Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ζαβός | η | ζαβή | το | ζαβό |
γενική | του | ζαβού | της | ζαβής | του | ζαβού |
αιτιατική | τον | ζαβό | τη | ζαβή | το | ζαβό |
κλητική | ζαβέ | ζαβή | ζαβό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ζαβοί | οι | ζαβές | τα | ζαβά |
γενική | των | ζαβών | των | ζαβών | των | ζαβών |
αιτιατική | τους | ζαβούς | τις | ζαβές | τα | ζαβά |
κλητική | ζαβοί | ζαβές | ζαβά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
ζαβός < μεσαιωνική ελληνική ζαβός < αβέβαιης ετυμολόγησης
είτε από το αραβική زَاوِيَة (zāwiya: γωνία) < ρίζα ز و ي (z-w-y)
είτε από το ζαβολιά < διαβολιά
Επίθετο
ζαβός, -ή, -ό
(ως προς το σχήμα) στραβός, στρεβλός, όχι ίσιος
(μεταφορικά) ανόητος, χαζός, με νοητικό ελάττωμα
(μεταφορικά) ιδιότροπος, παράξενος
Παράγωγα
ζαβά
ζαβάδα
ζαβομάρα
ζαβώνω
Μεταφράσεις
ζαβός
γαλλικά : 1. de travers (fr), tordu (fr) 2. crétin (fr), débile (fr) 3. bizarre (fr)
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License