαρες θυγατέρες των, αι τέσσαρες ξανθαί αδελφαί, ήσαν τύπος και ομοίωμα της μητρός απαράλλακτον. Οικογένεια πάσχουσα, πλην φοβουμένη τον Θεόν.

Ήκουσεν η Γερακούλα ότι οι λησταί παρουσιάσθησαν ως χωροφύλακες και ότι εντός δισακκίου εφορτώθη ο είς τούτων τον θησαυρόν, και ανεμνήσθη πάραυτα του δειλού εκείνου χωροφύλακος, ον πρώτην φοράν έβλεπον εις την νήσον.

Ήκουσαν αι θυγατέρες ότι τον θησαυρόν του Μοναστηρίου έλαβον ως ήτο μετά του αρχαίου κυλινδρικού δοχείου, του οποίου το επικάλυμμα έφερε την εικόνα του Ευαγγελισμού, ήκουσε και ο καπετάν-Θοδωρής ότι ο θησαυρός απετελείτο εκ χρυσών νομισμάτων αυστριακών, γαλλικών και τουρκικών.

Και επείσθησαν πάραυτα όλοι ότι ο θησαυρός των, ον μετά τόσης κρυφής χαράς εκόμιζον, ην ο θησαυρός της σεπτής της νήσου μονής.

Και αντί ν' αφανισθή από των οφθαλμών των η χαρά, ως ήτο φυσικόν διά πάντα άλλον διάφορον έχοντα ανατροφήν, απ' εναντίας εμεγαλύνθη, επληθύνθη κ' εξέλαμπον εξαισίως τα πρόσωπα αυτών από της ηδίστης εκείνης ενδομύχου συναισθήσεως ότι εγένοντο αίτιοι να διασωθή ο θησαυρός πεφιλημένου Μοναστηρίου.

— Να τα δώσωμεν! Εφώνησαν αγαλλόμεναι, μια φωνή όλαι.

— Να τα δώσωμεν, πατέρα! επανέλαβον αι τέσσαρες θυγατέρες.

Ο γέρων ητοιμάζετο να εξέλθη εις συνάντησιν του δημάρχου, όπως αναγγείλη αύτω την χαρμόσυνον είδησιν και τον αστείον της διασώσεως του θυσαυρού τρόπον, ότε η Γερακούλα βλέπει έξωθεν της οικίας των — έκειτο έξω εις το άκρον της πόλεως, εν τη κεντρική προς τας εξοχάς οδώ — διερχομένους τον δήμαρχον και τον ηγούμενον, οίτινες πλήρεις κόνεως και ακανθωτών κολλητσίδων εις τα ενδύματα, κάθιδροι και καταπεπονημένοι, επανήρχοντο κατηφείς εκ της ακάρπου καταδιώξεως των ληστών.

Ο γέρων παρεκάλεσεν αυτούς να εισέλθωσι· και ανήγγειλεν αυτοίς πάραυτα την ανεύρεσιν του θησαυρού της Μονής.

Ο ηγούμενος προς το άκουσμα τούτο προσήλωσε τους οφθαλμούς του ακίνητος εις το πρόσωπον του καπετάν-Θοδωρή.

Ο δήμαρχος έκαμε κίνημα δυσεξηγήτου εκπλήξεως βλέπων προς την στέγην.

Αι τέσσαρες θυγατέρες παρίσταντο μετά σεβασμού μ' εσταυρωμένας τας χείρας.

Η δε Γερακούλα έσπευσε κ' εκόμισε το κυλινδρικόν χρυσοφόρον δοχείον, το ευρεθέν εν τω δάσει, ανέπαφον, φέρον επί του επικαλύμματος την εικόνα του Ευαγγελισμού.

Τότε μόλις συνήλθεν από της εκπλήξεως ο ηγούμενος, αποκαθηλώσας τους επί του γέροντος ακινήτους οφθαλμούς του, και κινήσας αυτούς επανειλημμένως από του ανευρεθέντος θησαυρού προς τον δήμαρχον και από τούτου προς τον καπετάν-Θοδωρή. Προς τας γυναίκας ουδόλως έστρεφε το βλέμμα ο ερημικός μοναχός, των ασκητικών διατάξεων μη επιτρεπουσών τούτο.

Και ήρχισε πάραυτα η Γερακούλα να διηγήται πώς συνηντήθη μετά του δειλού εκείνου χωροφύλακος εις Κεχριάν και πώς ενίσχυσε τον φόβον του, χωρίς να γνωρίζη ότι ήτο ληστής, και περιπλέον αγνοούσα ότι έφερε μεθ' εαυτού ληστεύσας τον θησαυρόν του Μοναστηρίου, «ως να την είχε φωτίση η Μεγαλόχαρη, που δεν ήθελε να χαθώσιν έτσι οι κόποι της».

Ανεκλάλητος ήτο μετά ταύτα η χαρά και ο θαυμασμός του ηγουμένου και του δημάρχου. Δεν είξευρον τι να θαυμάσωσι περισσότερον, την ευφυά επίνοιαν της Γερακούλας, διασωζούσης τον θησαυρόν, ή την ευσέβειαν όλης της οικογενείας παραδιδούσης τα διασωθέντα.

Εις τον κοσμικόν του δημάρχου νουν εφαίνετο υψηλότερον το δεύτερον, η παράδοσις του θησαυρού. Εις τον νηπτικόν όμως λογισμόν του ηγουμένου εξέλαμπε φαεινότερον ως μεγάλη πανηγυρική λαμπάς η λαμπρά επίνοια της Γερακούλας, υπό θείας αυγής φωτισθείσης την στιγμήν εκείνην εν τω δάσει, όπερ προϋποτίθησι την ευσέβειαν της γυναικός και της οικογενείας πάσης. Και αν δεν προϋπήρχεν αύτη εν τη καρδία των ανθρώπων τούτων, εσκέπτετο ο ηγούμενος, δεν εισέδυεν η φωτιστική εκείνη ακτίς, το αγνόν και θείον φως, όπερ εν τω κόσμω καλείται ευφυία, ήτις συνετέλεσεν εις την διάσωσιν των κλαπέντων.

Έλαμπον τα πρόσωπα πάντων.

— Εγώ, εγώ, εφώνει η καλή Γερακούλα, έσωσα τον θησαυρόν. Και επανέλαβε μίαν ακόμη φοράν το περιστατικόν ως εγένετο, τελειότερον ήδη και ζωηρότερον, παρελθούσης της πρώτης συγκινήσεως, ως συμβαίνει πάντοτε εις τον νικητήν, όστις την πρώτην φοράν συγκεχυμένος θ' αφηγηθή τας ανδραγαθίας του.

Και τώρα μόλις ο δήμαρχος και ο ηγούμενος καθησυχάσαντες, τώρα κατά την δευτέραν αφήγησιν ησθάνθησαν πάσαν την λεπτότητα της επινοίας της Γερακούλας, θαυμάσαντες την ευστοχίαν αυτής και τόλμην. Και συνδυάσαντες το αποδιδόμενον εις τας τέσσαρας ξανθοκόμους αδελφάς παρώνυμον προς την εκτύλιξιν του απροσδοκήτου γεγονότος, συνεπέραναν, πρώτου του ηγουμένου εκφράσαντος τούτο, ότι αι τέσσαρες αδελφαί ήσαν προωρισμέναι υπό των μυστικών βουλευμάτων της θείας προνοίας να περισώσωσι τον θησαυρόν της Μονής, όστις βεβαίως άλλως ήθελεν εξαφανισθή διά παντός.

— Η Παναγία θέλει να ζωγραφισθή ο ναός της, είπεν ο ηγούμενος.

Διότι αληθώς τα χρήματα μετά φειδούς και οικονομίας απεταμιεύοντο προς τούτον και μόνον τον σκοπόν, τον καλλωπισμόν του ωραίου Καθολικού.

Ο ηγούμενος, υψώσας τας χείρας, ηυλόγησεν ιεροπρεπώς τους ευσεβείς γονείς πρώτον, και είτα τας σεμνάς θυγατέρας των, ευχηθείς ταχέως ο Ύψιστος ν' ανταμείψη αυτάς κ' εν τω κόσμω τούτω ως Δίκαιος και Πανάγαθος πατήρ.

Μετ' ολίγον όλον το χωρίον ωμίλει περί του συμβάντος και της οικογενείας του καπετάν-Θοδωρή.

Ο δήμαρχος, κήρυξ στωμύλος, διατρέχων την αγοράν και τας οδούς εκήρυττε προς τους κατοίκους το γεγονός, οίτινες μετά θαυμασμού ήκουον και άλλοι μεν έκαμον τον Σταυρόν των, άλλοι δε εχαρακτήριζον όσον σεμνότερον ηδύναντο το πράγμα.

Έπος ολόκληρον συνερράφη προχείρως κ' εψάλλοντο κ' εξυμνούντο αι ξανθόμαλλοι Νεράιδες της νήσου, του σατυρικού παρωνύμου αποκτήσαντες πλέον λάμψιν και κάλλος και γοητείαν. Και αν πρότερον αι άλλαι γυναίκες, λέγουσαι «Νεράιδες», εννόουν πτωχάς τινας νεάνιδας, καταδικασμένας υπό της σκληράς μοίρας να διέρχωνται τον βίον των εις τα ρεύματα και τα δάση, ανυπόδυτοι, εντός ακανθών και τριβόλων συνάζουσαι τον ξηρόν άρτον, την μόνην ευσπλαγχνίαν της πενομένης ζωής των, άνευ ελπίδος αποκαταστάσεως και άνευ μέλλοντος, ήδη εννόουν ωραίας και ξανθάς αδελφάς, ευλογημένας υπό του Θεού, πλήρεις ελπίδων, μ' ευγενή κ' ευσεβή την καρδίαν, ων το λαμπρόν μέλλον αυτή η Παναγία διά χρυσών γραμμών προδιέγραψε.

Και αι ευλογίαι ήρχισαν να πραγματοποιώνται. Εν πρώτοις το ηγουμενοσυμβούλιον της Μονής εψήφισε δωρεάν τεσσάρων χιλιάδων δραχμών προς την ευσεβή του καπετάν-Θοδωρή οικογένειαν. Ο θησαυρός ο περισωθείς της μονής ανήρχετο εις 30,000 δραχμών. Το Δημοτικόν Συμβούλιον ωσαύτως, υπείκον εις εκφρασθείσαν επιθυμίαν γενικώς παρ' όλων των κατοίκων, εδώρησεν ανάλογον ποσόν εις περίθαλψιν του γέροντος πλοιάρχου και ανέγραψε τα ονόματα των τεσσάρων θυγατέρων και της μητρός εν τοις βιβλίοις του δήμου, ίνα διασώζωνται εις τιμήν αΐδιον.

— Αρί-σείς, κορίτσια, τι κάνετε: Είπε τας ημέρας εκείνας η φίλη των γειτόνισσα με το ξηρόν πρόσωπόν της και την πλέον ξηράν ομιλίαν της.

Αι ωραίαι νεάνιδες ανεβασμέναι επί κλιμάκων «ξεκλάδωνον» το καματερόν. Είχον παρέλθει ικαναί ημέραι από των ανωτέρω γεγονότων και αι αγαθαί γυναίκες καταγινόμεναι περί την προσφιλή αυτών βομβυκοτροφίαν είχον «κλαδώση» προ ημερών και έφθασαν ήδη εις το ευφρόσυνον τέρμα, κ' εσύναζον από των κλαδίων τα σχηματισθέντα κουκκούλια. Καθαρά ιμάτια φέρουσαι, ως εν εορτή λευκά κολόβια και λευκούς χιτώνας περί τα άκρα των χειρίδων και της τραχηλιάς με κεντήματα δι' ερυθράς και πρασίνης μετάξης, και έχουσαι επιμελώς κεκαλυμμένην την ξανθήν των κόμην δια λευκών με χρυσούς κροσσούς μανδηλίων της Κωνσταντινουπόλεως, από πρωίας ενησχολούντο εις την ευχάριστον αυτήν εργασίαν, ήτις ως όασις δροσερά εμφανίζεται μετά τον τόσον μόχθον της ανατροφής του μεταξοσκώληκος, ιδίως όταν η ανάπτυξις αυτού επιτύχη και η συγκομιδή των κουκκουλίων είνε άφθονος.

— Αρί-σείς, κορίτσια, επανέλαβεν η γειτόνισσα, είνε αλήθεια πως ταύρατε τα χρήματα;

Μετά την τελευταίαν συνάντησίν των, ότε πρώτη η γειτόνισσα ανήγγειλεν εις την Γερακούλαν και τας θυγατέρας της ότι επάτησαν το Μοναστήρι, ησθένησεν αύτη, καταληφθείσα υπό τινος δεινού των νεφρών πόνου — σύνηθες αυτή — και είχεν ημέρας να έλθη εις την οικίαν του καπετάν-Θοδωρή. Τώρα δε — πρώτη ημέρα της εξόδου της — ενεφανίσθη ωχροτέρα και ξηροτέρα, και διά να ίδη τα κουκκούλια των νεανίδων και διά να βεβαιωθή περί πολλών, τα οποία ήκουεν εν τη ασθενεία της και τα οποία δεν επιστευε και, ως εφαίνετο εκ του τρόπου της, θα επροτίμα μάλλον να μη είνε αληθή παρά να ευρίσκεται εις την δυσάρεστον θέσιν να τα πιστεύη.

Είνε πλασμένοι πολλοί τοιούτοι άνθρωποι.

Αι νεάνιδες και το δεύτερον δεν ήκουσαν. Εξηκολούθουν και αι τέσσαρες να ξεκλαδώνουν με χαράν και να τραγουδούν εύμορφα δίστιχα, χαιρετίζουσαι ούτως την πλουσίαν των κουκκουλίων εσοδείαν, την ευφρόσυνον απόλαυσιν τόσης φροντίδας, αλλά συνάμα και την αιτίαν τόσης ανακουφίσεως προς την πενομένην οικογένειάν των.

— Αρί-σείς, κορίτσια, είπε πάλιν η γειτόνισσα, μετά λαιμαργίας θεωρούσα τα κάνιστρα, τα πεπληρωμένα κουκκουλίων λευκών και κροκωτών ωσάν οι ξηροψημένοι λουκουμάδες, Αρί-σείς, κορίτσια, είνε αλήθεια πως τα δώσατε πίσω τα φλωριά;

Εις όλον το χωρίον δεν ευρέθη άνθρωπος να εκφράση απορίαν διά τούτο. Είπομεν πόσου σεβασμού αντικείμενον ήτο και πόσης αγάπης το σεμνόν Κοινόβιον της νήσου, το γηροκομείον και πτωχοτροφείον αυτής.

