υστέρημα
Ελληνικά
πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | υστέρημα | τα | υστερήματα |
γενική | του | υστερήματος | των | υστερημάτων |
αιτιατική | το | υστέρημα | τα | υστερήματα |
κλητική | υστέρημα | υστερήματα | ||
Παράρτημα |
Ετυμολογία
υστέρημα < →
Ουσιαστικό
υστέρημα ουδέτερο
ποσότητα από κάτι που δεν επαρκεί
Μεταφράσεις
υστέρημα
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License