ζεστοκοπώ
Ελληνικά
Ετυμολογία
ζεστοκοπώ < μεσαιωνική ελληνική ζεστοκοπώ < ζέστη < αρχαία ελληνική ζεστός < ζέω
Ρήμα
ζεστοκοπώ (παθητική φωνή: ζεστοκοπιέμαι)
(λαϊκότροπο) (μεταβατικό) ζεσταίνω
(λαϊκότροπο) (αμετάβατο) παρουσιάζω υψηλή θερμοκρασία
Συγγενικές λέξεις
ζεστοκόπημα
ζεστοκοπημένος
Μεταφράσεις
ζεστοκοπώ
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License