ART

Γεγονότα, Hμερολόγιο


Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ζαχαριέρα οι ζαχαριέρες
      γενική της ζαχαριέρας
    αιτιατική τη ζαχαριέρα τις ζαχαριέρες
     κλητική ζαχαριέρα ζαχαριέρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

ζαχαριέρα
Ετυμολογία

ζαχαριέρα < ζάχαρη + -ιέρα
Ουσιαστικό

ζαχαριέρα θηλυκό

(κουζινικά) επιτραπέζιο σκεύος για το σερβίρισμα της ζάχαρης

Μεταφράσεις
ζαχαριέρα

αγγλικά : sugar bowl (en)
γαλλικά : sucrier (fr)
ισπανικά : azucarero (es)
πολωνικά : cukiernica (pl)

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License