Και είτα προσέθηκε μετά τινος πικρίας.

— Αρί-σείς, κορίτσια, είνε αλήθεια πως σας δώσανε συνδρομή από το Μοναστήρι και από την Δημαρχία;

Αι σεμναί και εντροπαλαί νεάνιδες, ήδη εις την υψηλοτέραν καλαμωτήν εγγύς των δοκών της στέγης, εξηκολούθουν να συνάζουσιν ένα-ένα τα κουκκούλια από των πεπληρωμένων κλαδίων, άτινα ως εύμορφα μεταξωτά άνθη απήστραπτον συμπεπλεγμένα ως διά μεταξίνης αράχνης εν μέσω των μαρανθέντων φύλλων των κλάδων.

Ίσως κ' εκ της μελωδικής του άσματος αρμονίας δεν ήκουσαν αι νεάνιδες την ομιλούσαν κάτω γειτόνισσαν, ούτε την είδον, περιφρασσομένην από τον σωρόν των καταρριπτομένων αχρήστων πλέον κλαδίων, άτινα μετ' ολίγας ημέρας θα εχρησίμευον διά τας πυράς, τας αναπτομένας την νύκτα της Γεννήσεως του Προδρόμου προ των πυλών των οικιών, ίνα πηδήσωσιν επάνω αυτών και νέοι και νέαι «για το καλό», ούτως εν νυκτί ιερά και πλήρει μυστηρίου, υπό τας υψηλάς λάμψεις και τας ερυθρωπάς αυγάς ποικίλων φλογών, περατουμένης της συμπαθούς ιστορίας του καματερού, ότε καθ' όλον το χωρίον επάνω των οικίσκων εκ της φαιάς νεφέλης των αναριθμήτων πυρών δεύτερος ουρανός σχηματίζεται με φλογίνους μαρμαρυγάς, έχων αντί άστρων τους απείρους των φλογών σπινθήρας εκεί αφανιζομένους κ' εκεί υπό νέων άλλων αντικαθισταμένους.

Διά τούτο η γειτόνισσα απήλθε κρατούσα τα νεφρά της από τον πόνον ακόμη, αλλ' ίσως από την θλίψιν ότι συνήντησεν εν τω οίκω του καπετάν-Θοδωρή τόσην χαράν, μεγαλειτέραν της παλαιάς, ην τοσάκις προσεπάθησε να μετριάση διά των θλιβερών παρατηρήσεών της.

Πλην άλλη ήτο η χαρά η αληθής και μεγάλη του οίκου τούτου, η επακολουθήσασα μετά τα ανωτέρω συμβάντα, ένδειξις ευγενείας λεπτής των κατοίκων.

Τέσσαρες νέοι εύμορφοι, τέσσαρα καπετανόπουλα, ως από ιερού ενθουσιασμού εμπνευσθέντες, όταν επανελθόντες από του ταξειδίου το φθινόπωρον, ήκουσαν αδόμενον και υμνούμενον το φαιδρόν συμβάν της διασώσεως του θησαυρού του Μοναστηρίου και την αρετήν της οικογενείας ταύτης, ήτις αν και ηδύνατο να αποκρύψη το χρυσίον, διότι ουδείς θα το εγνώριζεν, όμως παρέδωκε τούτο ανέπαφον ως ιερόν και άγιον χρήμα, απεφάσισαν εν τη στιγμή εκείνη της θείας εξάρσεως, καθ' ην ο άνθρωπος μεταβάλλεται όλος εις πνεύμα, υπερήφανος εν τη θεία του ευγενεία και ελευθεριότητι, απεφάσισαν να λάβωσιν ως συζύγους τας τέσσαρας ωραίας αδελφάς, άνευ προικός άλλης, μόνον με τας πλουσίας νυμφικάς ενδυμασίας των και τας λοιπάς επιπλώσεις του οίκου, προικιά κατασκευασθέντα διά της δωρεάς του Μοναστηρίου.

Εξήλθον και οι τέσσαρες ευγενείς νέοι εις περίπατον, έξω εις τους κήπους του χωρίου, όπου ωραίαν τινά ημέραν και αι τέσσαρες ξανθαί αδελφαί, χαριτωμέναι κ' εύμορφοι «έβγαζαν το μετάξι», κομίζουσαι εντός κανίστρων εις τα μαγκάνια την άφθονον συγκομιδήν των κουκκουλίων των, εκεί όπου αι επιτήδειαι μαγκανάρισαι, βυθισμέναι μέχρι της οσφύος εντός λάκκου, με την μίαν χείρα ανακατόνουσι τα εντός εκτισμένης εκεί μεγάλης χύτρας βράζοντα κουκκούλια, ενώ με την άλλην γυρίζουσι μετά τέχνης τον μέγαν ξύλινον τροχόν του μαγκάνου, εν τω οποίω περιτυλίσσεται λεπτή και στίλβουσα ως χρυσός η λευκή και κιτρίνη μέταξα, των παρθένων παρισταμένων εν χαρά και υπηρετουσών. Αι νεάνιδες ιδούσαι κοντοσταθέντας τους νέους, ετάχυναν το βήμα περισσότερον, επί του ατάκτου λιθοστρώτου αργά βαίνουσαι και κατεβίβασαν προς τους οφθαλμούς αιδημόνως τας λευκάς μανδήλας των. Πλην οι τέσσαρες νέοι επρόλαβον και είδον την ξανθήν των καλλονήν και τον άφθονον πλούτον των νεανικών χαρισμάτων. Και ως ήτο η φαντασία των ζωηρά εκ των ακουσθέντων περί αυτών, εφάνησαν και αι τέσσαρες νεάνιδες εις τους οφθαλμούς των πολύ ωραιότεραι παρ' ό,τι ήσαν, ηπλωμένης περί αυτάς και χρυσής νεφέλης ευσεβείας και αρετής, υπό την οποίαν έθελγεν ακτινοβολούσα η σωματική καλλονή των, ως ο αδάμας εντός πλουσίου φωτός.

Ο γέρων ευφροσύνως ήκουσε την ανέλπιστον πρότασιν. Η Γερακούλα, αν και αι αναμνήσεις της από της θαλάσσης ήσαν τόσον πικραί, με χαράν ωσαύτως το ήκουσε το χαρμόσυνον άγγελμα, θεωρήσασα τούτο ως άνωθεν προωρισμένον υπό της θείας προνοίας, δεν εσυλλογίσθη καν τας θλίψεις και την αβεβαιότητα του θαλασσινού βίου. Άλλως, τι εν τω κόσμω είνε βεβαιότερον;

Και μετά τινας ημέρας, αφού ητοιμάσθησαν τα πάντα, ετελέσθησαν οι τέσσαρες γάμοι εις τέσσαρας Κυριακάς εν σειρά, εορτάζοντος και χορεύοντος γάμους και χαράς όλου του χωρίου.

Με πόσην αγαλλίασιν τότε η αγαθή μήτηρ, η πτωχή πλην φαιδρά Γερακούλα, εκαμάρωνε την τελευταίαν Κυριακήν εις τον τελευταίον γάμον! Εστεφανώνετο η μικροτέρα και ξανθοτέρα θυγάτηρ, η αιθέριος και τρυφερά νύμφη, η τελευταία Νεράιδα του χωρίου, η εικοσαέτις Φανιώ.

Ο καπετάν-Θοδωρής, καθήμενος εις τον καναπέ και ροφών τον ναργιλέ του τον πεφιλημένον, τον οποίον του ημπόδισαν οι ιατροί — έκαμνε κατάχρησιν τας ημέρας εκείνας — όλος χαρά και αγαλλίασις, ο υπερήφανος και ευγενής γέρων καπετάνιος, έβλεπε τον μέγαν χορόν, όστις εκλόνιζεν εκ θεμελίων την οικίαν όλην· κ' έτριζε το πάτωμα το καινουργές, κ' έτριζον τ' αγγειοπλαστικά κομψοτεχνήματα, ποτήρια και πινάκια επί των μακρών αραφίων. Εχόρευον αι τέσσαρες νύμφαι θυγατέρες του, αι τέσσαρες Νεράιδες με τα ξανθά μαλλιά και με τα χρυσά στολίδια, φέρουσαι ως πόρπας εις την χρυσήν ζώνην τα μαλαμμοκαπνισμένα τσαπράκια, δώρα γαμήλια του ευλαβούς του Μοναστηρίου ηγουμένου, όστις ουδέποτε έπαυσε να τας ευλογή και τας μνημονεύη τας εναρέτους αδελφάς.

Εχόρευον οι τέσσαρες γαμβροί του καπετάν-Θοδωρή, ευγενή καπετανόπουλα, υπό τας ευλογίας του Θεού και τας ευχάς όλου του χωρίου, τέσσαρες σεμνοί νέοι, ευλογηθέντες μετά τεσσάρων σεμνών κ' ευσεβών παρθένων και ζηλευτών νοικοκυράδων. Και έσυρε τον χορόν τον μέγαν αυτόν του τελευταίου γάμου η Γερακούλα, η ευτυχής μήτηρ.

Έλαμπον τα φώτα καθ' όλην την νύκτα, αιθερίως μαρμαίροντα επί των χρυσοκεντήτων των νυμφών στολισμάτων, κ' έλαμπον περισσότερον τα πρόσωπα των ωραίων και ξανθών νυμφών.

Και μέσα εις τα τραγούδια των καλεσμένων, επανέλαβε και ο καπετάν- Θοδωρής το τραγουδάκι του, όπου πρώτην φοράν το είχε τραγουδήσει εις το Ρεύμα της Κεχριάς, αλλά υπό λυγμών ιεράς συγκινήσεως διακοπτόμενος τώρα, διότι είδε την επαλήθευσίν του. Και είτα εγερθείς, εστάθη εν μέσω των καλεσμένων, εκθάμβων ορώντων, έκαμε τον σταυρόν του, και εκφράζων και την πίστιν συνάμα της Γερακούλας του, απήγγειλεν ιεροπρεπώς τα λόγια όπου είπε ποτε ο τοπάρχης της Εδέσσης Αύγαρος, όταν εθεραπεύθη από τον Χριστόν, καθώς τα ενθυμείτο από τα Συναξάρια.

— Χριστέ ο Θεός, ο ελπίζων επί σε ποτέ δεν χάνει!

Και εξελθών εις τον εξώστην εξεκένωσε το ναυτικόν του τρομπόνιον χαιρετίζων τα ευλογημένα τέλη της ζωής του.

ΑΡΦΑΝΟΥΛΑ (1901)

Και την πρωίαν εκείνην, κατά την συνήθειάν της η Αρφανούλα, πριν μεταβή εις το εργοστάσιον, διερχομένη, εμβήκεν εις την Καπνικαρέαν, κ' ελαφρά-ελαφρά, ως πτηνόν βηματίζουσα, με την ελαιόχρουν κοντήν μπερτίτσαν της και με το εκ μαύρου ψιαθίου καπελάκι της, ήναψε κηρίον εις το εικονοστάσιον, ησπάσθη ευλαβώς την εικόνα της Θεοτόκου και ρίψασα βιαστικά βλέμματα προς το βάθος όπου ετελείτο η θεία Μυσταγωγία, έκαμε πεντέξ σταυρούς ακόμη, βιαστικά, κ' εξήλθε πάλιν, ελαφρά-ελαφρά βηματίζουσα ως πτηνόν, η Αρφανούλα με την κοντήν μπερτίτσαν της, κατευθυνομένη με σπουδήν, προς την οδόν Ερμού, εις το εργοστάσιον, ως πτηνόν κυνηγημένον.

Έξω του Ναού, παρά το Άγιον Βήμα, κατά σειράν, ικαναί ήδη τράπεζαι παιγνιοπωλών εστολίζοντο, παρατασσομένων επ' αυτών εν σωρώ διαφόρων παιγνιδίων, και αθυρμάτων εκ των ευθηνών, τα οποία αγοράζουσιν ιδίως οι παίδες του λαού. Εξημέρωνεν η παραμονή της Πρωτοχρονιάς. Η οδός Ερμού ήτο έρημος ακόμη διαβατών· και μόνον οι υπάλληλοι των πλουσίων της οδού ταύτης καταστημάτων, αγρυπνήσαντες όλην την νύκτα, παρεσκεύαζον τα πλούσια κομψοτεχνήματα της Πρωτοχρονιάς με προσοχήν εξαιρετικήν, ως να έστηναν παγίδας να συλλάβωσι κοσσύφους, κ' εκάλλυνον εν παρατάξει τα χρυσόλαμπρα αθύρματα εντός των προθηκών, αίτινες ομοιάζουσι με τα βέλα πολλών κυριών, διακοσμούντες αυτά ούτως ώστε μία απλή επιθεώρησις αυτών ν' αρχίζη από περιέργειαν και να τελειώνη εις ίλιγγον, όπου ο αγοραστής να μη γνωρίζη τι θα δώση και τι θα πάρη. Άρτι δε και οι διευθυνταί και οι κύριοι των καταστημάτων, πρωί-πρωί ελθόντες από τας οικίας των, έστεκον ακόμη εις τα προαύλια, εν μέσω ανοιγμένων κασσών και στιβάδων χαρτίου και αχύρου, θεωρούντες άνω τον ουρανόν ως οι σταφιδοκτήμονες, όπου έχουν απλωμένην την σταφίδα των.

Ο καιρός ήτο τωόντι βροχερός. Αν και προέβη η ημέρα, ούτε μία ακτίς ηλίου δεν είχε λάμψει ακόμη. Υγρασία παγερά κατέβαινεν από τους βρεγμένους τοίχους των υψηλών οικιών, ενώ άλλη παγερωτέρα ανέβαινεν από του μουσκευμένου εδάφους της στενοχωρημένης αυτής μεγάλης οδού.

Η Αρφανούλα, κάμψασα την αριστεράν γωνίαν του ναού, άμα αξελθούσα επροχώρησε προς τας κοσμουμένας τραπέζας των παιγνιοπωλών και προσεγγίσασα μετά θάρρους προς μίαν αυτών είπε:

— Καλημέρα Σπύρο!

Ο Σπύρος, ένας υψηλός και γεροντώδης άνθρωπος, με πρόσωπον μαλακόν ως προζύμιον και με χείρας πλαδαράς ωσαύτως, προσεπάθει αγωνιών, ιδρόνων, ζαλισμένος, να τακτοποιήση τα επί της τραπέζης του συσσωρευμένα παίγνια και αθύρματα, με αδέξιον όλως τρόπον, και με ύφος απαρεσκείας, ως να έλεγε μέσα του:

— Τι τρελλός που είνε αυτός ο κόσμος!

Και βλέπων πάλιν προς το στήθος του, ως να συνεπλήρωνε την δοξασίαν του, μετ' ολίγον επέλεγε:

— Και τι τρελλότερος που είμαι εγώ!

