ξυλοπάπουτσο
Ελληνικά
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ξυλοπάπουτσο | τα | ξυλοπάπουτσα |
γενική | του | ξυλοπάπουτσου | των | ξυλοπάπουτσων |
αιτιατική | το | ξυλοπάπουτσο | τα | ξυλοπάπουτσα |
κλητική | ξυλοπάπουτσο | ξυλοπάπουτσα | ||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
ξυλοπάπουτσο < ξύλ(ο) + -ο- + παπούτσ(ι) + -ο
Ουσιαστικό
ξυλοπάπουτσο ουδέτερο
ξύλινο παπούτσι
Μεταφράσεις
ξυλοπάπουτσο
γαλλικά : sabot (fr)
ισπανικά : zueco (es)
πολωνικά : drewniak (pl), sabot (pl)
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License