ξύνω
Ελληνικά
Ετυμολογία
ξύνω < μεσαιωνική ελληνική ξύνω < αρχαία ελληνική ξύω
Ρήμα
ξύνω (παθ. φωνή: ξύνομαι, παθ. μτχ.: ξυσμένος)
τρίβω με τα νύχια το δέρμα μου, επειδή αισθάνομαι φαγούρα
τρίβω επιφάνεια με κάποιο ειδικό μέσο (π.χ. ξύστρα, ξυστήρι, ξυστρί κ.λπ.)
Συγγενικές λέξεις
ξύνομαι
ξύσιμο
ξύσμα
ξυσμένος και ξυμένος
ξυστήρα
ξυστό
ξυστός
ξύστρα
ξυστρί
ξυστρίζομαι
ξυστρίζω
Εκφράσεις
ξύνω πληγές (ή ξύνω παλιές πληγές): λέω πράγματα που μπορεί να προκαλέσουν στεναχώριες ή πράγματα τα οποία ξαναθυμίζουν θλιβερές καταστάσεις οι οποίες τείνουν να ξεχαστούν (ξεπεραστούν)
ξύνω τα νύχια μου:
(συνήθως συνοδευόμενο από το: "για καβγά") προετοιμάζομαι για καβγά ή ψάχνω κάποιο λόγο για να καβγαδίσω
δεν κάνω τίποτε, κάθομαι
Παροιμίες
αν δεν έχεις νύχια να ξυστείς μην περιμένεις να σε ξύσουν άλλοι: μην ελπίζεις στη βοήθεια των άλλων αν δεν μπορείς να κάνεις κάτι μόνος σου
Δείτε επίσης
γρατζουνώ
Κλίση
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξύνω | έξυνα | θα ξύνω | να ξύνω | ξύνοντας | |
β' ενικ. | ξύνεις | έξυνες | θα ξύνεις | να ξύνεις | ξύνε | |
γ' ενικ. | ξύνει | έξυνε | θα ξύνει | να ξύνει | ||
α' πληθ. | ξύνουμε | ξύναμε | θα ξύνουμε | να ξύνουμε | ||
β' πληθ. | ξύνετε | ξύνατε | θα ξύνετε | να ξύνετε | ξύνετε | |
γ' πληθ. | ξύνουν(ε) | έξυναν ξύναν(ε) |
θα ξύνουν(ε) | να ξύνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | έξυσα | θα ξύσω | να ξύσω | ξύσει | ||
β' ενικ. | έξυσες | θα ξύσεις | να ξύσεις | ξύσε | ||
γ' ενικ. | έξυσε | θα ξύσει | να ξύσει | |||
α' πληθ. | ξύσαμε | θα ξύσουμε | να ξύσουμε | |||
β' πληθ. | ξύσατε | θα ξύσετε | να ξύσετε | ξύστε | ||
γ' πληθ. | έξυσαν ξύσαν(ε) |
θα ξύσουν(ε) | να ξύσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ξύσει | είχα ξύσει | θα έχω ξύσει | να έχω ξύσει | ||
β' ενικ. | έχεις ξύσει | είχες ξύσει | θα έχεις ξύσει | να έχεις ξύσει | έχε ξυσμένο | |
γ' ενικ. | έχει ξύσει | είχε ξύσει | θα έχει ξύσει | να έχει ξύσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ξύσει | είχαμε ξύσει | θα έχουμε ξύσει | να έχουμε ξύσει | ||
β' πληθ. | έχετε ξύσει | είχατε ξύσει | θα έχετε ξύσει | να έχετε ξύσει | έχετε ξυσμένο | |
γ' πληθ. | έχουν ξύσει | είχαν ξύσει | θα έχουν ξύσει | να έχουν ξύσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) ξυσμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) ξυσμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) ξυσμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) ξυσμένο |
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξύνομαι | ξυνόμουν(α) | θα ξύνομαι | να ξύνομαι | ||
β' ενικ. | ξύνεσαι | ξυνόσουν(α) | θα ξύνεσαι | να ξύνεσαι | (ξύνου) | |
γ' ενικ. | ξύνεται | ξυνόταν(ε) | θα ξύνεται | να ξύνεται | ||
α' πληθ. | ξυνόμαστε | ξυνόμαστε ξυνόμασταν |
θα ξυνόμαστε | να ξυνόμαστε | ||
β' πληθ. | ξύνεστε | ξυνόσαστε ξυνόσασταν |
θα ξύνεστε | να ξύνεστε | (ξύνεστε) | |
γ' πληθ. | ξύνονται | ξύνονταν ξυνόντουσαν |
θα ξύνονται | να ξύνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξύστηκα | θα ξυστώ | να ξυστώ | ξυστεί | ||
β' ενικ. | ξύστηκες | θα ξυστείς | να ξυστείς | ξύσου | ||
γ' ενικ. | ξύστηκε | θα ξυστεί | να ξυστεί | |||
α' πληθ. | ξυστήκαμε | θα ξυστούμε | να ξυστούμε | |||
β' πληθ. | ξυστήκατε | θα ξυστείτε | να ξυστείτε | ξυστείτε | ||
γ' πληθ. | ξύστηκαν ξυστήκαν(ε) |
θα ξυστούν(ε) | να ξυστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω ξυστεί | είχα ξυστεί | θα έχω ξυστεί | να έχω ξυστεί | ξυσμένος | |
β' ενικ. | έχεις ξυστεί | είχες ξυστεί | θα έχεις ξυστεί | να έχεις ξυστεί | ||
γ' ενικ. | έχει ξυστεί | είχε ξυστεί | θα έχει ξυστεί | να έχει ξυστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε ξυστεί | είχαμε ξυστεί | θα έχουμε ξυστεί | να έχουμε ξυστεί | ||
β' πληθ. | έχετε ξυστεί | είχατε ξυστεί | θα έχετε ξυστεί | να έχετε ξυστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν ξυστεί | είχαν ξυστεί | θα έχουν ξυστεί | να έχουν ξυστεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι ξυσμένος - είμαστε, είστε, είναι ξυσμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν ξυσμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν ξυσμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι ξυσμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι ξυσμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι ξυσμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι ξυσμένοι |
Μεταφράσεις
ξύνω
αγγλικά : scratch (en), scrape (en)
γαλλικά : gratter (fr)
γερμανικά : kratzen (de)
ισπανικά : raer (es)
ιταλικά : raschiare (it)
ουγγρικά : kapar (hu)
πολωνικά : drapię (pl)
πορτογαλικά : rapar (pt)
σερβικά : чешати (sr)
σουηδικά : vässa (sv)
τσεχικά : strouhat (cs)
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License