Ακούσας την φωνήν της Αρφανούλας, ανεσήκωσε τα όμματά του κ' ενεθαρρύνθη ολίγον.

Σαν να έπηξε κατά τι το λυωμένον πρόσωπόν του, σαν να ενευρώθησαν αι χείρες του, αι ξεβιδωμέναι:

— Και σε είχα 'ς το νου μου, καϋμένη! Είπε.

Και ενώ η Αρφανούλα, πεταχτά-πεταχτά ήρχισεν αμέσως να τακτοποιή τα ποικίλα εκείνα ξύλινα και μετάλλινα αθύρματα, με χάριν και δεξιότητα, με παίζοντας τους δύο μαύρους οφθαλμούς της, ως του αστρείτου του όφεως, ο Σπύρος απομείνας με κρεμασμένας τας χείρας, εν η στάσει ερωτούσι τους ποιμένας μερικοί ειρηνοδίκαι, έλεγε:

— Και ξέχασα όλως διόλου καϋμένη, τας τιμάς! Πώς μου τα είπες; Τάκαμα όλα σαλάτα μέσα 'ς το κεφάλι μου, όπως κι' επάνω 'ς το τραπέζι μου. Εδώ έγεινε, βλέπεις, σωστό εμπορικό.

— Δεν μου είπες πως τα θυμάσαι ψες, που σου τα είπα πέντε φοραίς; Όλως διόλου αδέξιος, καϋμένε Σπύρο; Γι' αυτό τα πρόκοψες 'ς το εμπορικάκι.

— Μα ένα σωρό πράγματα! Ανακατώθηκαν 'ς το κεφάλι μου όπως και 'ς το τραπέζι μου. Πόσα μου είπες η ροκάναις η μεγάλαις, πόσα η μικραίς και πόσα η σφυρίκτραις: Πού να θυμηθώ;

Η Αρφανούλα τον είδε με βλέμμα λύπης και απελπισίας, έσεισε την κεφαλήν της και είπεν.

— Άκουσέ τα λοιπόν πάλιν γλήγωρα, γιατί βιάζομαι. Πενήντα η μεγάλαις η ροκάναις, τριάντα η μικρότεραις, είκοσι η πειο μικραίς.

Αλλά την στιγμήν εκείνην την διέκοψαν ξηρά πατήματα εγγύς, τακ- τακ, ως κτυπά θλιβερώς παράθυρον την νύκτα, κινούμενον υπό του ανέμου κανονικώς: τακ-τακ.

Εστράφη και είδεν η Αρφανούλα τον θείον της, τον μπάρμπα Σταυρή:

— Καλά που ήλθες! Τώρα κατάλαβα πως μας αγαπάς. Πες του, Μπάρμπα- Σταυρή, τας τιμάς, είπεν η Αρφανούλα, γιατί σήμερα — ημέρα που είνε — έχω 'ς το εργοστάσιον σωρό δουλειά και βιάζομαι. Να ζήσης, Μπάρμπα-Σταυρή. Ξέρεις εσύ, γιατί είχες μια φορά ψιλικατζίδικο. Εγώ θα σε παρακαλούσα από τα χθες, αλλά ντράπηκα.

— Έννοια σου, Αρφανούλα μου, έννοια σου. Μπορούσα εγώ να σας αφήσω!

Και ο Μπάρμπα-Σταυρής με τον ένα ξύλινον πόδα του, με δύο ξύλινα ραβδία επιστηριζόμενος επροχώρει προς την τράπεζαν, όπου η Αρφανούλα ετακτοποίει ακόμη τ' αθύρματα· έκυψε την τριγωνικήν μεγάλην κεφαλήν του — την βάσιν προς τα άνω και την κορυφήν του τριγώνου προς τα κάτω — ακούμβησεν εις τα δύο ξύλινα ραβδία του, ως να ήθελε να ειπή τον Άη-Βασίλην, και ήρχισεν αμέσως ν' απαριθμή τας τιμάς των διαφόρων αθυρμάτων προς τον εκθάμβως χαίνοντα ανεψιόν του. Οι γαμπροί εδώ οι ξύλινοι, μια δραχμή ο ένας, η νύμφες αυταίς ένα δίδραχμο. Τα κουκλάκια τριάντα λεπτά!

— Καλά, μπάρμα-Σταυρή, καλά, είπεν ο Σπύρος, σείων θλιβερώς την κεφαλήν του, φθάνει, μη κουράζεσαι.

Η Αρφανούλα έρριψεν ακόμη ένα τελευταίον χέρι εις την τακτοποίησιν και ένα τελευταίον βλέμμα εις την εστολισμένην πλέον τράπεζαν του Σπύρου, ήτις έστιλβεν ως κάνιστρον πλήρες αγροτικών ανθέων και απήλθεν ευχαριστημένη από την απροσδόκητον παρουσίαν εκεί του θείου της, ευχηθείσα «καλήν πούλησιν».

Και με την κοντήν μπερτίτσαν της και τα μαύρο ψιάθινον καπελλάκι της απήλθε βιαστικά, ως πτηνόν κυνηγημένον και εισέδυσεν εις το εγγύς εκεί εργοστάσιον γυναικείων πίλων και ψευδοστεφάνων, ενώ ο Μπάρμπα-Σταυρής εξηκολούθησε:

— Πέντε δραχμαίς αυτή η βλαχοπούλα, και μια δεκάρα ο κάθε γαμπρός ο γύψινος. Αυτή η κεφαλή η άδεια πενήντα λεπτά, αυτή η κεφαλή γεμάτη αέρα μια δραχμή . . . . Μια πεντάρα η πάπια, μια πεντάρα η χήνα, μια πεντάρα ο πετεινός. Όλα τα πουλερικά μια πεντάρα. Κι' όλα τα άλλα ζώα και τα ανθρωπάκια μια δεκάρα.

— Τώρα τώκαμες ρόιδο! Στάσου να τα γράψω.

— Τι κουτός που είσαι; Κυττάζουν τέτοια μέρα τιμολόγια; Όσα θέλεις λέγε, και όσα θέλεις παίρνε.

— Ε, τώρα κατάλαβα, Έτσι, πες μου ντε!

— Μόνον να θυμάσαι πρώτα-πρώτα να λες τα πειο πολλά από ό,τι περιμένεις να πάρης. Ταις άλλαις ημέραις οι έμποροι λένε ό,τι βαστά η ψυχή τους, σήμερα λένε ό,τι τους κατέβη . . .

— Τώρα κατάλαβα. Έννοιά σου!

Ο Μπάρμπα-Σταυρής εγνώριζεν από το ψιλικατζίδικο όπου είχε μια φορά κ' ένα καιρόν, αλλ' εγνώριζεν ασφαλέστερον από το εργοστάσιον, όπου ειργάζετο η ανεψιά του Αρφανούλα, συχνά επισκεπτόμενος τούτο, διότι αυτός την συνώδευε μικράν εις την εργασίαν κ' έβλεπε και ήκουεν εκεί τας τιμάς των γυναικείων πίλων και πτερών και πτηνών και ανθέων, μεταξύ των αθυρμάτων και ψευδοπαιγνίων κατατάσσων και το είδος τούτο του γυναικείου στολισμού. Και εξηγήσας εις τον Σπύρον όλα πάλιν εκ νέου, τακ-τακ, έλαβε πάλιν τον ξύλινον πόδα του και τα δύο ξύλινα ραβδία του και απήλθεν ειπών προς τον ανεψιόν του:

— Πάρε τώρα μια ροκάνα και γύριζε.

Και ετράπη προς τα κηράδικα ο Μπάρμπα-Σταυρής, ενώ κατόπιν του έφθανον θρηνώδεις και πένθιμοι οι βραχνοί της ροκάνας του Σπύρου κροταλισμοί, θαρρείς κ' έκρωζον μαύροι κόρακες άνω του λευκού άστεως, μοιρολογούντες την τελευταίαν ημέραν του έτους.

Ο Σπύρος του Γέρω-Λαχανά, του περιφήμου κηπουρού των Σεπολίων, όστις πρώτος εκαλλιέργησε φράουλαις εν Αθήναις, λαβών τον σπόρον από τα εξακουστά περιβόλια του Βοσπόρου, ήτο πρεσβύτερος αδελφός της Αρφανούλας. Αλλ' όσον αυτός ήτο πλαδαρός και ξεβιδωμένος και άγαρμπος σαν μονόκλαδος βάτος, τόσον η Αρφανούλα ήτο επιδέξια και δραστηρία εις κάθε έργον της επισπώσα την συμπάθειαν και τους επαίνους.

Μικρός ο Σπύρος επήγαινεν εις το σχολείον κ' εδείκνυεν ότι θα έστρωνεν, ως μερικά σκολιά φυτά, τα οποία συν τη αναπτύξει ορθούνται εύμορφα· αλλ' αποτόμως εσταμάτησεν εις την δευτέραν του γυμνασίου, χωρίς να το εννοήση και ο ίδιος· εκάθητο έπειτα όλην την ημέραν εις την δροσεράν εξοχήν, αναγινώσκων εφημερίδας και μυθιστορήματα και εκλέγων τας ευχυμωτέρας οπώρας του πατρικού κήπου.

— Βρε Σπύρο μου, βρε Σπυράκη μου, βρε Σπυρέτο μου!, τω έλεγεν ο Γέρω-Λαχανάς, ένας χαρωπός γέρων, με λάμπουσαν εξ αγαθότητας ψυχήν ως το λαμπρόν πρόσωπόν του, πνιγμένος μέσα εις τον ιδρώτα, με την σκαπάνην εις τας χείρας, μέσα εις τα χώματα των αυλακιών μέχρι γονάτων. Δεν κάνεις καλά, βρε Σπυράκο μου! Αλλ' αυτό μόνον έλεγε. Καθώς ο γέρων Ηλεί της Παλαιάς Γραφής. Δεν έπαιρνε και κανένα ξύλο από τον κήπον του. Και κατόπιν ο μεν Γέρω-Λαχανάς μετέβαινε εις άλλα αυλάκια, ο δε Σπύρος ο υιός του εγύριζε άλλην σελίδα του εις χείρας του μυθιστορήματος, ή ανήρχετο εις άλλο δένδρον. Τα δύο εκείνα λόγια του Γέρω-Λαχανά έμβαινον εις το ένα αυτί του και έβγαιναν αμέσως από το άλλο, χωρίς να επιψαύσωσι διόλου τον εγκέφαλόν του, κλεισμένον μέσα εις χονδρά κόκκαλα. Ώστε μετά τον θάνατον του πατρός του ο Σπύρος ευρέθη, είκοσιδύο ετών νέος, χωρίς εργασίαν και χωρίς επάγγελμα. Χωρίς διόλου να το καταλάβη και ο ίδιος πώς συνέβη αυτό το παράδοξον.

Η μητέρα των δύο παιδίων είχε προαποθάνει. Τότε ένας θείος των εφρόντισε και το μεν περιβόλιον παρέδωκεν εις ξένον κηπουρόν επί μισθώματι, την δε Αρφανούλαν δεκαπενταέτιδα πλέον κορασίδα, εισήγαγεν εις τι μέγα εργοστάσιον γυναικείων πίλων και ψευδοστεφάνων.

Ο θείος των αυτός, αδελφός της μητρός των, ο Μπάρμπα-Σταυρής ο Ξυλοπόδαρος, ήτο ένας τετραπέρατος άνθρωπος.

Με το ξύλινον ποδάρι του στηριζόμενος εις δύο ραβδία περιήρχετο όλας τας οδούς των Αθηνών καθ' εκάστην, μανθάνων όλα τα νέα και βλέπων όλα τα περίεργα, ενώ εξ άλλου έχων τετραγωνικόν νουν εις μίαν μεγάλην τριγωνικήν κεφαλήν — την βάσιν προς τάνω και την κορυφήν προς τα κάτω — , έκρινεν ευφυώς και ασφαλώς, άλλος Γέρω- Νίκος του Πηλίου, έξω εκεί εις τα Σεπόλια, ο Ξυλόσοφος αποκαλούμενος διά τα ξύλα ίσως όπου έφερεν επάνω του, τον ένα πόδα και τα δύο ραβδία. Είδεν αυτός ότι ο ανεψιός του ο Σπύρος δεν ήτο διά τίποτε. Τον έβλεπεν αυτός από πολλού αυξανόμενον κατά το ανάστημα ως λεύκαν του περιβολίου των άνευ της παραμικράς ελπίδος να καρποφορήση, ένας κρεμανταλάς και ανάξιος, κ' έλεγεν εις τον Γέρω-Λαχανά:

— Δεν εφύτευες, καϋμένε, κανένα πεύκο να σου κάνη τουλάχιστον κουνέλια για το ρετσινάτο, να τα ρίχνης εις τα βαρέλια να μοσχοβολούν;

Διά τούτο ο μπάμπα-Σταυρής ο Ξυλοπόδαρος εφρόντισε κ' εύρεν ένα καλόν κηπουρόν εργατικόν και δραστήριον προς ον εμίσθωσε το περιβόλιον μετά τον θάνατον του αγαθού κηπουρού.

Κατά δε τους περιπάτους του εν Αθήναις ανεκάλυψεν ότι το αρτιπαγές εμπόριον των γυναικείων πίλων και ψευδοστεφάνων θα προέβαινεν εις θαμβωτικήν προκοπήν εις μίαν πόλιν όπου τα αθύρματα και τα ψεύδη τιμώνται πολύ ακριβώτερα από την αλήθειαν και σταθερότητα, και εισήγαγε την Αρφανούλαν εις το εργοστάσιον των γυναικείων πίλων και ψευδοστεφάνων, όπου η δροσογενής Σεπολιώτισσα δεξιά τον νουν, με δύο μαύρα μάτια, ως του αστρείτου του όφεως παίζοντα, εγένετο μετ' ολίγα έτη αρχιεργάτρια, αυτή δίδουσα όλα τα σχέδια των πίλων και ψευδοστεφάνων.

Από μικρά η Αρφανούλα βλέπουσα τους θαυμασίους συνδυασμούς των χρωμάτων εις τα αγριολούλουδα των Σεπολίων, μελετώσα τας ωραίας και καλλιτεχνικάς συμπλοκάς και περιπτύξεις κισσών και γιασεμιών, αγιοκλήματος και αγριάμπελης, εμβαθύνουσα δ' εις τα μυστήρια των ανθοφόρων κλάδων του κήπου των, κατήρτιζε, συν τη μικρά συνδρομή των ευρωπαϊκών φιγουρινιών, θαυμάσια συμπλέγματα ψευδοστεφάνων και υπέρκαλα στολίσματα ανθοφόρων πιλιδίων. Και είχεν η Αρφανούλα το σχέδιον, σύμφωνα με τας ιδέας του Μπάρμπα-Σταυρή, με τον καιρόν, ν' ανοίξη ίδιον εργοστάσιον, ώστε να μη καρπούται άλλος τα κέρδη της ευφυίας της.

