ART

Γεγονότα, Hμερολόγιο


ξεβιδώνω

Ελληνικά
Ετυμολογία

ξεβιδώνω < → λείπει η ετυμολογία

Ρήμα

ξεβιδώνω

αφαιρώ μια βίδα
χαλαρώνω το σφίξιμο μιας βίδας
(μεταφορικά) (οικείο) κουράζω υπερβολικά κάποιον

Συγγενικές λέξεις

ξεβίδωμα

Δείτε επίσης

κατσαβίδι

Κλίση
Ενεργητική φωνή

Εξακολουθητικοί χρόνοι
πρόσωπα Ενεστώτας Παρατατικός Εξ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Μετοχή
α' ενικ. ξεβιδώνω ξεβίδωνα θα ξεβιδώνω να ξεβιδώνω ξεβιδώνοντας
β' ενικ. ξεβιδώνεις ξεβίδωνες θα ξεβιδώνεις να ξεβιδώνεις ξεβίδωνε
γ' ενικ. ξεβιδώνει ξεβίδωνε θα ξεβιδώνει να ξεβιδώνει
α' πληθ. ξεβιδώνουμε ξεβιδώναμε θα ξεβιδώνουμε να ξεβιδώνουμε
β' πληθ. ξεβιδώνετε ξεβιδώνατε θα ξεβιδώνετε να ξεβιδώνετε ξεβιδώνετε
γ' πληθ. ξεβιδώνουν(ε) ξεβίδωναν
ξεβιδώναν(ε)
θα ξεβιδώνουν(ε) να ξεβιδώνουν(ε)
Συνοπτικοί χρόνοι
πρόσωπα Αόριστος Συνοπτ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Απαρέμφατο
α' ενικ. ξεβίδωσα θα ξεβιδώσω να ξεβιδώσω ξεβιδώσει
β' ενικ. ξεβίδωσες θα ξεβιδώσεις να ξεβιδώσεις ξεβίδωσε
γ' ενικ. ξεβίδωσε θα ξεβιδώσει να ξεβιδώσει
α' πληθ. ξεβιδώσαμε θα ξεβιδώσουμε να ξεβιδώσουμε
β' πληθ. ξεβιδώσατε θα ξεβιδώσετε να ξεβιδώσετε ξεβιδώστε
γ' πληθ. ξεβίδωσαν
ξεβιδώσαν(ε)
θα ξεβιδώσουν(ε) να ξεβιδώσουν(ε)
Συντελεσμένοι χρόνοι
πρόσωπα Παρακείμενος Υπερσυντέλικος Συντελ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική
α' ενικ. έχω ξεβιδώσει είχα ξεβιδώσει θα έχω ξεβιδώσει να έχω ξεβιδώσει
β' ενικ. έχεις ξεβιδώσει είχες ξεβιδώσει θα έχεις ξεβιδώσει να έχεις ξεβιδώσει
γ' ενικ. έχει ξεβιδώσει είχε ξεβιδώσει θα έχει ξεβιδώσει να έχει ξεβιδώσει
α' πληθ. έχουμε ξεβιδώσει είχαμε ξεβιδώσει θα έχουμε ξεβιδώσει να έχουμε ξεβιδώσει
β' πληθ. έχετε ξεβιδώσει είχατε ξεβιδώσει θα έχετε ξεβιδώσει να έχετε ξεβιδώσει
γ' πληθ. έχουν ξεβιδώσει είχαν ξεβιδώσει θα έχουν ξεβιδώσει να έχουν ξεβιδώσει



Μεταφράσεις
ξεβιδώνω

αγγλικά : unscrew (en)
γαλλικά : dévisser (fr)

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License