ζαβολιά
Ελληνικά
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ζαβολιά | οι | ζαβολιές |
γενική | της | ζαβολιάς | των | ζαβολιών |
αιτιατική | τη | ζαβολιά | τις | ζαβολιές |
κλητική | ζαβολιά | ζαβολιές | ||
Παράρτημα |
Ετυμολογία
ζαβολιά < διαβολιά (για τη μετατροπή του δι σε ζ βλέπε και το ζουλώ)
Προφορά
ΔΦΑ : /za.vɔ.ˈʎa/
Ουσιαστικό
ζαβολιά θηλυκό
(οικείο) η παραβίαση κάποιων κανόνων, συνήθως σε παιχνίδια μεταξύ παιδιών αλλά και γενικότερα στις συναλλαγές και τις ανθρώπινες σχέσεις
Συγγενικές λέξεις
ζαβολιάρης
ζαβολιάρικος
Μεταφράσεις
ζαβολιά
γαλλικά : triche (fr), tricherie (fr)
ισπανικά : trampa (es), engaño (es)
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License