Αλλ' ο Σπύρος ο αδελφός της, αργός από πρωίας έως εσπέρας, εγένετο πάντοτε κώλυμα ανυπέρβλητον εις τα σχέδιά της εκείνα.

Πώς να τον αφήση; Τον αγαπούσε. Τον επροστάτευεν. Είχε κληρονομήση την βλαπτικήν απλότητα του Γέρω-Λαχανά και η Αρφανούλα, και δεν εβάστα η ψυχή της να τα χαλάση με τον αδελφόν της. Να μη τον πικράνη.

Ο θειός της όμως, ο Μπάρμπα-Σταυρής ο Ξυλοπόδαρος, ελυπείτο δι' αυτό και προέβλεπεν ατυχήματα:

— Βρε κορίτσι μου, έλεγε. Γιατί χαλνάς τα λεπτά σου;

— Μα τι να κάμω;

— Να τον διώξης! . . .

— Και πού να πάγη;

— Ν' αυρή δουλειά!

Η φράουλα μετά τινα έτη είχε διαδοθή και εις άλλα προάστεια. Το δε μεγαλείτερον κέρδος του περιφήμου κήπου του Γέρω-Λαχανά εμειώθη. Εμειώθη και το μίσθωμα. Μία δύο πλημμύραι προς τούτοις είχον καταστρέψει μέρος του περιβολίου, αφορία δε άλλη και ξηρασία έβλαψαν τα λαχανικά. Το έτος εκείνο δεν έδωκε μίσθωμα ο ενοικιαστής. Ο Σπύρος εκάθητο μίαν πρωίαν ανοίξεως συλλογισμένος. Εις τα προαύλιον του οικίσκου των του εξοχικού διεχύνοντο μεθυστικά αρώματα διαφόρων ανθέων, τα οποία εκεί παραπέρα έλαμπον εις τας ακτίνας του ηλίου με ανεκλαλήτους χρωματισμούς, ονειρώδους λειμώνος. Ζωύφια εβόμβουν κύκλω, πτηνά εκελάδουν επί των δένδρων. Ο Σπύρος ανεπόλει διαφόρους αναγνώσεις του, θεωρών τα περί αυτόν φαιδρά αντικείμενα.

— Ποίος ενδύει τόσον μεγαλοπρεπώς τα κρίνα του αγρού, οπού ουδέ ο μέγας Σολομών με όλην την σοφίαν του δεν ημπόρεσε να ενδυθή με τέτοιαν λάμψιν; Ποίος τρέφει τα πουλάκια τα μικρά; Διατί ο άνθρωπος να μη είνε πάντοτε γελαστός και χαρούμενος ως τα πτηνά; Διατί και ο άνθρωπος να μη είνε στολισμένος ως τα κρίνα του αγρού; Διατί να σκάπτη την γην; Διατί να ιδρώνη και να κρυώνη; Να πεινά; Να κλαίη; Διατί να μη τραγουδή πάντοτε ως τα πτηνά; Ποίος τον έκαμε τον άνθρωπον, το εκλαμπρότερον δημιούργημα, σκοτεινόν, χωρίς άρωμα, χαμερπή, γυμνόν, πειναλέον . . .

Ο Μπάρμπα-Σταυρής ο Ξυλοπόδαρος ερχόμενος και ακούσας, τας τελευταίας λέξεις του Σπύρου, επροχώρησε με τον ξύλινον πόδα του, τακ-τακ με την τριγωνικήν μεγάλην κεφαλήν του, σείων αυτήν δεξιά και αριστερά, με τα δύο ξύλινα ραβδία, τακ-τακ, και καθίσας πλησίον του Σπύρου, εθώπευσεν αυτόν πατρικώς εις τους ώμους και είπε:

— Εγώ να σου το πω, Σπύρε μου, ποίος τον έκαμε τον άνθρωπον γυμνόν και πειναλέον. Τον έκαμεν ο ίδιος ο άνθρωπος. Ξέρεις τι λέγανε μια φορά οι παππούδες μας; Γλυκός ο ύπνος την αυγή, γύμνια και πείνα την Λαμπρή! . . .

Ο Σπύρος εγέλασε και είπε:

— Καλνά σε είπανε ξυλόσοφο!

— Το ξέρεις λοιπόν, κατεργαράκο μου, εξηκολούθησεν ο Μπάρμπα- Σταυρής ο Ξυλοπόδαρος. Λυπάσαι γιατί χάλασε το μισό περιβόλι και φθονείς τα πουλιά και ζηλεύεις τα λουλούδια! Μόλις έπαθες μια μικρή ζημία και κάθεσαι και συλλογιέσαι. Και πού νακούσης τι δυστυχίαις μεγαλείτερες μας περιμένουν. Ήμουνα σήμερα, παιδί μου, εις τα βιβλιοπωλείον του Νάκη και ήταν εκεί ένας ροδοκόκκινος γέρος, με γελαστά μάγουλα και γελαστά μουστάκια και γελαστά γένεια, και τους εδιάβαζε τον Χρονογράφον και τους έλεγε για την Πόλι ότι πλησιάζει ο καιρός της και τους έκαμεν όλους να συλλογίζωνται. Και τους είπεν ύστερα ότι στην Αθήνα θάρθουν ακρίβειαις μεγάλαις, θάρθουν δυστυχίαις, θαρθή πείνα και κακή ασθένεια, θάρθουν — έλεγεν ο Χρονογράφος — θάρθουν από την Πόλι και από την Λόντρα οι «ομογενείς» στην Αθήνα, και θα μας φέρουν ακρίβεια και την κακή ασθένεια και θα μας φέρουν πείνα και θ' ακριβήνουν όλα τα πράγματα, θ' ακριβήνουν τ' αυγά, θ' ακριβήνουν η κότταις. Θα συνάξουν από τον κόσμον τα «υπέρπυρα» και θα τον φορτώσουν με «πτυκτά». Και την κακήν ασθένειαν όπου έλεγεν ο Χρονογράφος, εκείνος ο γέρος ο γελαστός την εξηγούσε ότι είνε τα λούσα τα μεγάλα που θα μας φέρουν οι «ομογενείς», γιατί τα λούσα είνε κακή ασθένεια κολλητική σαν την πανούκλα.

— Και τι είνε τάχα αυτοί οι «ομογενείς;» Ηρώτησεν ο Σπύρος, συγκινηθείς ολίγον και ακούων μετά προσοχής.

— Ποιος ξέρει, απήντησεν ο Μπάρμπα-Σταυρής. Ο γέρος ο γελαστός που ξηγούσεν εκεί τον Χρονογράφον, δεν είπε τίποτε. Μα εγώ θαρρώ πώς θενάνε, παιδί μου, τίποτε άνθρωποι, θηρία αρπακτικά δεν πιστεύω να είνε οι ομογενείς. Θενάνε τίποτε φαγάδες, τίποτε μπερεκετλήοες και θαρθούν εις την Αθήνα και θα μας ακριβήνουν τα πράγματα. Και θα μας πάρουν τα «υπέρπυρα» δηλαδή της λίραις, τον χρυσόν, που λάμπει περισσότερον από την φωτιά και θαμβόνουν τα ασυνήθιστα μάτια των ελλήνων, και θα μας φορτώσουν με τα «πτυκτά» δηλαδή με μετοχάς και χρεώγραφα, τα οποία είνε πτυκτά χαρτιά, διπλωμένα ώμορφα. Έτσι τα εξηγώ εγώ αυτά. Γιατί ούτε ο «Χρονογράφος» τα ξεκαθαρίζει, ούτε ο γέρος ο γελαστός ήξευρε να τα εξηγήση (2).

 — Και γιατί μου τα λέγεις αυτά, μπάρμπα Σταυρή; Παρετήρησε
πειραγμένος ολίγον ο Σπύρος.

 — Ο νοών νοείτω! απήντησεν ο Ξυλοπόδαρος κτυπήσας με κρότον εις
την γην τον ξύλινον πόδα του.

— Ο έχων ώτα ακούειν ακουέτω, επανέλαβεν ο Ξυλοπόδαρος και κτυπήσας άλλην μίαν φοράν τον ξύλινον πόδα του έλαβε τα δύο ξύλινα ραβδία του, και τακ-τακ απήλθε να περιέλθη κατά την συνήθειάν του τας συνοικίας της πόλεως, ενώ τα ποικιλόχρωμα άνθη του κήπου διέχυνον το μεθυστικόν άρωμά των περί τον έκθαμβον απομείναντα υιόν του Γέρω-Λαχανά, και τα πτηνά εκελάδουν επί των δένδρων την αιωνίαν προς τον Πλάστην μελωδίαν των. Και ενώ ο μπάρμπα Σταυρής έκλειε την αυλόπορταν σταθείς είπε:

— Καλό είνε παιδί μου, το καθησιό, μα το ξάπλωμα είνε ακόμα καλλίτερο!

— Δεν θα σ' ενοχλώ πλεια, Αρφανούλα μου, είπε με χαράν μίαν εσπέραν μετά ταύτα ο Σπύρος προς την αδελφήν του. Μ' εσύστησαν εις τον κυρ Νίκον, τον υποψήφιον βουλευτήν, να διαβάζω τους εκλογικούς καταλόγους 'στής ημέραις των εκλογών και να σημειώνουν οι κομματάρχαι ποιοί είνε ζωντανοί και ποιοί είνε πεθαμένοι, θα τρώγω μεσημέρι-βράδυ 'ς το σπίτι του. Και όταν επιτύχη 'ς της εκλογαίς, θα με διορίση.

Η Αρφανούλα εχάρη κ' εδόξασε τον Θεόν. Πρώτην φοράν έβλεπεν αυτό το θαύμα, του οποίου εργάτης βεβαίως ήτο ο Μπάρμπα-Σταυρής ο Ξυλοπόδαρος, ο νέος θαυματουργός των Σεπολίων με τον ξύλινον πόδα του και με την ως ραβδίον πλήττουσαν ξυλίνην φιλοσοφίαν του.

— Μου είπε να με διορίση από τώρα, εξηκολούθησεν ο Σπύρος, τελωνοφύλακα. Αλλά πού να τρέχω και να ξενυχτώ για τα λαθρεμπόρια. Μου είπε να με βάλη στο Καπνοκοπτήριο, μα ο καπνός μου μυρίζει και δεν βαστάω διόλου. Εγώ του είπα ότι προτιμώ να με στείλη επόπτην εκεί που θα φορτώνουν την σταφίδα 'ς την Πάτρα, να στέκωμαι και να βλέπω. Αυτήν την υπηρεσίαν, κυρ Νίκο, του είπα, σου υπόσχομαι να την κάμω καλλίτερα από κάθε άλλον. Δυστυχώς όμως ο Νίκος απέτυχεν εις τας εκλογάς και ο Σπύρος έμεινε πάλιν άνευ έργου, υπότροφος της αδελφής του. Αλλ' όταν μία καταστρεπτική πλημμύρα του Κηφισσού, η οποία κατέστρεψεν όλας σχεδόν τας εξοχάς των Αθηνών, εξηφάνισεν ολοτελώς και το περίφημον περιβόλιον του Γέρω-Λαχανά, τα δε παιδία μόλις εσώθησαν επί της στέγης της οικίας των, ο Σπύρος ήρχισε να συλλογίζηται πάλιν ως και την άλλην φοράν και να θέλη να φιλοσοφήση επί των καταιγίδων και των πλημμυρών.

— Τώρα τι να κάμωμεν!

Είπεν η Αρφανούλα προς τον αδελφόν της.

— Λες να γλύτωσεν η Βουλή, από τον φοβερόν αυτόν καταποντισμόν; είπεν ο Σπύρος, αναμένων πάντοτε εκλογάς.

— Εθεμέλιωσεν ο γέρως, Σπύρο μου, εθεμέλιωσε. Δεν πέφτει, έλεγεν ο Μπάρμπα-Σταυρής, εκεί παρών, μόνον κύτταξε να πιάσης την τσάπα του γέρω Λαχανά. Αυτό που σου λέγω!

— Και τι να σκαλίσω; Τα χαλίκια που μου χάρισεν ο ποταμός;

— Αυτό που σου λέγω!

Είχε μαλακυνθή όλως διόλου ο δυστυχής από την αργίαν. Αι σάρκες του ήσαν απαλαί, αι παρειαί του ως εκ προζυμίου, αι χείρες του ως ξεβιδωμέναι. Αι τρίχες της κόμης του άσπρισαν και αυταί. Τι να κάμη: Η αδελφή του, τη επιμόνω παρατηρήσει του μπάρμπα Σταυρή είχε σκληρυνθή ολίγον.

— Τον παίρνεις στον λαιμόν σου, άφησέ τον, της έλεγεν ο Ξυλοπόδαρος. Αργός μη εσθιέτω. Θα σε κανονίση ο παπα-Μεθόδιος. Δεν πας να ιδής; Αργός μη εσθιέτω! Εις τον κόσμον αυτόν χέρι με χέρι όλα γίνονται. Πάρε δουλειά, νά φαΐ . . .

Εν τη εσχάτη εκείνη ανάγκη ο Σπύρος προσεκολλήθη παρά τινι συμβολαιογραφείω, ν' αντιγράφη συμβόλαια αντί δραχμής από πρωίας μέχρι νυκτός. Το βράδυ, ότε επέστρεφεν η Αρφανούλα από το εργοστάσιον, με λύπην της τον έβλεπε τον αδελφόν της κατακομμένον ως να έσκαπτε, με τους δακτύλους της δεξιάς του πληγωμένους και καταμελανωμένους. Αλλά δεν ωμίλει, μήπως και συνειθίση. Ούτε ο Σπύρος ωμίλει μήπως και συνειθίση. Πλην μετά μίαν εβδομάδα η Αρφανούλα έξαφνα ακούει τα παράπονά του:

— Τι να σου κάμω, Αρφανούλα μου; Εσύ πιστεύεις τον Μπάρμπα-Σταυρή και δεν πιστεύεις εμένα. Με κυνηγά η ατυχία καϋμένη. Τι να σου κάμω! Το συμβολαιογραφείο το έκλεισαν διά μίαν κατάχρησιν του συμβολαιογράφου!

Τότε ο Μπάρμπα-Σταυρής λυπούμενος περισσότερον την Αρφανούλαν τον συνέστησεν εις άλλο συμβολαιογραφείον. Αλλά μετά δύο ημέρας ήλθεν ο Σπύρος έξω φρενών.

