ART

Γεγονότα, Hμερολόγιο


Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ζαρζαβατικό τα ζαρζαβατικά
      γενική του ζαρζαβατικού των ζαρζαβατικών
    αιτιατική το ζαρζαβατικό τα ζαρζαβατικά
     κλητική ζαρζαβατικό ζαρζαβατικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ζαρζαβατικό < ζαρζαβάτι + -ικό < τουρκική zerzavat < περσική سبزه (sabza, πρασινάδα, πράσινος)

Ουσιαστικό

ζαρζαβατικό ουδέτερο

λαχανικό, κηπευτικό ή χορταρικό

Μεταφράσεις
ζαρζαβατικό

γαλλικά : légume (fr)

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License