ART

Γεγονότα, Hμερολόγιο


υψιπέτης

Ελληνικά

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο υψιπέτης οι υψιπέτες
      γενική του υψιπέτη των υψιπετών
    αιτιατική τον υψιπέτη τους υψιπέτες
     κλητική υψιπέτη υψιπέτες
Παράρτημα

Ετυμολογία

υψιπέτης < αρχαία ελληνική ὑψιπέτης < ὕψι + πέτομαι

Ουσιαστικό

υψιπέτης αρσενικό (θηλυκό: υψιπέτιδα & (λόγιο) υψιπέτις)

(λόγιο) που έχει μεγάλες ιδέες

Συγγενικές λέξεις

→ δείτε τις λέξεις ύψος και πετώ

Μεταφράσεις
υψιπέτης

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License