ξενοικιάζω
Ελληνικά
Ετυμολογία
ξενοικιάζω < ξε και νοικιάζω
Ρήμα
ξενοικιάζω, παθ. φωνή: ξενοικιάζομαι, παθ. μτχ.: ξενοικιασμένος
λύνω το συμβόλαιο ενοικίασης που είχα υπογράψει με τον ιδιοκτήτη ενός ακινήτου ή αντίθετα με τον ενοκιαστή
Θα πουλήσω το σπίτι και πρέπει να το ξενοικιάσω
Βρήκα χαμηλότερο ενοικιο και θα ξενοικιάσω το τριάρι που κρατάω τώρα στα Πατήσια
Αντώνυμα
νοικιάζω
ενοικιάζω
μισθώνω
Κλίση
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξενοικιάζω | ξενοίκιαζα | θα ξενοικιάζω | να ξενοικιάζω | ξενοικιάζοντας | |
β' ενικ. | ξενοικιάζεις | ξενοίκιαζες | θα ξενοικιάζεις | να ξενοικιάζεις | ξενοίκιαζε | |
γ' ενικ. | ξενοικιάζει | ξενοίκιαζε | θα ξενοικιάζει | να ξενοικιάζει | ||
α' πληθ. | ξενοικιάζουμε | ξενοικιάζαμε | θα ξενοικιάζουμε | να ξενοικιάζουμε | ||
β' πληθ. | ξενοικιάζετε | ξενοικιάζατε | θα ξενοικιάζετε | να ξενοικιάζετε | ξενοικιάζετε | |
γ' πληθ. | ξενοικιάζουν(ε) | ξενοίκιαζαν ξενοικιάζαν(ε) |
θα ξενοικιάζουν(ε) | να ξενοικιάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξενοίκιασα | θα ξενοικιάσω | να ξενοικιάσω | ξενοικιάσει | ||
β' ενικ. | ξενοίκιασες | θα ξενοικιάσεις | να ξενοικιάσεις | ξενοίκιασε | ||
γ' ενικ. | ξενοίκιασε | θα ξενοικιάσει | να ξενοικιάσει | |||
α' πληθ. | ξενοικιάσαμε | θα ξενοικιάσουμε | να ξενοικιάσουμε | |||
β' πληθ. | ξενοικιάσατε | θα ξενοικιάσετε | να ξενοικιάσετε | ξενοικιάστε | ||
γ' πληθ. | ξενοίκιασαν ξενοικιάσαν(ε) |
θα ξενοικιάσουν(ε) | να ξενοικιάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ξενοικιάσει | είχα ξενοικιάσει | θα έχω ξενοικιάσει | να έχω ξενοικιάσει | ||
β' ενικ. | έχεις ξενοικιάσει | είχες ξενοικιάσει | θα έχεις ξενοικιάσει | να έχεις ξενοικιάσει | ||
γ' ενικ. | έχει ξενοικιάσει | είχε ξενοικιάσει | θα έχει ξενοικιάσει | να έχει ξενοικιάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ξενοικιάσει | είχαμε ξενοικιάσει | θα έχουμε ξενοικιάσει | να έχουμε ξενοικιάσει | ||
β' πληθ. | έχετε ξενοικιάσει | είχατε ξενοικιάσει | θα έχετε ξενοικιάσει | να έχετε ξενοικιάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ξενοικιάσει | είχαν ξενοικιάσει | θα έχουν ξενοικιάσει | να έχουν ξενοικιάσει |
|
Μεταφράσεις
ξενοικιάζω
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License