.

ξόμπλι

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξόμπλι τα ξόμπλια
      γενική του ξομπλιού των ξομπλιών
    αιτιατική το ξόμπλι τα ξόμπλια
     κλητική ξόμπλι ξόμπλια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά


Ετυμολογία

ξόμπλι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ξόμπλι < ἐξόμπλιον, υποκοριστικό του ἔξομπλον < ἔξεμπλον < λατινική exemplum (δείγμα, παράδειγμα, άξιο προσοχής)[1] < eximo < ex + emo < πρωτοϊταλική *emō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα h₁em- (παίρνω, διανέμω)

Ουσιαστικό

ξόμπλι ουδέτερο

(λαϊκότροπο) η διακόσμηση, το σχέδιο πάνω σε κέντημα
(μεταφορικά) η κακολογία[2]

Συγγενικές λέξεις

αξόμπλιαστα
αξόμπλιαστος
ξομπλιάζω
ξόμπλιασμα
ξομπλιαστά
ξομπλιαστός
ξομπλιάστρα

Μεταφράσεις
ξόμπλι

→ δείτε τις λέξεις διακόσμηση, κέντημα και κακολογία

Αναφορές

ξόμπλι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964). Μέγα λεξικόν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης. Αθήνα: Ελληνική Παιδεία. Α΄ έκδοση: 1930-1950.

Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Creative Commons Attribution/Share-Alike License· μπορεί να ισχύουν και πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library