ART

Γεγονότα, Hμερολόγιο


υστεραλγία
Ελληνικά

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υστεραλγία οι υστεραλγίες
      γενική της υστεραλγίας των υστεραλγιών
    αιτιατική την υστεραλγία τις υστεραλγίες
     κλητική υστεραλγία υστεραλγίες
Παράρτημα

Ετυμολογία

υστεραλγία < ελληνιστική κοινή ὑστεραλγία < αρχαία ελληνική ὕστερον + ἄλγος

Ουσιαστικό

υστεραλγία θηλυκό

(ιατρική) πόνος της μήτρας μετά τη γέννηση του εμβρύου, νευραλγία μήτρας

Συγγενικές λέξεις

→ δείτε τις λέξεις ύστερο και άλγος

Μεταφράσεις
υστεραλγία

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License