.
ξενηστικωμένος
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ξενηστικωμένος | η | ξενηστικωμένη | το | ξενηστικωμένο |
γενική | του | ξενηστικωμένου | της | ξενηστικωμένης | του | ξενηστικωμένου |
αιτιατική | τον | ξενηστικωμένο | την | ξενηστικωμένη | το | ξενηστικωμένο |
κλητική | ξενηστικωμένε | ξενηστικωμένη | ξενηστικωμένο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ξενηστικωμένοι | οι | ξενηστικωμένες | τα | ξενηστικωμένα |
γενική | των | ξενηστικωμένων | των | ξενηστικωμένων | των | ξενηστικωμένων |
αιτιατική | τους | ξενηστικωμένους | τις | ξενηστικωμένες | τα | ξενηστικωμένα |
κλητική | ξενηστικωμένοι | ξενηστικωμένες | ξενηστικωμένα | |||
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
ξενηστικωμένος < μετοχή παρακειμένου του ρήματος ξενηστικώνομαι
Μετοχή
ξενηστικωμένος, -η, -ο
ο εντελώς νηστικός, που δεν έχει φάει τίποτα
Συνώνυμα
θεονήστικος
Μεταφράσεις
ξενηστικωμένος
Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Creative Commons Attribution/Share-Alike License· μπορεί να ισχύουν και πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.