ξεβράκωτος
Ελληνικά
Ετυμολογία
ξεβράκωτος: ρηματικό επίθετο σε -τος από το ξεβρακώνω
Επίθετο
ξεβράκωτος, -η, -ο
που δεν φοράει βρακί (εσώρουχο)
που είναι πολύ φτωχός
(ιστορία) όνομα που δόθηκε στους Γάλλους επαναστάτες το 1793
Μεταφράσεις
ξεβράκωτος
γαλλικά : sans-culotte (fr) (3)
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License