ξενιτεμένος
Ελληνικά
πτώση | ενικός | ||
---|---|---|---|
ονομαστική | ξενιτεμένος | ξενιτεμένη | ξενιτεμένο |
γενική | ξενιτεμένου | ξενιτεμένης | ξενιτεμένου |
αιτιατική | ξενιτεμένο | ξενιτεμένη | ξενιτεμένο |
κλητική | ξενιτεμένε | ξενιτεμένη | ξενιτεμένο |
πτώση | πληθυντικός | ||
ονομαστική | ξενιτεμένοι | ξενιτεμένες | ξενιτεμένα |
γενική | ξενιτεμένων | ξενιτεμένων | ξενιτεμένων |
αιτιατική | ξενιτεμένους | ξενιτεμένες | ξενιτεμένα |
κλητική | ξενιτεμένοι | ξενιτεμένες | ξενιτεμένα |
Ετυμολογία
ξενιτεμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ξενιτεύομαι
Μετοχή
ξενιτεμένος, -η, -ο
που έχει ξενιτευτεί, που ζει στην ξενιτιά
Ξενιτεμένο μου πουλί, εκεί στα ξένα που 'σαι,
σου στέλνω μήλο σέπεται, κυδώνι μαραγκιάζει (από δημοτικό τραγούδι)
Συγγενικές λέξεις
ξενιτιά
ξενιτεμός
ξενιτεύομαι
Μεταφράσεις
ξενιτεμένος
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License