ύστατος
Ελληνικά
πτώση | ενικός | ||
---|---|---|---|
ονομαστική | ύστατος | ύστατη | ύστατο |
γενική | ύστατου | ύστατης | ύστατου |
αιτιατική | ύστατο | ύστατη | ύστατο |
κλητική | ύστατε | ύστατη | ύστατο |
πτώση | πληθυντικός | ||
ονομαστική | ύστατοι | ύστατες | ύστατα |
γενική | ύστατων | ύστατων | ύστατων |
αιτιατική | ύστατους | ύστατες | ύστατα |
κλητική | ύστατοι | ύστατες | ύστατα |
Ετυμολογία
ύστατος < αρχαία ελληνική ὕστατος
Επίθετο
ύστατος, -η, -ο
τελευταίος, οριστικός
που συμβαίνει λίγο πριν ή μετά το θάνατο
Μεταφράσεις
ύστατος
αγγλικά : final (en)
γαλλικά : ultime (fr)
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License