ζαμάν φου
Ελληνικά
Ετυμολογία
ζαμάν φου < γαλλική je m΄en fous
Έκφραση
ζαμάν φου και ζεμάν φου
δε με νοιάζει
≈ συνώνυμα: δεν μου καίγεται καρφάκι, στα παλιά μου τα παπούτσια
ζαμανφουτίστας
είναι τύπος ζεμάν φου, δε λογαριάζει τίποτα
Αδιάφορος , αδιάφορος επιδεικτικά
Ο άνθρωπος που δεν δείχνει ενδιαφέρον για κανένα θέμα
Συγγενικές λέξεις
ζαμανφουτίστας και ζεμανφουτίστας και ζαμανφουτιστής
ζαμανφουτισμός και ζεμανφουτισμός
Συνώνυμα
ωχ αδελφέ
Μεταφράσεις
ζαμάν φου
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License