ξυλοσκέπαστος
Ελληνικά
Ετυμολογία
ξυλοσκέπαστος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
ξυλοσκέπαστος, -η, -ο
καλυμμένος με στρώση από ξύλα
Μεταφράσεις
ξυλοσκέπαστος
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License