ξεβάφω
Ελληνικά
Ετυμολογία
ξεβάφω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
ξεβάφω
(μεταβατικό) αφαιρώ το χρώμα από κάτι
≈ συνώνυμα: αποχρωματίζω
(αμετάβατο) χάνω το χρώμα μου
το πουκάμισο ξέβαψε στο πλύσιμο
≈ συνώνυμα: ξεθωριάζω
Μεταφράσεις
ξεβάφω
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License