Γεγονότα, Hμερολόγιο

 

.

Το Υπέρ Αδυνάτου είναι ρητορικός δικανικός λόγος του Λυσία που γράφτηκε μετά την πτώση των Τριάκοντα Τυράννων (403 π.Χ.)α [›] και εκφωνήθηκε στη Βουλή των Αθηναίωνβ[›] από έναν ανάπηρο πολίτη (αδύνατο) που αγωνίζεται μέσα στην αίθουσα του δικαστηρίου να υπερασπιστεί το δικαίωμά του για συνταξιοδότηση, δικαίωμα που το είχε καταγγείλει ένας συμπολίτης του γιατί το αμφισβητούσε και γιατί τον θεωρούσε ικανό προς εργασία «και τέχνη γνωρίζει, την οποία εξασκεί με άνεση, και δεν συγκαταλέγεται στους ανάπηρους, αφού ανεβαίνει σε άλογα (ἐπ' ἀστράβης ὀχούμενον ἑώρα με: με έβλεπε να ιππεύω σαμαρωμένο άλογο),[1] και συναναστρέφεται με πλούσιους που μπορούν να ξοδεύουν πολλά» [2].

Προοίμιο

Η έναρξη της απολογίας του αδυνάτου με κάτι απροσδόκητο: «Δεν απέχω πολύ από τα να χρωστώ ευγνωμοσύνη στον κατήγορο, επειδή μου ετοίμασε αυτή εδώ τη δίκη μου δίνεται η αφορμή να λογοδοτήσω για τη ζωή μου» προκαλεί την προσοχή των βουλευτών - κριτών του και δημιουργεί την συμπάθειά τους.
Η κοινωνική πρόνοια στην αρχαία Αθήνα και οι μηχανισμοί ελέγχου

Στο λόγο του Λυσία Υπέρ Αδυνάτου αβίαστα μπορεί να διαπιστώσει ο κάθε ερευνητής-κοινωνιολόγος μια πτυχή του δημόσιου βίου της αρχαίας Αθήνας άκρως ενδιαφέρουσα για κάθε εποχή: είναι ο τρόπος παρέμβασης της συντεταγμένης πολιτείας απέναντι στις ευπαθείς ομάδες και η αποφασιστική της θέση και στάση να «επουλώσει» τις πληγές των μελών της που από τύχη, συγκυρίες ή «εγγενείς διαμαρτίες και παθολογικά σύνδρομα» ήταν ανίκανοι να αντιμετωπίσουν τις προσωπικές τους ή τις οικογενειακές τους ανάγκες.[3]


Η Αθηναϊκή πολιτεία είχε εκχωρήσεις το μηχανισμό ελέγχου - το δικαίωμα δηλαδή κρίσης για συνταξιοδότησηση ή μη - σε κάθε Αθηναίο πολίτη. Έτσι, όποιος Αθηναίος υποψιαζόταν ότι κάτι «δεν πήγαινε καλά» με τη συνταξιοδότηση ενός κοινωνικά αποκλεισμένου, είτε γιατί υποκρίθηκε τον ασθενή και ξεγέλασε τις αρμόδιες αρχές είτε γιατί αντιμετωπίστηκε η περίπτωσή του χαριστικά ή επιπόλαια, είχε ο κάθε Αθηναίος πολίτης να καταγγείλει στη Βουλή το συνταξιούχο, να παρουσιάσει με στοιχεία την υποφερτή οικονομική επιφάνεια του προστατευόμενου από την πολιτεία, να προτείνει «ανταλλαγή περιουσιών» και να ζητήσει να του κόψει το κράτος τη σύνταξη.
Προστασία από κακόπιστους συκοφάντες

Σε περίπτωση καταγγελίας για παράνομη και καταχρηστική συνταξιοδότηση ενός πολίτη από κάποιον συμπολίτη, το οργανωμένο κράτος απαιτούσε από τον κατήγορο ισχυρά στοιχεία και ακλόνητες αποδείξεις χαριστικής αντιμετώπισης του συνταξιούχου από τις αρμόδιες αρχές. Έτσι για παράδειγμα, αν υποστήριζε ο κατήγορος ότι ο ίδιος είναι φτωχότερος ή με περισσότερο επιβαρυμένη την υγεία του από τον «δήθεν» ανάπηρο, τότε η πολιτεία επέτρεπε την ανταλλαγή περιουσιών (Αντίδοσις)[4]
Επίλογος

«ἀναμνησθέντες ὅτι οὔτε χρήματα διαχειρίσας τῆς πόλεως δίδωμι λόγον αὐτῶν, οὔτε ἀρχὴν ἄρξας οὐδεμίαν εὐθύνας ὑπέχω νῦν αὐτῆς, ἀλλὰ περὶ ὀβολοῦ μόνον ποιοῦμαι τοὺς λόγους.

