ART

Γεγονότα, Hμερολόγιο


ζαβλακώνω

Ελληνικά
Ετυμολογία

ζαβλακώνω < αναδρομικός σχηματισμός από τη μετοχή παθητικού παρακειμένου ζαβλακω(μένος) + -ώνω[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /za.vlaˈkɔ.nɔ/

Ρήμα

ζαβλακώνω, πρτ.: ζαβλάκωνα, αόρ.: ζαβλάκωσα, παθ.φωνή: ζαβλακώνομαι, π.αόρ.: ζαβλακώθηκα, μτχ.π.π.: ζαβλακωμένος

φέρνω κάποιον σε μια κατάσταση σωματικής και πνευματικής αδυναμίας που μοιάζει με τη νάρκωση

η ζέστη και ο ήλιος με ζαβλάκωσαν
με ζαβλάκωσε ο πυρετός

Συνώνυμα

αποχαυνώνω
αποκαρώνω

Κλίση
Ενεργητική φωνή

Εξακολουθητικοί χρόνοι
πρόσωπα Ενεστώτας Παρατατικός Εξ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Μετοχή
α' ενικ. ζαβλακώνω ζαβλάκωνα θα ζαβλακώνω να ζαβλακώνω ζαβλακώνοντας
β' ενικ. ζαβλακώνεις ζαβλάκωνες θα ζαβλακώνεις να ζαβλακώνεις ζαβλάκωνε
γ' ενικ. ζαβλακώνει ζαβλάκωνε θα ζαβλακώνει να ζαβλακώνει
α' πληθ. ζαβλακώνουμε ζαβλακώναμε θα ζαβλακώνουμε να ζαβλακώνουμε
β' πληθ. ζαβλακώνετε ζαβλακώνατε θα ζαβλακώνετε να ζαβλακώνετε ζαβλακώνετε
γ' πληθ. ζαβλακώνουν(ε) ζαβλάκωναν
ζαβλακώναν(ε)
θα ζαβλακώνουν(ε) να ζαβλακώνουν(ε)
Συνοπτικοί χρόνοι
πρόσωπα Αόριστος Συνοπτ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Απαρέμφατο
α' ενικ. ζαβλάκωσα θα ζαβλακώσω να ζαβλακώσω ζαβλακώσει
β' ενικ. ζαβλάκωσες θα ζαβλακώσεις να ζαβλακώσεις ζαβλάκωσε
γ' ενικ. ζαβλάκωσε θα ζαβλακώσει να ζαβλακώσει
α' πληθ. ζαβλακώσαμε θα ζαβλακώσουμε να ζαβλακώσουμε
β' πληθ. ζαβλακώσατε θα ζαβλακώσετε να ζαβλακώσετε ζαβλακώστε
γ' πληθ. ζαβλάκωσαν
ζαβλακώσαν(ε)
θα ζαβλακώσουν(ε) να ζαβλακώσουν(ε)
Συντελεσμένοι χρόνοι
πρόσωπα Παρακείμενος Υπερσυντέλικος Συντελ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική
α' ενικ. έχω ζαβλακώσει είχα ζαβλακώσει θα έχω ζαβλακώσει να έχω ζαβλακώσει
β' ενικ. έχεις ζαβλακώσει είχες ζαβλακώσει θα έχεις ζαβλακώσει να έχεις ζαβλακώσει
γ' ενικ. έχει ζαβλακώσει είχε ζαβλακώσει θα έχει ζαβλακώσει να έχει ζαβλακώσει
α' πληθ. έχουμε ζαβλακώσει είχαμε ζαβλακώσει θα έχουμε ζαβλακώσει να έχουμε ζαβλακώσει
β' πληθ. έχετε ζαβλακώσει είχατε ζαβλακώσει θα έχετε ζαβλακώσει να έχετε ζαβλακώσει
γ' πληθ. έχουν ζαβλακώσει είχαν ζαβλακώσει θα έχουν ζαβλακώσει να έχουν ζαβλακώσει


