Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ζαχαροπλαστική | ||
γενική | της | ζαχαροπλαστικής | ||
αιτιατική | τη | ζαχαροπλαστική | ||
κλητική | ζαχαροπλαστική | |||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
ζαχαροπλαστική < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου ζαχαροπλαστικός
Ουσιαστικό
ζαχαροπλαστική θηλυκό
(μαγειρική) η τέχνη της παρασκευής γλυκισμάτων
Μεταφράσεις
ζαχαροπλαστική
αγγλικά : confectionery (en)
γαλλικά : pâtisserie (fr)
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License