— Μέβαλες σ' αυτόν τον μασώνον, σ' αυτόν τον άθεον!.. Ο τετράγωνος νους του Μπάρμπα-Σταυρή, ο περικλεισμένος μέσα εις την τριγωνικήν κεφαλήν του εξήναψε μετά ταύτα άλλην ιδέαν φαεινήν και είπεν.

— Ο γέρως εθεμελίωσε, παιδί μου. Δεν είνε ελπίς να πέση και να διαλυθή η Βουλή. Άνοιξέ μου ένα καφενείο, εκεί κατά την Βάθεια. Περνώ εγώ από κει και βλέπω ότι είνε μεγάλη ανάγκη. Δεν υπάρχει κανένα καφενείον σ' εκείνη την γειτονιά, και αναγκάζονται οι νοικοκυραίοι να φεύγουν εις τα μακρυνά, εις τα Χαυτεία, και φωνάζουν οι γυναίκες τους γιατί τους αλλαργεύουν πολύ οι άνδρες του και έχουν καρδιοχτύπι την νύκτα μεγάλο, μη πάθουν τίποτε οι καϋμένοι…

Αφού μάλιστα η ιδέα προήρχετο από τον Μπάρμπα-Σταυρήν, ο Σπύρος ευρέθη μετ' ολίγον ευκόλως διευθυντής ενός ωραίου καφενείου εις την Βάθειαν, με μίαν μεγάλην λεύκαν εμπρός. «Εις την Λεύκα» με το όνομα. Ο νταμπής έψηνε τους καφέδες, ο σερβιτόρος τους εμοίραζε, και ο Σπύρος εκάθητο από το πρωί έως το βράδυ στον μπάγκο αναγινώσκων εφημερίδας και διαλεγόμενος περί εκλογών. Οσάκις δε εγίνετο λόγος περί εργασιών ή θέσεων έλεγε προς τον Μπάρμπα-Σταυρήν, όστις συχνά τον επεσκέπτετο.

— Ωχ, αδερφέ, βαρέθηκα να κάθωμαι από το πρωί ως το βράδυ εδώ στον μπάγκο. Επόπτης εις την σταφίδα. Εκείνη η εργασία μου αρέσει. Γλυκεία, σταφιδένια θεσούλα. Μα που θα μου πάη. Δεν θα τον ρίξουν τον γέρω καμμιά φορά…

Ας παρεπονείτο ο Σπύρος. Έτσι το έκαμνε. Διά να δείξη εις τον Μπάρμπα-Σταυρή, ότι ενδιαφέρεται πλέον διά τα ζωτικά ζητήματα, δια τα ζητήματα της ημέρας, διά τα ζητήματα του εαυτού του, διά την αποκατάστασιν της αδελφής του.

Ήτο πολύ ευχαριστημένος με την διεύθυνσιν του καφενείου. Και η Αρφανούλα ήτο όλη χαρά. Κάθε βράδυ εις τας ένδεκα της έφερνε πότε δέκα δραχμάς και πότε είκοσι, κέρδος. Αλλά μετά τρεις μήνας, έξαφνα έρχεται θυμωμένος ο Σπύρος και της λέγει:

— Πες του χαιρετίσματα του Μπάρμπα-Σταυρή, Αρφανούλα μου. Ο Σπύρος δεν είνε τεμπέλης. Έχω τρεις μέραις να πιάσω δεκάρα, και χρεωστώ μισθούς εις τον σερβιτόρο, και χρεωστώ το ενοίκιον. Δεν σ' αφίνει ο φθόνος, Αρφανούλα μου. Ήλθε δίπλα μου ένας άλλος και άνοιξεν άλλο καφενείο, και μου πήρε όλους τους μουστερήδες,

— Δεν πάγαινες, κακομοίρη, παρακάτω, τω είπα. Το μέλι έχει αυτή η θέσις;

Αληθώς άλλος τις φίλεργος και δραστήριος, ιδών την ανάγκην εκεί της συνοικίας, ιδών και τον Σπύρον από πρωίας έως νυκτός καθήμενον και μη κινούμενον διόλου εις περιποίησιν και κολακείαν των πελατών, ήνοιξεν άλλο καφενείον παραπλεύρως, και μόνος περιποιούμενος τους πελάτας προθύμως, αφήρεσεν όλην την πελατείαν του Σπύρου, όστις τέλος ηναγκάσθη να κλείση το καφενείον του, πωλήσας τα έπιπλα εις ευτελεστάτην τιμήν και ζημιώσας την Αρφανούλαν υπέρ τας χιλίας δραχμάς.

Τότε και η Αρφανούλα ήρχισε να εξυπνά. Όσα εξώδευε προς διατροφήν του αδελφού της και προς ενδυμασίαν, δεν υπελόγιζεν. Αλλά να ρίψη, χιλίας διακοσίας δραχμάς εις το πηγάδιον… τούτο την αφύπνισεν από του ληθάργου.

— Έχει δίκαιον ο Μπάρμπα-Σταυρής, είπεν.

Αλλ' αυτήν την φοράν ο Μπάρμπα-Σταυρής ηλέγχετο ότι αυτός έγεινεν αίτιος της μεγάλης αυτής ζημίας της ορφανής κόρης.

— Τι να σου κάμω, Αρφανούλα μου, έλεγε δικαιολογούμενος ο Ξυλοπόδαρος. Πρώτη φορά που εγελάσθηκα. Αλλά πάλιν δεν εγελάσθηκα. Η θέσις εκείνη ήτανε αληθινά διά καφενείον. Αλλά το καφενείον θέλει και καφετζήν. Ο Σπύρος ενόμισεν ότι ο καφετζής πρέπει να κάθεται και εδώ είνε που την έπαθε. Κανένας δεν πρέπει να κάθεται, Αρφανούλα μου, όταν έχη δουλειά. Και ο επόπτης της σταφίδος θαρρεί ο Σπύρος ότι κάθεται; δεν πιστεύω να κάθεται και αυτός. Κάτι θα κάμνη, κάτι θα σημειώνη· και σταφίδα να πάρη κανένα τσουβάλι, θα κουνηθή, θα δουλέψη. Εγνώριζα ότι ο αδελφός σου δεν είνε για τίποτε, ούτε για την σταφίδα, αλλά έλεγα ότι σε ένα δύο χρόνια θα προφθάση να κερδίση κάτι τι στη Βάθεια να πιάση μαγιά. Αλλά βλέπεις, σήμερα, Αρφανούλα μου, στέκουν οι άνθρωποι με ανοιχτό το στόμα να χάψουν τας ιδέας των άλλων. Και εδώ πλέον χρειάζεται ταχύτης: Όποιος πρόφτασε τον Κύριον εδόξασεν. Όλα έγειναν σήμερον «ηλεκτροπαραγωγά», είπεν ο Ξυλοπόδαρος, κτυπών τα τρία ξύλα του εις την γην με την νέαν αυτήν του συρμού λέξιν.

— Και τώρα; ηρώτησεν η Αρφανούλα, περιδεής.

— Τώρα; 'Σαν ταποτώρα! απήντησεν ο Σταυρής ο Ξυλοπόδαρος, ξύων την βάσιν της τριγωνικής κεφαλής του. Κάμε ό,τι θέλης. Μόνον να μη ξεχάσης τι προφητεύει ο Χρονογράφος για την Αθήνα κ' έχε τον νουν σου. Και κάμε λήγωρα να ανοίξης δικό σου εργοστάσιο. Γιατί θαρθούν ακρίβειαι εις την Αθήνα, θάρθουν από την Πόλι οι ομογενείς και από τη Λόνδρα και θα φέρουν 'ς την Αθήνα την ακρίβεια και την κακή ασθένεια, ήγουν τα λούσα. Έπειτα δεν θα πανδρευθής κιόλας; Το Σπύρο θα κάθεσαι να περετάς; Μη τον λυπάσαι. Η ανάγκη θα τον κάμη να κυττάξη ναυρή δουλειά. «Άφες τους νεκρούς θάψαι τους εαυτών νεκρούς… »

Ούτε ο γέρως όμως έπεφτεν, ούτε η βουλή διελύετο. Μόνον τα ιμάτια του Σπύρου διελύθησαν εις ράκη από της επονειδίστου «αεργίης». Η Αρφανούλα πεισθείσα εις τας συμβουλάς του «Γέρω-Νίκου» των Σεπολίων απεφάσισε να εγκαταλίπη πλέον τον αδελφόν της. Μόνον τον έτρεφε. Φορέματα τίποτε. Δραχμήν διά το καφενείον, τίποτε. Κατ' αρχάς εκείνος ήρχισε να την απειλή, ζητών να μοιράσουν την πατρικήν κληρονομίαν, τον παμπάλαιον οικίσκον των Σεπολίων. Τον περίφημον κήπον είχε μεταβάλει ο Κηφισσός εις κοίτην του. Εδέχετο δε να έλθη εις συμβιβασμόν μαζί της, αν του έδιδεν ολίγα κεφάλαια ν' ανοίξη ένα εμπορικάκι, εκεί κατά την Αγίαν Μαρίναν.

Ήτο πληθυσμός παιδιών μικρών εις την εργατικήν εκείνην συνοικίαν κ' ήλπιζε να κερδίζη πολλά ο Σπύρος από το μικρόν εμπορικάκι ψευτολογών τα μικρά. Αλλά η Αρφανούλα ήτο άκαμπτος.

— Βάστα καλά! της έλεγε και ο Μπάρμπα-Σταυρής.

Ιδών τότε ο Σπύρος ότι διά των απειλών ουδέν κατώρθου, αλλά μάλλον θόρυβος εγίνετο, απεφάσισε να μεταχειρισθή τας δεήσεις. Εις τα τοιαύτα, δεήσεις και δάκρυα, οι αργοί είνε θαυμάσιοι ημπορούν να κάμψουν και την σκληροτέραν καρδίαν, όχι την μαλακήν της Αρφανούλας καρδίτσαν όπου λαχταρούσε σαν του πουλιού. Ημπορούν να μεταπείσουν και αυτόν τον Μπάρμπα-Σταυρή να μεταβάλη γνώμην περί αυτών, όχι την γυναικείαν της Αρφανούλας διάνοιαν, η οποία επείθετο αμέσως ως το μικρόν παιδίον.

— Μη βλέπης, έλεγε κλαίων σχεδόν ο Σπύρος, μη ακούης, Αρφανούλα μου, με κυνηγά η ατυχία. Ξέρω εγώ την δουλειά μου. Ας μη άνοιγε το διπλανό καφενείο, και θ' άβλεπες σήμερα τον Σπύρο. Ας έπεφτε ο γέρως, να διαλυθή η βουλή, και θάβλεπες τον Σπύρο 'ς την Πάτρα, 'ς την σταφίδα να γυρίση πίσω με χρυσά ωρολόγια.

Γυνή ήτο, αδελφή του ήτο, ευσπλαγχνική φύσις ήτο.

Η Αρφανούλα εκάμφθη.

Και ο Σπύρος μετά τινας ημέρας, εκεί παρά την Αγίαν Μαρίναν, χωμένος μέσα εις ένα μικρόν εμπορικάκι, γεμάτο ψυλικά ποικιλώνυμα, με κατάστιχα, με καλαμάρια, και πέννες να σημειώνη, με απομεινάρια του εργοστασίου της Αρφανούλας διά τας πτωχάς εκεί κορασίδας, που τρελλαίνονται για ένα φτερό, ή για ένα ψευδοάνθος, επώλει, χωρίς να γνωρίζη και ο ίδιος τι κάμνει.

— Πήγες καμμιά μέρα, να ιδής τι κάμνει εκείνος ο αδελφός σου;

Ηρώτησε μετά τινας μήνας την Αρφανούλαν ο Μπάρμπα-Σταυρής, θυμωμένος διότι δεν εισηκούσθη.

— Είχα καιρόν; . . . Απήντησεν η Αρφανούλα.

Ο Μπάρμπα-Σταυρής όμως, τακ-τακ, με τον ξύλινον πόδα του και τα ξύλινα ραβδία του, τακ-τακ — περιερχόμενος όλας τας συνοικίας καθ' εκάστην, είχε καιρόν. Και έμαθεν ότι εις την Αγίαν Μαρίναν άνοιξεν ένα εμπορικάκι που πωλεί φθηνά, πάμφθηνα, που δε ζητάει τα βερεσέδια ο εμποράκος, που δεν σημειόνει, που τον γελάνε τα παιδάκια και τα κοριτσάκια· που του κλέβουν τα κονδύλια και της πλάκαις και της κορδελίτσαις από μπροστά από τα μάτια του, και τόσα άλλα.

Η Αρφανούλα τα είπεν αυτά εις τον αδελφόν της, χωρίς ν' αναφέρη τον Μπάρμπα-Σταυρήν. Αλλ' ο Σπύρος τα διέψευδεν. Έλεγεν ότι τα διαδίδει αυτά ένας φούρναρης εκεί δίπλα του, ο οποίος αφού είδεν ότι το μαγαζάκι του έκαμνε δουλειά, παρήγγειλε και αυτός και του έφκιασαν μέσα εις τον φούρνον μια μόστρα και έβαλε κάμποσα ψιλικά και αυτός και τα κατέβασεν ελεεινά, και η αλήθεια είνε ότι του έκοψε του Σπύρου τους μουστερήδες. Γιατί αυτός είνε κατεργάρης και όσα σπίτια δεν στέλνουν τα παιδιά τους να ψωνίσουν τα ψιλικά από αυτόν, δεν τους δίνει ψωμί κρέντιτο. Να, αυτά είνε τα σωστά. Ότι δηλαδή, Αρφανούλα μου, η ατυχία με κυνηγά· και να πης χαιρετίσματα εις τον Μπάρμπα-Σταυρήν ότι ο Σπύρος ειμπορεί να είνε άτυχος, τεμπέλης όμως δεν είνε.

Η Αρφανούλα ένεκα συσσωρεύσεως παραγγελιών εν τω εργοστασίω, δεν έλαβε καιρόν να φροντίση εγκαίρως· και ούτως με την νέαν επιχείρησιν του αδελφού της εζημιώθη άλλας χιλίας δραχμάς.

Επήγε να σκάση από τον θυμόν του ο Μπάρμπα-Σταυρής. Αλλ' ενόμιζε πλέον ότι η Αρφανούλα έβαλε γνώσιν, ότε την παραμονήν της Πρωτοχρονιάς ελθών να χαιρετίση την ανεψιάν του διά τα Χριστούγεννα, μετά τινα καιρόν, βλέπει και ητοίμαζε διάφορα παιγνιδάκια και αθύρματα πολλά, σωρόν μεγάλον.

Ο Σπύρος έλειπε.

