.
ξεθάψιμο
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ξεθάψιμο | τα | ξεθαψίματα |
γενική | του | ξεθαψίματος | των | ξεθαψιμάτων |
αιτιατική | το | ξεθάψιμο | τα | ξεθαψίματα |
κλητική | ξεθάψιμο | ξεθαψίματα | ||
Κατηγορία όπως «δέσιμο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
ξεθάψιμο < ξεθάβω (αόριστος: ξέθαψα) + -ιμο
Ουσιαστικό
ξεθάψιμο ουδέτερο
άλλη μορφή του ξέθαμμα
Μεταφράσεις
ξεθάψιμο
→ δείτε τη λέξη εκταφή
Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Creative Commons Attribution/Share-Alike License· μπορεί να ισχύουν και πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.