υστεραίος
Ελληνικά
πτώση | ενικός | ||
---|---|---|---|
ονομαστική | υστεραίος | υστεραία | υστεραίο |
γενική | υστεραίου | υστεραίας | υστεραίου |
αιτιατική | υστεραίο | υστεραία | υστεραίο |
κλητική | υστεραίε | υστεραία | υστεραίο |
πτώση | πληθυντικός | ||
ονομαστική | υστεραίοι | υστεραίες | υστεραία |
γενική | υστεραίων | υστεραίων | υστεραίων |
αιτιατική | υστεραίους | υστεραίες | υστεραία |
κλητική | υστεραίοι | υστεραίες | υστεραία |
Ετυμολογία
υστεραίος < →
Επίθετο
υστεραίος
ο επόμενος, αυτός που επακολουθεί
Μεταφράσεις
υστεραίος
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License