Αφού αναλογιστείτε ότι, ούτε επειδή διαχειρίστηκα χρήματα της πολιτείας λογοδοτώ τώρα γι αυτά, ούτε επειδή ανέλαβα κάποιο αξίωμα δίνω τώρα το λόγο γι αυτό, αλλά απολογούμαι μόνο για ένα οβολό.

Λυσίας, Υπέρ Αδυνάτου 27 4-7.

Ο Αριστοτέλης τον επαίνεσε και τον συμπεριέλαβε στους πειστικούς λόγους.[5] Η χρήση της ευχετικής ευκτικής (Μή τοίνυν τύχοιμι- Μακάρι να τύχω) από τον αδύνατο στον επίλογο της απολογίας του είναι αξιοσημείωτη γιατί μέχρι τώρα, αναφερόμενος στους κριτές του χρησιμοποίησε έντεχνα οριστική που συμπίπτει με προστακτική «ὑμεῖς δὲ (ὃ τῶν εὖ φρονούντων ἔργον ἐστί) μᾶλλον πιστεύετε τοῖς ὑμετέροις αὐτῶν ὀφθαλμοῖς ἢ τοῖς τούτου λόγοις)»,[6] ή απαγόρευση (μηδαμῶς, ὦ βουλή, ταύτῃ θῆσθε τὴν ψῆφον)[7] που δηλώνουν σχετική σιγουριά για την αθωότητά του και παράλληλα κάποια ασέβεια ή υπεροψία.
Σημειώσεις

^ α: Ο Λόγος φαίνεται να εκφωνήθηκε αμέσως μετά την πτώση των τριάντα Τυράνννων, γιατί ο Αδύνατος, δηλοποιώντας τα κοινωνικά του φρονήματα, ισχυρίζεται ότι ήταν με τους δημοκρατικούς αυτοεξόριστος στη Χαλκίδα (ἀλλὰ μετὰ τοῦ ὑμετέρου πλήθους ἔφυγον εἰς Χαλκίδα [τὴν ἐπ' Εὐρίπῳ].[8]

^ β: Η βουλή της αρχαίας αθηναϊκής πολιτείας ήταν ένα συμβούλιο από 500 Αθηναίους πολίτες, που είχαν περάσει τα 30 τους χρόνια. Τα μέλη της βουλής, που ήταν 50 από κάθεμια από τις 10 φυλές των Αθηναίων εκλέγονταν με κλήρο για ένα χρόνο. Έργο τους ήταν η σωστή εφαρμογή των νόμων της πολιτείας και η προπαρασκευή νομοσχεδίων για την Εκκλησία του Δήμου, για να τα εγκρίνει. Δικό της έργο ήταν ακόμα και η εκδίκαση κάθε καταγγελίας εναντίον των πολιτών.[9]

^ γ: Η αντίδοσις, σύμφωνα με νόμο του Σόλωνα, κάθε Αθηναίος πολίτης που βαρύνονταν με κάποια λειτουργία (τριηραρχία, χορηγία, γυμνασιαρχία, αρχιθεωρία, εστίαση) μπορούσε να απαλλαγεί, υποδεικνύοντας άλλον πολίτη, πλουσιότερό του.
Παραπομπές

↑ Αυτόθι 12.10
↑ Γεώργιος Ράπτης «Οι υπερασπιστικοί του λόγοι» σ. 62, 2002 εκδ. Ζήτρος ISBN 960-7760-79-4
↑ Γεώργιος Ράπτης «Οι υπερασπιστικοί του λόγοι» ο.π. σ.52
↑ Γεώργιος Ράπτης «Οι υπερασπιστικοί του λόγοι» ο. π. σ. 50
↑ Ρητορική 3/ 1411a.30
↑ Υπέρ Αδυνάτου 14
↑ Υπέρ Αδυνάτου 23
↑ Αυτόθι, 24.12)
↑ Γιάννης Λάμψας, Λεξικό του Αρχαίου Κόσμου, σ. 625 τόμ. Α΄εκδ. Δομή ISBN 960-6669-32-7

Πηγές

Οργανισμός Εκδόσεως Διδακτικών Βιβλίων (ΟΕΔΒ-Για τους μαθητές της Δ΄ τάξεως του εξαταξίου Γυμνασίου) Λυσίας, Υπέρ αδυνάτου, 1961

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Το αρχαίο κείμενο με αντικριστή μετάφραση

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License