— Τι είν' αυτά Αρφανούλα; ηρώτησεν ο θείος της. Κάτι πολλά δώρα θα κάμης εφέτος. Μήπως τον αρραβώνιασες τον Σπύρο, κρυφά από τον Μπάρμπα-Σταυρήν; Να σου πω, δεν θα ήταν άσχημα. Ο γάμος είνε σαν το τυπογραφικό πιεστήριον και μπορεί να στρώση και ο Σπύρος.

Η Αρφανούλα εγέλασε. Και διηγήθη είτα εις τον θείον της τα συμβαίνοντα.

— Τι να σου πω, Μπάρμπα-Σταυρή. Τον λυπήθηκα. Δεν βαστά η ψυχή μου. Δεν έχει παντελόνι να φορέση. Έπεσε 'ς τα πόδια μου με τα δάκρυα, σαν μωρό, και μου είπεν. Απ' τον Θεόν και στα χέρια σου, αδελφούλα μου. Άλλη φορά δεν θα σε βαρύνω. Δάνεισέ μου ένα κατοστάρικο να στήσω 'ς την Καπνικαρέα ένα τραπέζι να πωλήσω Πρωτοχρονιάτικα, να βγάλω μια φορεσιά ρούχα το ελάχιστο. Σε λίγαις ημέραις θα τον φάνε τον Γέρω, τέλος πάντων. Και άλλη φορά δεν θα σε βαρύνω. Το βλέπω κ' εγώ. Κοντζάμ άνδρας ως εκεί επάνω, να μένω χωρίς δουλειά! Φταίει και ο μακαρίτης ο Γέρω-Λαχανάς. Όταν μου έλεγε, βρε Σπυράκι μου, βρε Σπυρέτο μου, βουτηγμένος αυτός μέσα 'ς τον ιδρώτα και τα χώματα, έπρεπε να σηκώση την τσάπα του να μου κάμη μια τρύπα 'ς το ξερό μου, να έμβη μέσα ολίγη γνώσις.

Και έκλαιεν ο καϋμένος . . .

Τον λυπήθηκα Μπάρμπα-Σταυρή. Έπειτα να πούμε και του φτωχού το δίκαιο. Τον κυνηγά και η κακοτυχία. Δεν είνε μονάχη η κακομοιριά.

— Μα δεν ξέρεις, κορίτσι μου, ότι όπου κακομοιριά, εκεί και κακοτυχία; . . .

Ούτω λοιπόν ο Σπύρος του Γέρω-Λαχανά, με την πονηρίαν του και με την φυσικήν αγαθότητα της Αρφανούλας τα κατάφερε πάλιν και τον είδομεν την παραμονήν της πρωτοχρονιάς πρωί πρωί, παρά το Άγιον Βήμα της Καπνικαρέας, εμπρός εις μίαν τράπεζαν γεμάτην ποικιλώτατα ευθηνά αθυρμάτια, στρέφοντα, τη συμβουλή του θείου του, μίαν τεραστίαν ροκάναν, κρώζουσαν εκεί θρηνητικώς, πρώτην-πρώτην αυτήν, ως το εγερτήριον της μεγάλης εμπορικής οδού, την τρελλήν εκείνην ημέραν.

Αλλά μόλις εξηφανίσθη ο Μπάρμπα-Σταυρής με τα τρία ξύλα του, ως είδομεν, και ψεκάδες πυκναί ήρχισαν να πίπτουν.

Ο άνεμος ετράπη προς το βορειοανατολικόν του ορίζοντος και μετ' ολίγον βροχή δαρτή ήρχισε να πίπτη. Θόρυβος επηκολούθησε τότε και ταραχή μεγάλη εις τας πέριξ εκεί άλλας τραπέζας των παιγνιοπωλών, και φωναί και βλασφημίαι ηκούσθησαν. Άλλοι με λευκάς σινδόνας εσκέπαζον τα προς πώλησιν αθύρματα, ως να τα εσαβάνοναν, και άλλοι εισεκόμιζον τας τράπεζας των εις τα εγγύς εμπορικά. Οι έμποροι, απηλπισμένοι συνέκρουον τας χείρας των ως οι σταφιδοκτήμονες, βραχείσης της σταφίδος. Οι υπάλληλοί των εγελούσαν σκαστά.

Ο Σπύρος τότε του Γέρω-Λαχανά, ανοίξας την ομβρέλλαν του, είχεν αυτήν την πρόνοιαν, με όλην την ανικανότητά του ήτο γεμάτος πονηρίαν, ανέμενε να παύση, η βροχή κ' εξηκολούθει να συστρέφη την τεραστίαν ροκάναν.

Ουδείς διαβάτης ετόλμησε να προβάλη επί τόσας ώρας και εκινδύνευε να κηδευθή η τελευταία ημέρα του έτους εκείνου άνευ της προπομπής, αλλά μόνον με τους θρηνητικούς κρωγμούς της ροκάνας του Σπύρου, του υιού του Γέρω-Λαχανά.

Διότι αληθώς μετ' ολίγον ορμητική θύελλα εκραγείσα, θαρρείς και απέλυσεν επί της πόλεως ολόκληρον τρούμπαν. Καταρράκται κατακλυσμού ανοίχθησαν και ρεύμα μετά ηχηράς βοής κατήλθεν αμέσως από του Συντάγματος, το οποίον παρέσυρε παν το πρόστυχον. Οι έμποροι έσπευδον ν' αποσύρωσιν από των θυρών των τα προς πώλησιν πράγματα. Η δε τράπεζα του Σπύρου, μη προνοήσαντος να την εισαγάγη εγκαίρως εις τι εμπορικόν, ως έπραξαν προ μικρού οι άλλοι παιγνιοπώλαι, ανετράπη φευ! και τα παίγνια όλα και όλα τα αθύρματα του οικτρώς παρεσύρθησαν υπό του χειμάρρου κ' εξηφανίσθησαν εις την εκεί πλησίον μεγάλην καταβόθραν.

Και εσώθη μόνος ο Σπύρος του Γέρω-Λαχανά, ως ο τελευταίος άγγελος του Ιώβ, ίνα αναγγείλη την θλιβεράν είδησιν εις την αδελφήν του.

— Πες χαιρετίσματα εις τον Μπάρμπα-Σταυρή, Είπε θρηνών ο Σπύρος, πες του που ξέρει να κάνη το ξυλόσοφο, ότι ο Σπύρος δεν είνε τεμπέλης, αλλά τον κατατρέχει η ατυχία….

Κατόπιν, μετά μεσημβρίαν, ο ουρανός της Αττικής, ο απατεών, εξαστέρωσε κ' έγεινεν αρκετή κίνησις, ο δε σχηματισθείς βόρβορος συνετέλεσεν εις το να ανυψώση εις βακχικήν τελετήν, την γενομένην εκείνο το έτος παρέλασιν των Αθηναίων.

— Δεν ξεύρω, τέλος πάντων, έλεγεν ο Μπάρμπα-Σταυρής ο Ξυλοπόδαρος, ελθών την επαύριον να χαιρετίση την Αρφανούλαν, δεν ξεύρω ποίος πταίει, ο αδελφός σου ή η ατυχία του. Σου το είπα όμως και άλλαις φοραίς. Όπου κακομοιριά εκεί και ατυχία. Έπειτα εσύ διαβάζεις βιβλία. Δεν ξεύρεις ότι «κακομοίρης» θα πη άτυχος; Το βέβαιον όμως είνε, ετελείωσεν ο Μπάρμπα-Σταυρής, ότι αν ο Σπύρος επήγαινεν από μικρός σε κανένα Μοναστήρι, μπορούσε σήμερα να είνε κάτι τι. Κ' εκτύπησε τον ξύλινον πόδα του κραταιώς επί του πατώματος, ως να εκτυπούσε την κεφαλήν του, διότι δεν το είπεν αυτό, όταν έπρεπε.

Ο ΠΤΩΧΟΣ ΚΑΙ Η ΜΟΙΡΑ ΤΟΥ (1901)

Με τα δύο καλαμοειδή χεράκια του και τα δύο σκολιά ποδαράκια του, ο Μιστόκλης ο Κοντούλης κατεγίνετο εν χαρά, τόσας ημέρας τώρα, με το νέον του επάγγελμα, όπερ ανέλαβε με χρυσάς ελπίδας, ωσάν κάθε νέος επαγγελματίας.

Προσκολλών χαρτίνας ρωσσικάς εικόνας επί μικρών σανίδων, μετά προσοχής και δεξιότητος, ώστε να φαίνωνται ως εξ αρχής εζωγραφημέναι επί των σανίδων, και πλαισίων αυτάς είτα δι' απλών εκ λευκοσιδήρου κορνιζών, κατήρτιζε πλουσίαν συλλογήν, σκοπών ν' απέλθη εις Τήνον, κατά την πανήγυριν, και κερδίση ασφαλώς και ακόπως κέρδη από ευτελών και πτωχικών κεφαλαίων. Έξυπνος ο Μιστόκλης ο Κοντούλης, είχε κάμει πρό τινων ημερών δοκιμάς εις τα περίχωρα της Αττικής και είδεν ότι αι κομψώς πλαισιωμέναι εικονίτσες του ηγοράζοντο προθύμως υπό των χωρικών, εις τους περιεργοτέρους των οποίων ο Μιστόκλης ηναγκάζετο να περιγράφη την σπανίαν τέχνην του, εξαπατών ότι αυτός εζωγράφιζε διά της χειρός τας εικόνας, εκμαθών τάχα εν Κιέβω την ρωσσικήν αγιογραφίαν, μη βραδύνων να προσθέτη εις τους πλέον περιέργους ακόμη, ότι αυτός επί το εκκλησιαστικώτερον, ως απεκάλει την βυζαντινήν αγιογραφίαν, μετερρύθμιζε τα άκομψα και χονδροειδή ρωσσικά σχέδια. Τόσην δε πεποίθησιν είχε πλέον εις την επιτυχίαν του νέου του έργου, ώστε επανειλημμένως τω ήρχετο διάθεσις ν' ανακράξη προς την γυναίκα του «όξω φτώχια». Αλλά πολλά παθών έως τώρα, πολλά έμαθε, και, το καλλίτερον, έμαθε να σιωπά πλέον.

Και αφού εκόλλησε τας χαρτίνας αγιογραφίας και ηλίαζε τας υγράς σανίδας, ήρχισε να ετοιμάζη και συλλογήν άλλην προσωπογραφιών της αυτοκρατορικής ρωσσικής οικογενείας.

Εκεί πλησίον του, η σύζυγός του, φίλεργος και φιλόπονος γυνή, ξενοπλύνουσα είχε καθήσει επί σκάμνου, παρά μεγάλην και ασήκωτην κόφαν, μπουγαδιάζουσα τα πλυθέντα ιμάτια και αναπαυομένη προς στιγμήν, εθήλαζε χρονιάρικον βρέφος, μετά συνέσεως, περισφίγγουσα τους ατάκτους του πόδας επί της οσφύος της, εις ενδιαφέρουσαν ευρισκομένη κατάστασιν. Τρία άλλα παιδία, το έν μικρότερον του άλλου, έπαιζον παρά-πέρα εν τη ρυπαρά αυλή, καταβορβορωμένα μέσα εις τα νερά της πλύσεως.

— Της προάλλαις, εις το Μενίδι, έλεγεν ο Μιστόκλης, προσβλέπων μετά τινος δισταγμού την βεβαρημένην της συζύγου του κοιλίαν, από κάθε εικόνα που μου κοστίζει — τέχνη και κόπος και κεφάλαια, — μια δεκάρα, έβγαλα δύο και τρεις δραχμαίς. Πρώτα ο Θεός, να πωλήσω εις την Τήνο από δυο και τρεις δραχμάς την μία, της πεντακόσιες εικόνες μόνον —

Διεκόπη αίφνης, Τω ήλθε διάθεσις πάλιν να εκφώνηση «όξω φτώχια», αλλά συλλογισθείς τα παθήματά του, εδάγκασε την γλώσσαν του και εσιώπησεν.

Η σύζυγός του, κάθιδρως, κουρασμένη από της επιμόχθου πλυντικής εργασίας ανεπαύετο ακόμη, θηλάζουσα και το βρέφος, το νήπιον, του οποίου περιέσφιγγε τους αεικίνητους πόδας επί της οσφύος της.

— Δεκαπέντε δραχμαίς την χιλιάδα της αγόρασα από το παππά-Σάββα τον αγιορείτην, διηγείτο ο Μιστόκλης προς την γυναίκα του, ατενίζων μετά φόβου πάντοτε την βεβαρημένην της κοιλίαν· τα σανιδοκόμματα μου τα χάρισεν ο ξάδερφός σου ο μαραγκός, ώστε λίγη ψαρόκολλα μόνον αγόρασα και λίγες λωρίδες τενεκέ και λίγα τζάμια από το φαναρτσή, απομεινάρια. Πρώτα ο Θεός να της πωλήσω όλαις, και της χίλιαις, έστω και προς μία δραχμή την μίαν —

Εδάγκασε και πάλιν την γλώσσαν του, ίνα μη εκφωνήση υπερήφανόν τινα καύχησιν. Και είχε πάθει πολλά έως τώρα.

— Πότε έχομε της Παναγίας; ηρώτησεν η σύζυγός του, αποθέσασα χαμαί, επί τινος σανίδος, το νήπιον, το οποίον απεκοιμήθη θηλάζον, και με το βάρος εκείνο της κοιλίας της, η πτωχή, επανήρχισε πάλιν το μπογάδιασμα των ιματίων.

— Την παραπάνω Κυριακή, απήντησεν ο Μιστόκλης, καρφώνων με προσοχήν μίαν ωραίαν ολόχρυσον Αγίαν Παρασκευήν. Και μετά δισταγμού και φόβου εμβλέπων προς αυτήν και προς το βάρος της, διά νευμάτων, σαν να εζήτει να μάθη τον χρόνον του τοκετού, εψιθύρισε κατ' ιδίαν μασσημένους λόγους:

— Έχει γούστο εις την τόση χαρά μου για το ταξείδι, να μου παρουσιασθούν και γεννητούρια, και ν' απομείνη ο Μιστόκλης με της εικόνες στα χέρια! Εν τούτοις υπελόγιζε και εύρισκεν ότι ο τοκετός θα επέλθη μίαν εβδομάδα μετά την εορτήν της Παναγίας. Επρολάμβανε λοιπόν και εις την Τήνον να μεταβή και την λεχώ να θεραπεύση.

