Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ζιζάνιο | τα | ζιζάνια |
γενική | του | ζιζανίου & ζιζάνιου |
των | ζιζανίων |
αιτιατική | το | ζιζάνιο | τα | ζιζάνια |
κλητική | ζιζάνιο | ζιζάνια | ||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
ζιζάνιο < (ελληνιστική κοινή)
Ουσιαστικό
ζιζάνιο ουδέτερο
το φυτό που ζει παρασιτικά, αγριόχορτο
(για ένα παιδί) το πειραχτήρι
(στον πληθυντικό) ζιζάνια: η διχόνοια
του αρέσει να σπέρνει ζιζάνια και μετά να επωφελείται από την αναταραχή
Μεταφράσεις
ζιζάνιο
αγγλικά : weed (en)
βουλγαρικά : плевел (bg)
γαλλικά : ivraie (fr), mauvaise (fr)herbe (fr)(1), zizanie (fr) (3)
ισπανικά : cizaña (es)
ιταλικά : zizzania (it)
ουγγρικά : gyom (hu)
πολωνικά : chwast (pl)
πορτογαλικά : peste (pt)
ρουμανικά : zâzanie (ro)
σερβικά : кукољ (sr)
σουηδικά : ogräs (sv)
τσεχικά : jílek (cs)
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License