ART

Γεγονότα, Hμερολόγιο


ζαβολιάρης

Ελληνικά

πτώση ενικός
ονομαστική ζαβολιάρης ζαβολιάρα ζαβολιάρικο
γενική ζαβολιάρη ζαβολιάρας ζαβολιάρικου
αιτιατική ζαβολιάρη ζαβολιάρα ζαβολιάρικο
κλητική ζαβολιάρη ζαβολιάρα ζαβολιάρικο
πτώση πληθυντικός
ονομαστική ζαβολιάρηδες ζαβολιάρες ζαβολιάρικα
γενική ζαβολιάρηδων ζαβολιάρικων
αιτιατική ζαβολιάρηδες ζαβολιάρες ζαβολιάρικα
κλητική ζαβολιάρηδες ζαβολιάρες ζαβολιάρικα

Ετυμολογία

ζαβολιάρης < ζαβολιά

Επίθετο

ζαβολιάρης -α -ικο

που κάνει όλο ζαβολιές, μικρές απάτες οι οποίες όμως (στην στατιστική τους πλειοψηφία) δεν έχουν ποινικό χαρακτήρα, που κλέβει στο παιχνίδι, που κάνει κατεργαριές

Μεταφράσεις
ζαβολιάρης

αγγλικά : mischievous (en), rascal (en), cheater (en)
γαλλικά : tricheur (fr)
ισπανικά : tramposo (es), fullero (es)

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License