ξινούτσικος
Ελληνικά
πτώση | ενικός | ||
---|---|---|---|
ονομαστική | ξινούτσικος | ξινούτσικη | ξινούτσικο |
γενική | ξινούτσικου | ξινούτσικης | ξινούτσικου |
αιτιατική | ξινούτσικο | ξινούτσικη | ξινούτσικο |
κλητική | ξινούτσικε | ξινούτσικη | ξινούτσικο |
πτώση | πληθυντικός | ||
ονομαστική | ξινούτσικοι | ξινούτσικες | ξινούτσικα |
γενική | ξινούτσικων | ξινούτσικων | ξινούτσικων |
αιτιατική | ξινούτσικους | ξινούτσικες | ξινούτσικα |
κλητική | ξινούτσικοι | ξινούτσικες | ξινούτσικα |
Ετυμολογία
ξινούτσικος < ξινός + υποκοριστικό επίθημα -ούτσικος
Επίθετο
ξινούτσικος, -η, -ο
ελαφρά ξινός
Συνώνυμα
(λόγιο) υπόξινος
Μεταφράσεις
ξινούτσικος
→ δείτε τη λέξη υπόξινος
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License