.
ξοδιάζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
ξοδιάζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ξοδιάζω και ἐξοδιάζω < ελληνιστική κοινή ἐξοδιάζω[1] < ἔξοδος
Προφορά
ΔΦΑ : /ksoˈðʝa.zo/
Ρήμα
ξοδιάζω, αόρ.: ξόδιασα, παθ.φωνή: ξοδιάζομαι, π.αόρ.: ξοδιάστηκα, μτχ.π.π.: ξοδιασμένος
(λαϊκότροπο) ξοδεύω
Συγγενικές λέξεις
ξόδι
και → δείτε τη λέξη έξοδος
Κλίση
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξοδιάζω | ξόδιαζα | θα ξοδιάζω | να ξοδιάζω | ξοδιάζοντας | |
β' ενικ. | ξοδιάζεις | ξόδιαζες | θα ξοδιάζεις | να ξοδιάζεις | ξόδιαζε | |
γ' ενικ. | ξοδιάζει | ξόδιαζε | θα ξοδιάζει | να ξοδιάζει | ||
α' πληθ. | ξοδιάζουμε | ξοδιάζαμε | θα ξοδιάζουμε | να ξοδιάζουμε | ||
β' πληθ. | ξοδιάζετε | ξοδιάζατε | θα ξοδιάζετε | να ξοδιάζετε | ξοδιάζετε | |
γ' πληθ. | ξοδιάζουν(ε) | ξόδιαζαν ξοδιάζαν(ε) |
θα ξοδιάζουν(ε) | να ξοδιάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξόδιασα | θα ξοδιάσω | να ξοδιάσω | ξοδιάσει | ||
β' ενικ. | ξόδιασες | θα ξοδιάσεις | να ξοδιάσεις | ξόδιασε | ||
γ' ενικ. | ξόδιασε | θα ξοδιάσει | να ξοδιάσει | |||
α' πληθ. | ξοδιάσαμε | θα ξοδιάσουμε | να ξοδιάσουμε | |||
β' πληθ. | ξοδιάσατε | θα ξοδιάσετε | να ξοδιάσετε | ξοδιάστε | ||
γ' πληθ. | ξόδιασαν ξοδιάσαν(ε) |
θα ξοδιάσουν(ε) | να ξοδιάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ξοδιάσει | είχα ξοδιάσει | θα έχω ξοδιάσει | να έχω ξοδιάσει | ||
β' ενικ. | έχεις ξοδιάσει | είχες ξοδιάσει | θα έχεις ξοδιάσει | να έχεις ξοδιάσει | έχε ξοδιασμένο | |
γ' ενικ. | έχει ξοδιάσει | είχε ξοδιάσει | θα έχει ξοδιάσει | να έχει ξοδιάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ξοδιάσει | είχαμε ξοδιάσει | θα έχουμε ξοδιάσει | να έχουμε ξοδιάσει | ||
β' πληθ. | έχετε ξοδιάσει | είχατε ξοδιάσει | θα έχετε ξοδιάσει | να έχετε ξοδιάσει | έχετε ξοδιασμένο | |
γ' πληθ. | έχουν ξοδιάσει | είχαν ξοδιάσει | θα έχουν ξοδιάσει | να έχουν ξοδιάσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) ξοδιασμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) ξοδιασμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) ξοδιασμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) ξοδιασμένο |
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξοδιάζομαι | ξοδιαζόμουν(α) | θα ξοδιάζομαι | να ξοδιάζομαι | ||
β' ενικ. | ξοδιάζεσαι | ξοδιαζόσουν(α) | θα ξοδιάζεσαι | να ξοδιάζεσαι | ||
γ' ενικ. | ξοδιάζεται | ξοδιαζόταν(ε) | θα ξοδιάζεται | να ξοδιάζεται | ||
α' πληθ. | ξοδιαζόμαστε | ξοδιαζόμαστε ξοδιαζόμασταν |
θα ξοδιαζόμαστε | να ξοδιαζόμαστε | ||
β' πληθ. | ξοδιάζεστε | ξοδιαζόσαστε ξοδιαζόσασταν |
θα ξοδιάζεστε | να ξοδιάζεστε | (ξοδιάζεστε) | |
γ' πληθ. | ξοδιάζονται | ξοδιάζονταν ξοδιαζόντουσαν |
θα ξοδιάζονται | να ξοδιάζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξοδιάστηκα | θα ξοδιαστώ | να ξοδιαστώ | ξοδιαστεί | ||
β' ενικ. | ξοδιάστηκες | θα ξοδιαστείς | να ξοδιαστείς | ξοδιάσου | ||
γ' ενικ. | ξοδιάστηκε | θα ξοδιαστεί | να ξοδιαστεί | |||
α' πληθ. | ξοδιαστήκαμε | θα ξοδιαστούμε | να ξοδιαστούμε | |||
β' πληθ. | ξοδιαστήκατε | θα ξοδιαστείτε | να ξοδιαστείτε | ξοδιαστείτε | ||
γ' πληθ. | ξοδιάστηκαν ξοδιαστήκαν(ε) |
θα ξοδιαστούν(ε) | να ξοδιαστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω ξοδιαστεί | είχα ξοδιαστεί | θα έχω ξοδιαστεί | να έχω ξοδιαστεί | ξοδιασμένος | |
β' ενικ. | έχεις ξοδιαστεί | είχες ξοδιαστεί | θα έχεις ξοδιαστεί | να έχεις ξοδιαστεί | ||
γ' ενικ. | έχει ξοδιαστεί | είχε ξοδιαστεί | θα έχει ξοδιαστεί | να έχει ξοδιαστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε ξοδιαστεί | είχαμε ξοδιαστεί | θα έχουμε ξοδιαστεί | να έχουμε ξοδιαστεί | ||
β' πληθ. | έχετε ξοδιαστεί | είχατε ξοδιαστεί | θα έχετε ξοδιαστεί | να έχετε ξοδιαστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν ξοδιαστεί | είχαν ξοδιαστεί | θα έχουν ξοδιαστεί | να έχουν ξοδιαστεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι ξοδιασμένος - είμαστε, είστε, είναι ξοδιασμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν ξοδιασμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν ξοδιασμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι ξοδιασμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι ξοδιασμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι ξοδιασμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι ξοδιασμένοι |
Μεταφράσεις
ξοδιάζω
→ δείτε τη λέξη ξοδεύω
Αναφορές
ξοδιάζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Creative Commons Attribution/Share-Alike License· μπορεί να ισχύουν και πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.