.

ξεθεώνω

Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία

ξεθεώνω < → λείπει η ετυμολογία

Ρήμα

ξεθεώνω

κουράζω, ταλαιπωρώ υπερβολικά

Κλίση
Ενεργητική φωνή

Εξακολουθητικοί χρόνοι
πρόσωπα Ενεστώτας Παρατατικός Εξ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Μετοχή
α' ενικ. ξεθεώνω ξεθέωνα θα ξεθεώνω να ξεθεώνω ξεθεώνοντας
β' ενικ. ξεθεώνεις ξεθέωνες θα ξεθεώνεις να ξεθεώνεις ξεθέωνε
γ' ενικ. ξεθεώνει ξεθέωνε θα ξεθεώνει να ξεθεώνει
α' πληθ. ξεθεώνουμε ξεθεώναμε θα ξεθεώνουμε να ξεθεώνουμε
β' πληθ. ξεθεώνετε ξεθεώνατε θα ξεθεώνετε να ξεθεώνετε ξεθεώνετε
γ' πληθ. ξεθεώνουν(ε) ξεθέωναν
ξεθεώναν(ε)
θα ξεθεώνουν(ε) να ξεθεώνουν(ε)
Συνοπτικοί χρόνοι
πρόσωπα Αόριστος Συνοπτ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Απαρέμφατο
α' ενικ. ξεθέωσα θα ξεθεώσω να ξεθεώσω ξεθεώσει
β' ενικ. ξεθέωσες θα ξεθεώσεις να ξεθεώσεις ξεθέωσε
γ' ενικ. ξεθέωσε θα ξεθεώσει να ξεθεώσει
α' πληθ. ξεθεώσαμε θα ξεθεώσουμε να ξεθεώσουμε
β' πληθ. ξεθεώσατε θα ξεθεώσετε να ξεθεώσετε ξεθεώστε
γ' πληθ. ξεθέωσαν
ξεθεώσαν(ε)
θα ξεθεώσουν(ε) να ξεθεώσουν(ε)
Συντελεσμένοι χρόνοι
πρόσωπα Παρακείμενος Υπερσυντέλικος Συντελ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική
α' ενικ. έχω ξεθεώσει είχα ξεθεώσει θα έχω ξεθεώσει να έχω ξεθεώσει
β' ενικ. έχεις ξεθεώσει είχες ξεθεώσει θα έχεις ξεθεώσει να έχεις ξεθεώσει
γ' ενικ. έχει ξεθεώσει είχε ξεθεώσει θα έχει ξεθεώσει να έχει ξεθεώσει
α' πληθ. έχουμε ξεθεώσει είχαμε ξεθεώσει θα έχουμε ξεθεώσει να έχουμε ξεθεώσει
β' πληθ. έχετε ξεθεώσει είχατε ξεθεώσει θα έχετε ξεθεώσει να έχετε ξεθεώσει
γ' πληθ. έχουν ξεθεώσει είχαν ξεθεώσει θα έχουν ξεθεώσει να έχουν ξεθεώσει


Μεταφράσεις
ξεθεώνω

γαλλικά : épuiser (fr), éreinter (fr), crever (fr)

Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Creative Commons Attribution/Share-Alike License· μπορεί να ισχύουν και πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library