ξίκικος
Ελληνικά
πτώση | ενικός | ||
---|---|---|---|
ονομαστική | ξίκικος | ξίκικη | ξίκικο |
γενική | ξίκικου | ξίκικης | ξίκικου |
αιτιατική | ξίκικο | ξίκικη | ξίκικο |
κλητική | ξίκικε | ξίκικη | ξίκικο |
πτώση | πληθυντικός | ||
ονομαστική | ξίκικοι | ξίκικες | ξίκικα |
γενική | ξίκικων | ξίκικων | ξίκικων |
αιτιατική | ξίκικους | ξίκικες | ξίκικα |
κλητική | ξίκικοι | ξίκικες | ξίκικα |
Ετυμολογία
ξίκικος < τουρκική eksik
Επίθετο
ξίκικος, -η, -ο
που του λείπει ένα μέρος του κανονικού βάρους
Συνώνυμα
λιποβαρής
λειψός
Μεταφράσεις
ξίκικος
γαλλικά : qui n'a pas le poids (fr) annoncé (fr)
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License