Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ζάντα | οι | ζάντες |
γενική | της | ζάντας | των | ζαντών |
αιτιατική | τη | ζάντα | τις | ζάντες |
κλητική | ζάντα | ζάντες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
ζάντα < (άμεσο δάνειο) γαλλική jant(e) + -α
Ουσιαστικό
ζάντα θηλυκό
το μεταλλικό στεφάνι του τροχού
έβαλε καινούριες ζάντες αλουμινίου στο αυτοκίνητό του
Συνώνυμα
(αρχαιοπρεπές) σώτρο
Συγγενικά
ζαντολάστιχο
Μεταφράσεις
ζάντα
αγγλικά : rim (en)
γαλλικά : jante (fr) θηλυκό
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License