ξεθηλυκώνω
Ελληνικά
Ετυμολογία
ξεθηλυκώνω < ξε- + θηλυκώνω
Ρήμα
ξεθηλυκώνω
ανοίγω κάτι, συχνά ρούχο, βγάζοντας ένα κουμπί από το θηλύκι του, ή ανοίγοντας έναν παρόμοιο μηχανισμό
ξεθηλύκωσε το ρολόι του και το παρέδωσε στον ληστή
τον έπνιγε ο γιακάς του πουκαμίσου και τον ξεθηλύκωσε
Συνώνυμα
ξεκουμπώνω
Αντώνυμα
θηλυκώνω
Κλίση
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξεθηλυκώνω | ξεθηλύκωνα | θα ξεθηλυκώνω | να ξεθηλυκώνω | ξεθηλυκώνοντας | |
β' ενικ. | ξεθηλυκώνεις | ξεθηλύκωνες | θα ξεθηλυκώνεις | να ξεθηλυκώνεις | ξεθηλύκωνε | |
γ' ενικ. | ξεθηλυκώνει | ξεθηλύκωνε | θα ξεθηλυκώνει | να ξεθηλυκώνει | ||
α' πληθ. | ξεθηλυκώνουμε | ξεθηλυκώναμε | θα ξεθηλυκώνουμε | να ξεθηλυκώνουμε | ||
β' πληθ. | ξεθηλυκώνετε | ξεθηλυκώνατε | θα ξεθηλυκώνετε | να ξεθηλυκώνετε | ξεθηλυκώνετε | |
γ' πληθ. | ξεθηλυκώνουν(ε) | ξεθηλύκωναν ξεθηλυκώναν(ε) |
θα ξεθηλυκώνουν(ε) | να ξεθηλυκώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξεθηλύκωσα | θα ξεθηλυκώσω | να ξεθηλυκώσω | ξεθηλυκώσει | ||
β' ενικ. | ξεθηλύκωσες | θα ξεθηλυκώσεις | να ξεθηλυκώσεις | ξεθηλύκωσε | ||
γ' ενικ. | ξεθηλύκωσε | θα ξεθηλυκώσει | να ξεθηλυκώσει | |||
α' πληθ. | ξεθηλυκώσαμε | θα ξεθηλυκώσουμε | να ξεθηλυκώσουμε | |||
β' πληθ. | ξεθηλυκώσατε | θα ξεθηλυκώσετε | να ξεθηλυκώσετε | ξεθηλυκώστε | ||
γ' πληθ. | ξεθηλύκωσαν ξεθηλυκώσαν(ε) |
θα ξεθηλυκώσουν(ε) | να ξεθηλυκώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ξεθηλυκώσει | είχα ξεθηλυκώσει | θα έχω ξεθηλυκώσει | να έχω ξεθηλυκώσει | ||
β' ενικ. | έχεις ξεθηλυκώσει | είχες ξεθηλυκώσει | θα έχεις ξεθηλυκώσει | να έχεις ξεθηλυκώσει | ||
γ' ενικ. | έχει ξεθηλυκώσει | είχε ξεθηλυκώσει | θα έχει ξεθηλυκώσει | να έχει ξεθηλυκώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ξεθηλυκώσει | είχαμε ξεθηλυκώσει | θα έχουμε ξεθηλυκώσει | να έχουμε ξεθηλυκώσει | ||
β' πληθ. | έχετε ξεθηλυκώσει | είχατε ξεθηλυκώσει | θα έχετε ξεθηλυκώσει | να έχετε ξεθηλυκώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ξεθηλυκώσει | είχαν ξεθηλυκώσει | θα έχουν ξεθηλυκώσει | να έχουν ξεθηλυκώσει |
|
Μεταφράσεις
ξεθηλυκώνω
ισπανικά : desabrochar (es)
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License