Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ζαχαροζυμωμένος | η | ζαχαροζυμωμένη | το | ζαχαροζυμωμένο |
γενική | του | ζαχαροζυμωμένου | της | ζαχαροζυμωμένης | του | ζαχαροζυμωμένου |
αιτιατική | τον | ζαχαροζυμωμένο | τη | ζαχαροζυμωμένη | το | ζαχαροζυμωμένο |
κλητική | ζαχαροζυμωμένε | ζαχαροζυμωμένη | ζαχαροζυμωμένο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ζαχαροζυμωμένοι | οι | ζαχαροζυμωμένες | τα | ζαχαροζυμωμένα |
γενική | των | ζαχαροζυμωμένων | των | ζαχαροζυμωμένων | των | ζαχαροζυμωμένων |
αιτιατική | τους | ζαχαροζυμωμένους | τις | ζαχαροζυμωμένες | τα | ζαχαροζυμωμένα |
κλητική | ζαχαροζυμωμένοι | ζαχαροζυμωμένες | ζαχαροζυμωμένα | |||
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
ζαχαροζυμωμένος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ζαχαροζυμωμένος. Μορφολογικά αναλύεται σε < ζαχαρο- + ζυμωμένος < ζυμώνω
Προφορά
ΔΦΑ : /za.xa.ɾo.zi.moˈme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός : ζα‐χα‐ρο‐ζυ‐με‐μέ‐νος
Μετοχή
ζαχαροζυμωμένος, -η, -ο (μετοχή χωρίς ρήμα)
φτιαγμένος από ζάχαρη, ζυμωμένος με ζάχαρη
⮡ ζαχαροζυμωμένα κουλουράκια
(μεταφορικά) γλυκός
※ Ζαχαροζυμωμένη μου πέσε γλυκά κοιμήσου και στ’ όνειρό σου να με δεις σκλάβο και δουλευτή σου.
Μάρκος Βαμβακάρης, τραγούδι «Αγγελοκαμωμένη μου»
Άλλες μορφές
ζαχαροζύμωτος
Συγγενικά
→ δείτε τις λέξεις ζάχαρη και ζύμη
Μεταφράσεις
ζαχαροζυμωμένος
Πηγές
Όροι με ζαχαροζυμ- — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
ζαχαροζυμωμένος < ζαχαρο- + ζυμωμένος < ζυμώνω
Μετοχή
ζαχαροζυμωμένος (μετοχή χωρίς ρήμα)
όμορφος, γλυκός
(μεταφορικά) γλυκός, ευχάριστος
※ Πρότυπο:κρητική λογοτεχνία 16ος αιώνας Γεώργιος Χορτάτσης, H ελευθερωμένη Iερουσαλήμ (Τα ιντερμέδια της Ερωφίλης), Στ. Aλεξίου - M. Aποσκίτη, Aθήνα 1992
φιλιά ζαχαροζυμωμένα
≈ συνώνυμα: ζαχαράτος, ζαχαρένιος
Συγγενικά
→ δείτε τις λέξεις ζάχαρη και ζυμάριν
Πηγές
ζαχαροζυμωμένος - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License