ξυλοδαρμός
Ελληνικά
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ξυλοδαρμός | οι | ξυλοδαρμοί |
γενική | του | ξυλοδαρμού | των | ξυλοδαρμών |
αιτιατική | τον | ξυλοδαρμό | τους | ξυλοδαρμούς |
κλητική | ξυλοδαρμέ | ξυλοδαρμοί | ||
Παράρτημα |
Ετυμολογία
ξυλοδαρμός < ξύλο + -ο- δαρμός
Προφορά
ΔΦΑ : /ksi.lɔ.ðaɾ.ˈmɔs/
Ουσιαστικό
ξυλοδαρμός αρσενικό
το να ρίχνει κάποιος ξύλο σε άλλον, να τον χτυπάει, να τον δέρνει
Συνώνυμα
καταχείριση
μπερντάκι
ξυλοκόπημα
σοπάκι
Συγγενικές λέξεις
→ δείτε τις λέξεις ξύλο και δέρνω
Μεταφράσεις
ξυλοδαρμός
αγγλικά : beating (en), drubbing (en)
γαλλικά : bastonnade (fr)
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
ξυλεύομαι < αρχαία ελληνική ξύλον
Ρήμα
ξυλεύομαι
παθητική φωνή του ρήματος ξυλεύω
κόβω ξύλα
Συγγενικές λέξεις
→ δείτε τη λέξη ξύλον
Παροιμίες
δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται: όταν κάποιος πάψει να είναι δυνατός (σε διάφορους τομείς), οι άλλοι σπεύδουν να τον εκμεταλλευτούν
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License