Παθητική φωνή

Εξακολουθητικοί χρόνοι
πρόσωπα Ενεστώτας Παρατατικός Εξ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Μετοχή
α' ενικ. ζαβλακώνομαι ζαβλακωνόμουν(α) θα ζαβλακώνομαι να ζαβλακώνομαι
β' ενικ. ζαβλακώνεσαι ζαβλακωνόσουν(α) θα ζαβλακώνεσαι να ζαβλακώνεσαι
γ' ενικ. ζαβλακώνεται ζαβλακωνόταν(ε) θα ζαβλακώνεται να ζαβλακώνεται
α' πληθ. ζαβλακωνόμαστε ζαβλακωνόμαστε
ζαβλακωνόμασταν
θα ζαβλακωνόμαστε να ζαβλακωνόμαστε
β' πληθ. ζαβλακώνεστε ζαβλακωνόσαστε
ζαβλακωνόσασταν
θα ζαβλακώνεστε να ζαβλακώνεστε (ζαβλακώνεστε)
γ' πληθ. ζαβλακώνονται ζαβλακώνονταν
ζαβλακωνόντουσαν
θα ζαβλακώνονται να ζαβλακώνονται
Συνοπτικοί χρόνοι
πρόσωπα Αόριστος Συνοπτ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Απαρέμφατο
α' ενικ. ζαβλακώθηκα θα ζαβλακωθώ να ζαβλακωθώ ζαβλακωθεί
β' ενικ. ζαβλακώθηκες θα ζαβλακωθείς να ζαβλακωθείς ζαβλακώσου
γ' ενικ. ζαβλακώθηκε θα ζαβλακωθεί να ζαβλακωθεί
α' πληθ. ζαβλακωθήκαμε θα ζαβλακωθούμε να ζαβλακωθούμε
β' πληθ. ζαβλακωθήκατε θα ζαβλακωθείτε να ζαβλακωθείτε ζαβλακωθείτε
γ' πληθ. ζαβλακώθηκαν
ζαβλακωθήκαν(ε)
θα ζαβλακωθούν(ε) να ζαβλακωθούν(ε)
Συντελεσμένοι χρόνοι
πρόσωπα Παρακείμενος Υπερσυντέλικος Συντελ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Μετοχή
α' ενικ. έχω ζαβλακωθεί είχα ζαβλακωθεί θα έχω ζαβλακωθεί να έχω ζαβλακωθεί ζαβλακωμένος
β' ενικ. έχεις ζαβλακωθεί είχες ζαβλακωθεί θα έχεις ζαβλακωθεί να έχεις ζαβλακωθεί
γ' ενικ. έχει ζαβλακωθεί είχε ζαβλακωθεί θα έχει ζαβλακωθεί να έχει ζαβλακωθεί
α' πληθ. έχουμε ζαβλακωθεί είχαμε ζαβλακωθεί θα έχουμε ζαβλακωθεί να έχουμε ζαβλακωθεί
β' πληθ. έχετε ζαβλακωθεί είχατε ζαβλακωθεί θα έχετε ζαβλακωθεί να έχετε ζαβλακωθεί
γ' πληθ. έχουν ζαβλακωθεί είχαν ζαβλακωθεί θα έχουν ζαβλακωθεί να έχουν ζαβλακωθεί
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι)
Παρακείμενος είμαι, είσαι, είναι ζαβλακωμένος - είμαστε, είστε, είναι ζαβλακωμένοι
Υπερσυντέλικος ήμουν, ήσουν, ήταν ζαβλακωμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν ζαβλακωμένοι
Συντελ. Μέλλ. θα είμαι, θα είσαι, θα είναι ζαβλακωμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι ζαβλακωμένοι
Υποτακτική να είμαι, να είσαι, να είναι ζαβλακωμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι ζαβλακωμένοι

Μεταφράσεις
ζαβλακώνω

Αναφορές

ζαβλακώνω στο Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License