.
ξομπλιάζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
ξομπλιάζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ξομπλιάζω / εξομπλιάζω < εξόμπλ(ιον) + -ιάζω [1]
Ρήμα
ξομπλιάζω
διακοσμώ, στολίζω (συνήθως σε κέντημα)
(μεταφορικά) κουτσομπολεύω, κακολογώ
Συγγενικές λέξεις
→ δείτε τη λέξη ξόμπλι
Κλίση
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξομπλιάζω | ξόμπλιαζα | θα ξομπλιάζω | να ξομπλιάζω | ξομπλιάζοντας | |
β' ενικ. | ξομπλιάζεις | ξόμπλιαζες | θα ξομπλιάζεις | να ξομπλιάζεις | ξόμπλιαζε | |
γ' ενικ. | ξομπλιάζει | ξόμπλιαζε | θα ξομπλιάζει | να ξομπλιάζει | ||
α' πληθ. | ξομπλιάζουμε | ξομπλιάζαμε | θα ξομπλιάζουμε | να ξομπλιάζουμε | ||
β' πληθ. | ξομπλιάζετε | ξομπλιάζατε | θα ξομπλιάζετε | να ξομπλιάζετε | ξομπλιάζετε | |
γ' πληθ. | ξομπλιάζουν(ε) | ξόμπλιαζαν ξομπλιάζαν(ε) |
θα ξομπλιάζουν(ε) | να ξομπλιάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξόμπλιασα | θα ξομπλιάσω | να ξομπλιάσω | ξομπλιάσει | ||
β' ενικ. | ξόμπλιασες | θα ξομπλιάσεις | να ξομπλιάσεις | ξόμπλιασε | ||
γ' ενικ. | ξόμπλιασε | θα ξομπλιάσει | να ξομπλιάσει | |||
α' πληθ. | ξομπλιάσαμε | θα ξομπλιάσουμε | να ξομπλιάσουμε | |||
β' πληθ. | ξομπλιάσατε | θα ξομπλιάσετε | να ξομπλιάσετε | ξομπλιάστε | ||
γ' πληθ. | ξόμπλιασαν ξομπλιάσαν(ε) |
θα ξομπλιάσουν(ε) | να ξομπλιάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ξομπλιάσει | είχα ξομπλιάσει | θα έχω ξομπλιάσει | να έχω ξομπλιάσει | ||
β' ενικ. | έχεις ξομπλιάσει | είχες ξομπλιάσει | θα έχεις ξομπλιάσει | να έχεις ξομπλιάσει | ||
γ' ενικ. | έχει ξομπλιάσει | είχε ξομπλιάσει | θα έχει ξομπλιάσει | να έχει ξομπλιάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ξομπλιάσει | είχαμε ξομπλιάσει | θα έχουμε ξομπλιάσει | να έχουμε ξομπλιάσει | ||
β' πληθ. | έχετε ξομπλιάσει | είχατε ξομπλιάσει | θα έχετε ξομπλιάσει | να έχετε ξομπλιάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ξομπλιάσει | είχαν ξομπλιάσει | θα έχουν ξομπλιάσει | να έχουν ξομπλιάσει |
|
Μεταφράσεις
ξομπλιάζω
αγγλικά : decorate (en)(1), gossip (en)(2)
Αναφορές
ξομπλιάζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Creative Commons Attribution/Share-Alike License· μπορεί να ισχύουν και πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.