ART

Γεγονότα, Hμερολόγιο


ξεβράζω

Ελληνικά
Ετυμολογία

ξεβράζω < εκβράζω

Ρήμα

ξεβράζω

βγάζω στην ακτή με την ώθηση από το κύμα της θάλασσας

Κλίση
Ενεργητική φωνή

Εξακολουθητικοί χρόνοι
πρόσωπα Ενεστώτας Παρατατικός Εξ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Μετοχή
α' ενικ. ξεβράζω ξέβραζα θα ξεβράζω να ξεβράζω ξεβράζοντας
β' ενικ. ξεβράζεις ξέβραζες θα ξεβράζεις να ξεβράζεις ξέβραζε
γ' ενικ. ξεβράζει ξέβραζε θα ξεβράζει να ξεβράζει
α' πληθ. ξεβράζουμε ξεβράζαμε θα ξεβράζουμε να ξεβράζουμε
β' πληθ. ξεβράζετε ξεβράζατε θα ξεβράζετε να ξεβράζετε ξεβράζετε
γ' πληθ. ξεβράζουν(ε) ξέβραζαν
ξεβράζαν(ε)
θα ξεβράζουν(ε) να ξεβράζουν(ε)
Συνοπτικοί χρόνοι
πρόσωπα Αόριστος Συνοπτ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Απαρέμφατο
α' ενικ. ξέβρασα θα ξεβράσω να ξεβράσω ξεβράσει
β' ενικ. ξέβρασες θα ξεβράσεις να ξεβράσεις ξέβρασε
γ' ενικ. ξέβρασε θα ξεβράσει να ξεβράσει
α' πληθ. ξεβράσαμε θα ξεβράσουμε να ξεβράσουμε
β' πληθ. ξεβράσατε θα ξεβράσετε να ξεβράσετε ξεβράστε
γ' πληθ. ξέβρασαν
ξεβράσαν(ε)
θα ξεβράσουν(ε) να ξεβράσουν(ε)
Συντελεσμένοι χρόνοι
πρόσωπα Παρακείμενος Υπερσυντέλικος Συντελ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική
α' ενικ. έχω ξεβράσει είχα ξεβράσει θα έχω ξεβράσει να έχω ξεβράσει
β' ενικ. έχεις ξεβράσει είχες ξεβράσει θα έχεις ξεβράσει να έχεις ξεβράσει
γ' ενικ. έχει ξεβράσει είχε ξεβράσει θα έχει ξεβράσει να έχει ξεβράσει
α' πληθ. έχουμε ξεβράσει είχαμε ξεβράσει θα έχουμε ξεβράσει να έχουμε ξεβράσει
β' πληθ. έχετε ξεβράσει είχατε ξεβράσει θα έχετε ξεβράσει να έχετε ξεβράσει
γ' πληθ. έχουν ξεβράσει είχαν ξεβράσει θα έχουν ξεβράσει να έχουν ξεβράσει



Μεταφράσεις
ξεβράζω

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License