.

ξούρα
Δείτε επίσης : ξουρία

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ξούρα οι ξούρες
      γενική της ξούρας
    αιτιατική την ξούρα τις ξούρες
     κλητική ξούρα ξούρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά


Ετυμολογία

ξούρα < ξουρ(ίζω) + -α (αναδρομικός σχηματισμός)
για τη μεταφορική σημασία < συσχετισμός με κουτσομπολιά σε κουρείο. Δείτε και το ελληνιστικό κουρεύς (κουτσομπόλης), το μεσαιωνικό τσουρουχία (< *ξύριχος) και το νεοελληνικό μούσι.[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈksu.ɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός : ξού‐ρα

Ουσιαστικό

ξούρα θηλυκό

(λαϊκότροπο)
το ξύρισμα

↪ έρριξε τις ξούρες του: ξυρίστηκε
↪ κόντρα ξούρα (-ες): βαθύ ξύρισμα

(μεταφορικά) ψέμα, τερατολογία (συνήθως στον πληθυντικό)

↪ άσε τις ξούρες!: μη λές ψέματα!
≈ συνώνυμα: ξουρία (κατά κανόνα στον πληθυντικό: ξουρίες), μούσι (μεταφορικά)

Αναφορές

ξούρα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.

Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Creative Commons Attribution/Share-Alike License· μπορεί να ισχύουν και πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library