.
ξόδιασμα
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ξόδιασμα | τα | ξοδιάσματα |
γενική | του | ξοδιάσματος | των | ξοδιασμάτων |
αιτιατική | το | ξόδιασμα | τα | ξοδιάσματα |
κλητική | ξόδιασμα | ξοδιάσματα | ||
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
ξόδιασμα < εξομολόγηση
Ουσιαστικό
ξόδιασμα ουδέτερο
το ξόδεμα
Μεταφράσεις
ξόδιασμα
Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Creative Commons Attribution/Share-Alike License· μπορεί να ισχύουν και πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.