ξενοπλένω
Ελληνικά
Ετυμολογία
ξενοπλένω < ξένο και πλένω
Ρήμα
ξενοπλένω
εργάζομαι ως πλύστρα
αναγκάζομαι να πλένω τα ρούχα ξένων νοκοκυριών για να στηρίξω την οικογένειά μου ή γενικά για να επιβιώσω
Μεταφράσεις
ξενοπλένω
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License