Ουχ ήττον κάτι τι τον ετριβέλιζε μέσα εις την καρδίαν του. Μήπως έχει λάθος; μήπως ο λογαριασμός γίνεται χωρίς τον ξενοδόχον; Πολλά παθών, έμαθε πολλά…

Εις όλα τα προηγούμενα επαγγέλματά του ο Μιστόκλης ο Κοντούλης, εις όλας τας επιχειρήσεις του, είχε διαψευσθή. Τας μακράς του χειμώνος νύκτας στενοχωρημένος από τας ανάγκας της πολυμελούς του οικογενείας, απηρίθμει εν απογνώσει όλα τ' αποτυχόντα παλαιά έργα του, εις μάτην ζητών ν' απολαύση απλήν τινα εις νεωτέραν επιχείρησιν επιτυχίαν.

Πανταχού η μοίρα του, του πτωχού η μοίρα, παρουσιάζετο φοβερά ενώπιόν του, απελπιστική, καταστρέφουσα τας ελπίδας του, διαλύουσα τα όνειρά του, ώστε ν' αληθεύη πάντοτε το της παροιμίας «όπου πτωχός και η μοίρα του».

Και εις αυτό το έργον της παιδοποιίας, εις το οποίον και μόνον τω έλεγεν ο γείτονας του ο κυρ-Γεώργης ο συνταξιούχος, ότι επέτυχε, θέλων να τον παρηγορήση παραπονούμενον, και εις αυτό ο Μιστόκλης έβλεπε την φοβεράν μοίραν του, του πτωχού την μοίραν, προαγγέλλουσαν αυτώ τας αποτυχίας του.

Από την ημέραν που επρωτόπιασε εργασίαν, πρώτην φοράν ελθών εις την πρωτεύουσαν εκ των νήσων του Αιγαίου πελάγους, από τότε εφάνη ότι ούτε η μοίρα του επήρε με καλό μάτι τον Μιστόκλην, ούτε ο Μιστόκλης την μοίραν του. Αυτός, μικρός το ανάστημα, αλλά και υγιής τω σώματι και ευτραφής ως ουρανόπεμπτος εφάνη εις τον Γέροντα του Λυκαβητού, ένα σκληροτράχηλον και φιλάργυρον προεστώτα του Αγίου Γεωργίου, όστις «με το μέλι» κατ' αρχάς ομιλών, ήρχισεν εις το τέλος να τον ποτίση όξος και πικράν αλόην.

Γνωρίζων ο Μιστόκλης τα γράμματα του ελληνικού σχολείου υπηρέτει καλώς εν τω ναΐσκω, συλλειτουργών τους ιερείς. Αλλ' ο γέρων βλέπων το ανθηρόν της υγείας του, μετ' ολίγον καιρόν επέβαλεν εις αυτόν να περιέρχηται την πόλιν μετά μεγάλου δισακκίου και να συνάζη ελέη των χριστιανών, διά τον Άγιον Γεώργιον. Εις το χωρίον του, είνε αληθές, ο Μιστόκλης εξετέλει και αγροτικάς εργασίας, αλλ' είχεν έλθει εις τας Αθήνας, αποβλέπων εις στάδιον ευγενέστερον. Διά τούτο βαρέως έβλεπε τους ώμους του εξασθενίζοντας από το αφόρητον άχθος του δισακκίου. Τότε κατά πρώτον είδε καθ' ύπνους την Μοίραν του ως άγριον και δυσαχθές γερόντιον, απεσκληρωμένον και πολιόν, να θεωρή τον νεαρόν νησιώτην ως τι μελιτωμένον πλακούντιον, έτοιμον εις βρώσιν.

Υπέμεινεν όμως ο Μιστόκλης όλας τας βαρείας υπηρεσίας του βράχου, ελπίζων ίσως διά της υπακοής του και ταπεινώσεως να μαλάξη τον σκληρόν γέροντα. Αλλ' εκείνος την υπακοήν του εκείνην και ταπείνωσιν εκλαβών ως ηλιθιότητα, τω επέβαλε να λαξεύη τον βράχον τον απρόσιτον, και να κατασκευάζη με την γλυπτικήν σμίλην βαθμίδας επί της ανωφερούς πέτρας, προς εύκολον ανάβασιν των προσκυνητών και έδρανα προς αναψυχήν των.

Αλλ' η εργασία αύτη ήτο λίαν επαχθής· και μετ' ολίγα έτη ελάξευσε μεν ο ευτραφής Μιστόκλης τον απορρώγα βράχον, πλατείας ισοπεδώσας και πεζούλια υψώσας και δεξαμενάς γλύψας διά το βρόχινον ύδωρ, αλλά συγχρόνως, χωρίς να το εννοήση, ελάξευσε και το τρυφερόν σώμα του, καταντήσας με δύο καλαμοειδή χεράκια και δύο σκολιά ασθενή ποδαράκια και μίαν άκρεων πλατίτσαν. Έκτοτε, η Μοίρα του, εμφανιζομένη σκληρά, υπό την μορφήν του Γέροντος, κοντού και απηνούς, πολιού και εχθίστου, με πώγωνα βαθύν και επανωφόριον ποδήρες ρωσσικόν, συνετάραττε την νυκτερινήν ανάπαυσίν του· και αποκαμών επεθύμει την κατάβασίν του προς τα κάτω, όπου τω εφαίνετο ότι θα εύρισκεν ανάπαυσιν εις την μαλακά γύρω του βουνού, αναπαυομένην πόλιν.

Όταν δε μίαν ημέραν, με το καύμα, αχθοφορικώς τοποθετών ογκώδεις λίθους, εις κατασκευήν πεζουλιών, προς συντήρησιν της διαρρεούσης πάντοτε από των όμβρων οδού, είδεν αίφνης να κυλίση βράχος προς την υπώρειαν, με ταχύτητα ακράτητον, ηυχήθη να εκύλιε και αυτός, χωρίς ο εαυτός του, ως άλλος Σίσυφος, να τον αναβιβάση πάλιν επάνω. Κ' εθάρρει ότι δεν θα εχάνετο εις μίαν πόλιν, τόσον μεγάλην και τόσον φιλάνθρωπον, όπου και πέντε αγαθοί να υπήρχον, θα έσωζον όλας τας άλλας μυριάδας, και αυτόν μαζί.

Ο γλυκύς αυτός πόθος του δεν εβράδυνε να εκπληρωθή, διότι μίαν άλλην ημέραν φορτωμένος το δισσάκιον των ελεών, με τα χονδρά του ράκη και τα μεγάλα κρητικά υποδήματα, με τα λεπτοκαμωμένα και σκολιά ποδαράκια του, αναβαίνων τον ελικοειδή δρόμον, κατέπεσεν από του καύματος υπό τινα δροσεράν πευκών συστάδα, και ανακλιθείς, με προσκέφαλον το δισάκκιον, εβυθίσθη εις δροσερόν ύπνον, και εβράδυνε να κομίση προς τον Γέροντά του το δισάκκιον με τα ελέη, διαρπαγέντα, κατά τον ύπνον του, υπό λωποδυτών. Την νύκτα εκείνην, ως βαρύς λίθος, ο Μιστόκλης εκύλισε τωόντι κάτω, προς την υπώρειαν, αποδιωχθείς αγρίως υπό του Γέροντος, αυτός δε καμμίαν όρεξιν δεν είχε πλέον να γείνη Σίσυφος και ν' αναβιβάση πάλιν τον εαυτόν του επάνω.

— Τότε, πρώτα-πρώτα, ο Μιστόκλης ως έξυπνος όπου ήτο, επιθυμών να εργασθή πλέον εν τη πόλει, την οποίαν ως όνειρον έβλεπε πάντοτε από την κορυφήν του Λυκαβητού, να δράση και να προοδεύση, ως έβλεπεν από του ύψους εκείνου ότι έδρα και προώδευε κάτω τόσος κόσμος, εζήτησε κ' εύρε την παρά του Θεού ορισθείσαν τω ανθρώπω βοηθόν και σύντροφον εν τω βιωτικώ αγώνι και ήλθεν εις γάμον. Πλην όλα τα επαγγέλματα, εις τα οποία προχείρως επεδίδετο έκτοτε — τακτικόν τι έργον δεν είχεν εκμάθει — όλα, τον ωδήγουν από ατυχίας εις ατυχίαν. Τω εφαίνετο ότι, σαν να τον κατηράσθη ο Γέρων του Λυκαβητού διά τα ελέη, τα οποία του αφήρπασαν οι λωποδύται, και πολλάκις τον έβλεπε καθ' ύπνον κατά πάσαν αποτυγχάνουσαν εργασίαν του, κοντόν, χονδρόν, με λευκόν μέχρι του στήθους φθάνοντα πώγωνα, μ' έν χονδρόν και μακρόν επανωφόριον, ως ρωσσικόν επενδύτην, να τω φωνάζη αγρίως:

— Όπου φτωχός και η μοίρα του! Εσύ μου τάφαγες τα πρόσφορα και είπες πως σου τάκλεψαν οι λωποδύταις!

Τον είδε τον Γέροντα, όταν τον εμπόδισεν η εξουσία να πωλή καπνά και σιγαρέττα, οπού, εκέρδιζεν αρκετά, χωρίς κανένα κόπον, διότι είχε ψηφισθή το μονοπώλιον. Κατόπιν τον ξαναείδε πάλιν, κοντόν και χονδρόν, κατάλευκον, με τον ρωσσικόν επενδύτην του, όταν πωλών κουλουράκια ζαχαρένια, όπου τα εζήμωνεν η γυναίκα του, εκέρδιζεν ικανάς δραχμάς την ημέραν. Ολίγας ημέρας μετά το όνειρον, εγέμισεν η Αθήνα από κουλουροπώλας, και έκαμε λογαριασμόν ότι τα πωλούμενα κουλούρια αναλογούσαν δέκα προς έκαστον Αθήναιον. Αν ήτο δυνατόν να προκόψη κανένας! έλεγεν αγανακτών ο Μιστόκλης.

Αμυδρώς ενθυμείτο ότι τον είδε, τον φοβερόν Γέροντα, άγριον ως λύκον και όταν η γυναίκα του εγέννησε το πρώτον τέκνον των· και τω εφάνη ότι και τότε είπεν εις τον Μιστόκλην ο Γέρων.

— Όπου φτωχός και η μοίρα του!

Καλά-καλά δεν την εβεβαίωνε ταύτην την οπτασίαν, αλλά το να αποκτά κατ' έτος και από έν παιδίον, τούτο βεβαίως δεν ήτο πλουσίου ριζικόν, εσκέπετο ο Μιστόκλης.

Και όταν ο Μιστόκλης πάλιν με την βούρτσαν του επ' ώμων, με τον τενεκέ των χρωμάτων παρά πόδας εις μάτην ανέμενε παρά την Νέαν Αγοράν, ως σουβατζής, να προσληφθή εις καμμίαν εργασίαν, υποχρεωμένος εκεί ναπαριθμή τους οψοπώλας και τους κομίζοντας πλήρεις οψωνίων τους καλάθους εις τας οικίας των ευδαιμόνων αστών, έλεγε:

— 'Σ πολλά έτη, που ξενοπλένει η γυναίκα μου και βγάζουμε το ψωμάκι . . . .

Εις τας δεινάς τότε στενοχωρίας του εσυλλογίζετο την πρώτην του εργασίαν και τω ήρχετο σκέψις ν' αναβή εις τον Άγιον Γεώργιον, να βάλη μετάνοιαν εις τον Γέροντα και να ζητήση συγχώρησιν από την Μοίραν του.

Φοβεραί της στενοχωρίας του παρετείνοντο αι νύκτες τότε. Παρά τον μέγαν πύραυνον, εν τη ρυπαρά αυλή της κατοικίας των, παρά την Βλασταρούν, η γυναίκα του προσεπάθει να μπουγαδιάση, ρίπτουσα ολίγον κατ' ολίγον το βραστόν νερόν εις την βαθείαν της μπουγάδας κόφαν. Τα παιδία των ως γατάκια εκοιμώντο εις μίαν ψάθαν επάνω, όλα μαζί, μία τουφίτσα σαν ορφανά. Ο Μιστόκλης, στηρίζων την καθαράν από της αργίας βούρτζαν του επί του τοίχου, και καθήμενος είτα επί του κενού τενεκέ των χρωμάτων έβλεπε την βασανιζομένην γυναίκα του. Έβλεπε τα κοιμώμενα παιδία επί της ψάθης, ως να ήσαν εγκαταλελειμμένοι νεοσσοί, έβλεπε και την βεβαρημένην της μητρός κοιλίαν και διελογίζετο, αν δεν ήτο καλλίτερος ο πρώτος αχθοφορικός εκείνος βίος του, ότε κάθιδρως και ασθμαίνων αναβίβαζεν επί του Λυκαβητού το δισάκκιον των ελεών. Τότε έν δισάκκιον είχε μόνον, αλλά τώρα έχει τρία παιδιά και μίαν γυναίκα γαλακτοτροφούσαν και συνάμα έγκυον. Τότε ήτο ελεύθερος να το κάμη ό,τι ήθελε το δισάκκιον εκείνο, όπως ποτέ το έκαμε και προσκέφαλον. Ήτο ελεύθερος να το ρίψη κάτω από των ασθενικών του ώμων όπως και το έρριψε, διότι ήτο άψυχον και άπνουν δισάκκιον. Αλλά το δισάκκιον αυτό το ζωντανόν, το έμψυχον, που φέρει ήδη εις την αδύνατον και λαξευμένην πλατίτσαν του; Το κλαίον πολλάκις και πολλάκις γελών, το εκφράζον πόθους και ορέξεις, πείναν και δίψαν, γυμνότητα και στέρησιν; Το δισάκκιον το πλήρες ονείρων και σχεδίων, το πεπληρωμένον όχι ελεών διά τον Άγιον Γεώργιον, αλλά υπάρξεων τόσων διά τον κόσμον;

Υπάρξεων, αίτινες έχουν χαράν, υπάρξεων, αίτινες έχουν λύπην; Ούτε να το ρίψη πλέον κάτω ημπορούσεν, αλλ' ούτε και να το μεταχειρισθή ως προσκέφαλον.

Και πόσας απολαύσεις είχεν εκείνος ο βίος, όστις τότε τω εφαίνετο βαρύς και μοχθηρός. Την άνoιξιν ο κωνοειδής εύμορφος λόφος, ο άγονος το θέρος και κατάξηρος, ήτο παγκάλως εστολισμένος, ζωγραφισμένος με τόσα αγριολούλουδα, κ' ευωδίαζεν όλος ο βουνός από την νέαν του θύμου βλάστησιν.

