ζευγαρίζω
Ελληνικά
Ετυμολογία
ζευγαρίζω < μεσαιωνική ελληνική < ζευγάρι + -ίζω
Ρήμα
ζευγαρίζω
(παρωχημένο) οργώνω με ένα ζευγάρι αροτριώντων ζώων
Παράγωγες λέξεις
ζευγάρισμα
Κλίση
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ζευγαρίζω | ζευγάριζα | θα ζευγαρίζω | να ζευγαρίζω | ζευγαρίζοντας | |
β' ενικ. | ζευγαρίζεις | ζευγάριζες | θα ζευγαρίζεις | να ζευγαρίζεις | ζευγάριζε | |
γ' ενικ. | ζευγαρίζει | ζευγάριζε | θα ζευγαρίζει | να ζευγαρίζει | ||
α' πληθ. | ζευγαρίζουμε | ζευγαρίζαμε | θα ζευγαρίζουμε | να ζευγαρίζουμε | ||
β' πληθ. | ζευγαρίζετε | ζευγαρίζατε | θα ζευγαρίζετε | να ζευγαρίζετε | ζευγαρίζετε | |
γ' πληθ. | ζευγαρίζουν(ε) | ζευγάριζαν ζευγαρίζαν(ε) |
θα ζευγαρίζουν(ε) | να ζευγαρίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ζευγάρισα | θα ζευγαρίσω | να ζευγαρίσω | ζευγαρίσει | ||
β' ενικ. | ζευγάρισες | θα ζευγαρίσεις | να ζευγαρίσεις | ζευγάρισε | ||
γ' ενικ. | ζευγάρισε | θα ζευγαρίσει | να ζευγαρίσει | |||
α' πληθ. | ζευγαρίσαμε | θα ζευγαρίσουμε | να ζευγαρίσουμε | |||
β' πληθ. | ζευγαρίσατε | θα ζευγαρίσετε | να ζευγαρίσετε | ζευγαρίστε | ||
γ' πληθ. | ζευγάρισαν ζευγαρίσαν(ε) |
θα ζευγαρίσουν(ε) | να ζευγαρίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ζευγαρίσει | είχα ζευγαρίσει | θα έχω ζευγαρίσει | να έχω ζευγαρίσει | ||
β' ενικ. | έχεις ζευγαρίσει | είχες ζευγαρίσει | θα έχεις ζευγαρίσει | να έχεις ζευγαρίσει | ||
γ' ενικ. | έχει ζευγαρίσει | είχε ζευγαρίσει | θα έχει ζευγαρίσει | να έχει ζευγαρίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ζευγαρίσει | είχαμε ζευγαρίσει | θα έχουμε ζευγαρίσει | να έχουμε ζευγαρίσει | ||
β' πληθ. | έχετε ζευγαρίσει | είχατε ζευγαρίσει | θα έχετε ζευγαρίσει | να έχετε ζευγαρίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ζευγαρίσει | είχαν ζευγαρίσει | θα έχουν ζευγαρίσει | να έχουν ζευγαρίσει |
|
Δείτε επίσης
ζευγαριά
ζευγάς
Μεταφράσεις
ζευγαρίζω
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License