ART

Γεγονότα, Hμερολόγιο


Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ζαχαροπλαστείο τα ζαχαροπλαστεία
      γενική του ζαχαροπλαστείου των ζαχαροπλαστείων
    αιτιατική το ζαχαροπλαστείο τα ζαχαροπλαστεία
     κλητική ζαχαροπλαστείο ζαχαροπλαστεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ζαχαροπλαστείο < ζαχαροπλάστης)

Ουσιαστικό

ζαχαροπλαστείο ουδέτερο

κατάστημα που παρασκευάζει και πουλάει γλυκά

※ Κοσμηματοπωλεία, παλαιοπωλεία, υφασματοπωλεία, μαγαζιά που πουλούσαν πολύχρωμες μαντίλες, άλλα με δερμάτινα ρούχα και τζιν, με διακοσμητικά πήλινα πιάτα τοίχου, με πλεχτές τσάντες, χριστιανικές εικόνες, γκραβούρες με τοπία της Πόλης, τάβλια, πολύχρωμες λάμπες, πολυελαίους και φανάρια· υπήρχαν και καφενεία, ζαχαροπλαστεία με μπακλαβαδάκια, τουλούμπες, σεκέρ παρέ, κανταΐφια, κόκκους καφέ και λουκούμια με ροδέλαιο. Όλα τα καλά του κόσμου.

(Χρύσα Σπυροπούλου (2015). Το μυστήριο της Κωνσταντινούπολης. Ελλάδα: Εκδόσεις Καστανιώτη, ISBN: 9789600358797, @google.books)

Συγγενικά

ζαχαροπλάστης
ζαχαροπλαστική

Μεταφράσεις
ζαχαροπλαστείο

αγγλικά : sweet shop (en)
γαλλικά : pâtisserie (fr)
γερμανικά : Konditorei (de)
εσπεράντο : kukejo (eo)
ισπανικά : pastelería (es)
ιταλικά : pasticceria (it)
ολλανδικά : banketbakkerij (nl)
ουγγρικά : cukrászda (hu)
πολωνικά : cukiernia (pl)
πορτογαλικά : pastelaria (pt)
ρουμανικά : cofetărie (ro)
σουηδικά : konditori (sv)
τσεχικά : cukrárna (cs)

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License