υψηλόμισθος
Ελληνικά (el)
πτώση | ενικός | ||
---|---|---|---|
ονομαστική | υψηλόμισθος | υψηλόμισθη | υψηλόμισθο |
γενική | υψηλόμισθου | υψηλόμισθης | υψηλόμισθου |
αιτιατική | υψηλόμισθο | υψηλόμισθη | υψηλόμισθο |
κλητική | υψηλόμισθε | υψηλόμισθη | υψηλόμισθο |
πτώση | πληθυντικός | ||
ονομαστική | υψηλόμισθοι | υψηλόμισθες | υψηλόμισθα |
γενική | υψηλόμισθων | υψηλόμισθων | υψηλόμισθων |
αιτιατική | υψηλόμισθους | υψηλόμισθες | υψηλόμισθα |
κλητική | υψηλόμισθοι | υψηλόμισθες | υψηλόμισθα |
Ετυμολογία
υψηλόμισθος < υψηλός + -ο- + μισθός
Επίθετο
υψηλόμισθος, -η, -ο
που λαμβάνει υψηλό μισθό, που μισθοδοτείται αδρά
Αντώνυμα
χαμηλόμισθος
Συγγενικές λέξεις
→ δείτε τις λέξεις υψηλός και μισθός
Μεταφράσεις
υψηλόμισθος
αγγλικά : high-salaried (en)
γερμανικά : einkommensstark (de)
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License