ART

Γεγονότα, Hμερολόγιο


υψώνω
Ελληνικά
Ετυμολογία

υψώνω < ελληνιστική κοινή ὑψόω / ὑψῶ < αρχαία ελληνική ὕψος

Ρήμα

υψώνω (παθητική φωνή: υψώνομαι)

μετακινώ κάτι προς τα πάνω
(μαθηματικά) εξάγω μία δύναμη ενός αριθμού

αν υψώσουμε το 2 στην τρίτη δύναμη, βγάζουμε 8

Συνώνυμα

σηκώνω
ανυψώνω

Συγγενικές λέξεις

ύψος
ύψωση
ύψωμα
υψωμός

Κλίση
Ενεργητική φωνή

Εξακολουθητικοί χρόνοι
πρόσωπα Ενεστώτας Παρατατικός Εξ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Μετοχή
α' ενικ. υψώνω ύψωνα θα υψώνω να υψώνω υψώνοντας
β' ενικ. υψώνεις ύψωνες θα υψώνεις να υψώνεις ύψωνε
γ' ενικ. υψώνει ύψωνε θα υψώνει να υψώνει
α' πληθ. υψώνουμε υψώναμε θα υψώνουμε να υψώνουμε
β' πληθ. υψώνετε υψώνατε θα υψώνετε να υψώνετε υψώνετε
γ' πληθ. υψώνουν(ε) ύψωναν
υψώναν(ε)
θα υψώνουν(ε) να υψώνουν(ε)
Συνοπτικοί χρόνοι
πρόσωπα Αόριστος Συνοπτ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Απαρέμφατο
α' ενικ. ύψωσα θα υψώσω να υψώσω υψώσει
β' ενικ. ύψωσες θα υψώσεις να υψώσεις ύψωσε
γ' ενικ. ύψωσε θα υψώσει να υψώσει
α' πληθ. υψώσαμε θα υψώσουμε να υψώσουμε
β' πληθ. υψώσατε θα υψώσετε να υψώσετε υψώστε
γ' πληθ. ύψωσαν
υψώσαν(ε)
θα υψώσουν(ε) να υψώσουν(ε)
Συντελεσμένοι χρόνοι
πρόσωπα Παρακείμενος Υπερσυντέλικος Συντελ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική
α' ενικ. έχω υψώσει είχα υψώσει θα έχω υψώσει να έχω υψώσει
β' ενικ. έχεις υψώσει είχες υψώσει θα έχεις υψώσει να έχεις υψώσει
γ' ενικ. έχει υψώσει είχε υψώσει θα έχει υψώσει να έχει υψώσει
α' πληθ. έχουμε υψώσει είχαμε υψώσει θα έχουμε υψώσει να έχουμε υψώσει
β' πληθ. έχετε υψώσει είχατε υψώσει θα έχετε υψώσει να έχετε υψώσει
γ' πληθ. έχουν υψώσει είχαν υψώσει θα έχουν υψώσει να έχουν υψώσει



Μεταφράσεις
υψώνω

αγγλικά : raise (en)
γαλλικά : élever (fr), hisser (fr), lever (fr), hausser (fr), exhausser (fr), rehausser (fr)

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License