Πατών εις την καταπρασίνην εκείνην λόχμην και διά μέσου των τερπνών πεύκων αναβαίνων την βουστροφικήν οδόν του ο Μιστόκλης, ασθμαίνων από το βάρος του δισακκίου, ίστατο κατά δεκάδας βημάτων να ίδη πότε μεν τα γλαυκά του Σαρωνικού νερά και πότε τους θαλερούς αμπελώνας του Γουδίου. Απέθετε τότε το δισάκκιον ν' ανασάνη ολίγον και ανέπνεε την ευώδη της ανοίξεως δρόσον, αγνήν και αθάνατον, ενώ δηλητηριώδεις αναθυμιάσεις, ως από τέλματος, εκάλυπτον κάτω την πόλιν. Και πάλιν ανελάμβανε το δισάκκιον και ανέβαινε· και πάλιν ίστατο διελθών ήδη τας ευσκίους υπωρείας και αναβαίνων τον απρόσιτον της κορυφής βράχον με τας ελικοειδείς υπ' αυτού λοξευθείσας καμπάς του, εστεφανωμένας με στέμματα χλοερά μαργαριτών και αιμοχρόων μυκώνων.

Κ' ενθυμείτο τώρα ο Μιστόκλης εκείνο το τερπνόν πανόραμα όπερ από της κορυφής εκαμάρωνε κάθε πρωίαν, αναμένων εις τας επάλξεις του βράχου, να ίδη αν έρχωνται προσκυνηταί να κρούση τον κώδωνα. Ηπλούτο γύρω-γύρω η πόλις λευκή, κατάλευκος, με τους ναούς της και τα παλάτια της, με τας πλατείας της και τα καθαρά τετράγωνα των νέων συνοικισμών. Τι αν ίδρωνε να λοξεύση μίαν βαθμίδα, ή να κομίση το βαρύ δισάκκιον; Κατόπιν ήτο ελεύθερος — τω εφαίνετο τώρα — να χαίνη προς τον ευώδη του ύψους εκείνου αέρα….

Ετοποθέτησεν όμως τας εικόνας όλας εις τρεις μικράς κασσίτσας.

Έθεσεν εντός καλάθου τα εφόδια του ταξειδίου, είπεν εις την γυναίκα του να ετοιμάση μίαν γουνίτσαν μ' έν κυλιμάκι μαζί, και ητοιμάζετο, αφού κοιμηθή ολίγον και ξεκουρασθή, να εξέλθη και μισθώση αχθοφόρον, ίνα μεταφέρη τα πράγματα εις τον σταθμόν του σιδηροδρόμου, εις Μοναστηράκι. Την εσπέραν εκείνην θ' ανεχώρει το πρώτον ατμόπλοιον διά την πανήγυριν της Τήνου.

Το βρέφος το νήπιον εκοιμάτο προ μικρού θηλάσαν. Τα τρία άλλα παιδία, βαστάζοντα ανά έν τεμάχιον άρτου, ανεπιμέλητα, εβύθιζον αυτό εις τους ρύπους της αυλής, και είτα το έτρωγον. Η σύζυγός του, προς νέαν πλύσιν ετοιμαζομένη, παρεπονείτο ότι ησθάνετο αδιαθεσίαν και κόπωσιν αφόρητον.

— Θα κρύωσες, είπεν ο Μιστόκλης, γιατί εψές, κατάλαβες, φυσούσε μπονέντες.

Είπε και έγυρεν εκεί παρά την πυράν της καμίνου της πλύσεως, τυλιχθείς μ' έν παλαιόν ράκος.

Η σύζυγός του ήρχισε την πλύσιν, κύπτουσα με όλον το βάρος της, παρά την μεγάλην και κτιστήν εκεί σκάφην του πλυντηρίου, ότε μετά μικρόν, σαν να ησθάνθη οδυνηρόν πόνον κ' έβαλε κραυγήν. Ο Μιστόκλης, καθεύδων έως τότε, εξηγέρθη αίφνης έντρομος και διηγείτο εις την σύζυγόν του ότι ο Γέρων του Λυκαβηττού φοβερός και απάνθρωπος, με τον βαθύν λευκόν του πώγωνα και τον ποδήρη ρωσσικόν επενδύτην του, ενεφανίσθη πάλιν, και αφού τον εκύτταξε βλοσσυρώς εκραύγασεν:

— Όπου φτωχός και η Μοίρα του.

Αλλ' έως ου αποτελειώση το όνειρόν του ο Μιστόκλης, επήλθον εις την σύζυγόν του αι ωδίνες του τοκετού· και τότε ο πτωχός, αντί να φροντίση διά την αναχώρησίν του, μετέβη να καλέση την μαίαν.

Δεν ηδύνατο πλέον ν' αναχωρήση εις Τήνον, αι δε εικόνες του έμειναν κεκλεισμένοι μέσα εις τας τρεις κασσίτσας. Ότε δε κατόπιν εκλαυθμήριζε το αρτιγέννητον βρέφος γοερώς, ο Μιστόκλης ο Κοντούλης, ίνα διευκολύνη την λεχώ και αποκοιμηθή ολίγον, βαστάζων αυτό εις τας αγκάλας του, επανελάμβανε θρηνωδώς:

— Κλάψε, καϋμένο, κλάψε! Όπου φτωχός και η Μοίρα του!

Ενώ αι εικονίτσες του, μέσα εις της τρεις κασσίτσαις κλεισμέναις σιωπηλαί και ακίνητοι, ούτε έτριζον καν εξ οικτιρμού…

ΠΑΡΟΡΑΜΑΤΑ

Σελ. 73 όπισθέν μας, της Τροίας, Τενεδιό, αι θοαί νήες.

ΙΩΑΝΝΗΣ Ν. ΣΙΔΕΡΗΣ — ΕΚΔΟΤΗΣ — ΑΘΗΝΑΙ

ΕΚΛΕΚΤΑ ΕΡΓΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΚΑΙ ΞΕΝΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΕΚΔΟΘΕΝΤΑ

ΑΝΝΙΝΟΥ ΜΠ. &Αττικαί ημέραι& (διηγήματα και ευθυ- μογραφήματα) . . . . . . . . . . . Δρ. 5. — &Ζητείται υπηρέτης& (κωμωδία μονό- πρακτος) . . . . . . . . . . . . . . 1. — ΒΑΒΕΑ Ν. &Το Πέραν μας& (πρωτότυπον κοινωνικόν έργον από τα παρασκήνια της ζωής μας) . . . . . . . . . . . . . . . . 5. — ΒΛΑΧΟΥ ΑΓΓ. &Ανάλεκτα& (κρίσεις και εντυπώσεις 2 τόμ.). . . . . . . . . . . . . . . . 8. — ΒΡΑΤΣΑΝΟΥ Μ. &Τα κατά τον Θησέα& (Ιστορική και πο- λιτική μυθογραφία) . . . . . . . . . 7. — ΒΙΖΥΗΝΟΥ Γ. &Ποίος ήτο ο φονεύς του αδελφού μου& 5. — ΓΡΥΠΑΡΗ Ν. Ι. &Σκαραβαίοι και Τερρακόττες& . . . . 5. — ΔΕΛΗΚΑΤΕΡΙΝΗ I.&Ο Λυχνοστάτης& (κωμωδία) μονόπρα- κτος . . . . . . . . . . . . . . . . 1. — ΔΡΟΣΙΝΗ Γ. &Φωτερά Σκοτάδια& (ποιήματα) . . . . 5. — » &Κλειστά Βλέφαρα& (ποιήματα) . . . . 5. — » &Αμαρυλλίς& (διήγημα) . . . . . . . 5. — » &Αγροτικαί επιστολαί& . . . . . . . 5. — » &Ο Μπαρμπαδήμος& Διηγήσεις Αγω- νιστού (μετά πολλών εικόνων) Δ. Μπισκίνη . . . . . . . . . . . . . . 5. — ΔΑΦΝΗΣ ΣΤΕΦΑΝΟΣ &Στο ανοιχτό παράθυρο& . . . . . . 5. — ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΠΟΥΛΟΥ ΠΟΛ. &Η Σιδηρά Διαθήκη& (Κοινω νική Φυσιολογία)& . . . . . . . . . 6. — ΔΡΑΓΟΥΜΗ ΙΟΥΛΙΑΣ (διηγήματα) . . . . . . . . . . . 5. — » &Όλοι μαζί& . . . . . . . . . . . . 3.50 » &Ο βάτραχος που βαριέται& . . . . . 1.40 ΔΡΑΚΟΠΟΥΛΟΥ ΘΕΩΝΗΣ &Ελληνικά ποιήματα, κατάλληλα γι' απαγγελία.& ΔΕΛΤΑ ΠΗΝΕΛΟΠΗΣ &Για την Πατρίδα άδετον& . . . . . 3.50 » &Για την Πατρίδα& χαρτόδετον . . . . 5. — » &Τα αναγνωστικά μας& . . . . . . . . 1. — ΔΕΛΤΑ ΑΛΕΞΑΝΔΡΑΣ &Μύθοι και θρύλοι& . . . . . . . . 6. — ΘΕΡΟΥ ΑΓ. &Δημοτικά τραγούδια& (εκλογή) . . . 3. — ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΟΥ Μ. &Ελληνική Μυθολογία& . . . . . . 5. — ΛΙΔΩΡΙΚΗ Μ. &Κοντά στη φωτιά (δράμα μονόπρακτον) 1. — ΛΥΚΟΥΔΗ ΕΜΜΑΝ. &Διηγήματα . . . . . . . . . . . . . 6. — » &Το Σπητάκι του γιαλού& (Διήγημα) . 5. — ΜΩΡΑΪΤΙΝΗ Α. &Διηγήματα& . . . . . . . . . . . . 6. — ΜΑΛΑΚΑΣΗ Μ. &Ασφόδελοι& (ποιήματα) . . . . . . . 5. — ΜΑΡΗ Μ. &Το θάρρος της αγνοίας& (κωμωδ. Μονό- πρακτος) . . . . . . . . . . . . . . 1. — ΝΟΡΔΑΟΥ Μ. &Τα κατά συνθήκην ψεύδη& . . . . . . 4.— ΠΑΛΑΜΑ Κ. &Τα παράκαιρα& (ποιήματα) . . . . . 5.— » &Διηγήματα& . . . . . . . . . . . . 5.— ΝΤΟΣΤΟΓΕΦΚΗ Φ. &Το Έγκλημα και η τιμωρία (εις δύο τόμους) . . . . . . . . . . . . . . 6.— ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ — ΛΑΜΠΕΛΕΤ &Τα χελιδόνια& (ποιήματα για παιδιά τονισμένα) . . . . . . . . . 10.— ΠΟΛΕΜΗ I. &Σπασμένα μάρμαρα& (ποιήματα) . . . 6.— » &Λύρα& (Ανθολογία της νεωτέρας ελλ. ποιήσεως) . . . . . . . . . . . . . 6.— » &Η Γυναίκα& (κωμωδία μονόπρακτος). . 1.— » &Ειρηνικά& (ποιήματα) . . . . . . . 3.— ΠΡΟΒΕΛΕΓΓΙΟΥ Α.& Η Φαίδρα . . . . . . . . . . . . . 4.— » &Φάουστ του Γκαίτε — (μετά πολλών εικόνων) » &Ποιήματα& . . . . . . . . . . . . . 5.— ΣΗΜΗΡΙΩΤΗ ΑΓ. &Τραγούδια τον λυτρωμού& . . . . . . 5.— ΣΤΡΑΤΗΓΗ Γ. &Τραγούδια του νησιού& . . . . . . . 5.— ΤΑΝΑΓΡΑ ΑΓΓ. &Οι σπογγαλιείς του Αιγαίου& (διηγήματα) . . . . . . . . . . . . 5.— » &Μακεδονικαί Ραψωδίαι& (διηγήματα) . 2.50 » &Η Μεγαλόχαρη& (διήγημα) . . . . . . 2.50 » &Άγγελος εξολοθρευτής& (πολεμ. διήγ. 1912-13) . . . . . . . . . . . . . . 3.— » &Μαύρες Πεταλούδες& . . . . . . . . 5.— ΤΣΟΚΟΠΟΥΛΟΥ Γ. &Ο Βασιλεύς της Ρέγκας& (μονόπρ. παιγνίδι) . . . . . . . . . . . . . 1.— » &Βυζαντιναί γυναίκες& (διηγήματα). . 5.— ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΥ Κ. &Φθινόπωρο& (μυθιστόρημα) . . . . . 4.— » &Τραγούδια της Ερημιάς . . . . . . . 3.50 » &Τα Ελεγεία και τα Ειδύλλια& (ποιή ματα . . . . . . . . . . . . . . . . 3.50 » &Απλοί Τρόποι& (ποιήματα) . . . . . 5.— AUGIER &Οι Χαλκοπρόσωποι& (κωμ.) μετ. Αγγ. Βλάχου . . . . . . . . . . . . . . . 1.50 BARRIÈRE &Οι Κουτοπόνηροι& (κωμωδ.) μετ. Αγγ. Βλάχου . . . . . . . . . . . . . . . 1.50 &Ο Βασιλεύς Όθων&. Ιστορικόν εράνισμα επί τη 50ετηρίδι του θανάτου του . . . . . . . . . . 3.— &Κωνσταντινούπολις και Αγία Σοφία θρύλοι και παραδόσεις& (Ιστορία) . . . . . . . . . . . . . 3.— ΒΟΓΑΣΛΗ Δ. &Εκλεκτά χριστουγεννιάτικα και πρω- τοχρονιάτικα διηγήματα& (εκ του Γαλλ., Γερμαν. και Ρωσ.) . . . . . . 2.50 ΔΟΥΜΑ (ΥΙΟΥ) &Η Κυρία με τας Καμελίας& (μυθιστό- ρημα) . . . . . . . . . . . . . . . 5.— LABICHE &Εγώ και Ξυδάκης και Θανασούλης& (κωμωδίαι) μετάφρασις Αγγέλου Βλάχου . . . . . . . . . . . . . . . 1.0 ΣΙΕΓΚΕΒΙΤΣ &Quo Vadis& (μυθιστόρημα) . . . . . 4.— OCTAVE FEUILLET&Ιστορία ενός πτωχού νέου& . . . . . 5.—

1) Βακούφ, λέξις τουρκική. Σημαίνει δε κτήματα και εν γένει ακίνητα μοναστηριακά, εξ αφιερωμάτων, ης γίνεται χρήσις εν ταις νήσοις εις χαρακτηρισμόν των μοναστηριακών εν γένει κτημάτων άτινα κοινώς «Βακούφια» λέγονται.

2) Αρκετά αξιοπερίεργος είνε η πρόρρησίς αυτή του Συγγραφέως επαληθεύσασα μέχρι και των ελαχίστων λεπτομερειών ύστερον από 19 χρόνια τώρα εις τας ημέρας μας.

Κείμενα

Hellenica World - Scientific Library