ζαμάνι
Ελληνικά
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ζαμάνι | τα | ζαμάνια |
γενική | του | ζαμανιού | των | ζαμανιών |
αιτιατική | το | ζαμάνι | τα | ζαμάνια |
κλητική | ζαμάνι | ζαμάνια | ||
Παράρτημα |
Ετυμολογία
ζαμάνι < τουρκική zaman (χρόνος, εποχή, περίοδος) < περσική زمان (zamān)
Ουσιαστικό
ζαμάνι ουδέτερο
μεγάλο χρονικό διάστημα· χρησιμοποιείται στην έκφραση "χρόνια και ζαμάνια" (για πολύ καιρό)
Μεταφράσεις
ζαμάνι
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License