.
ξομολογητής
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις ενικός πληθυντικός
ονομαστική ο ξομολογητής οι ξομολογητές
γενική του ξομολογητή των ξομολογητών
αιτιατική τον ξομολογητή τους ξομολογητές
κλητική ξομολογητή ξομολογητές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
ξομολογητής < εξομολογητής
Ουσιαστικό
ξομολογητής και εξομολογητής αρσενικό
(λαϊκότροπο) → δείτε τη λέξη εξομολογητής
Μεταφράσεις
ξομολογητής
Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Creative Commons Attribution/Share-Alike License· μπορεί να ισχύουν και πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.