.
ξενερώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
ξενερώνω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ξενερώνω < ξε- + νερώνω
Ρήμα
ξενερώνω
συνέρχομαι από μεθύσι ή από τη χρήση ναρκωτικών ουσιών, επανέρχομαι σε νηφάλια κατάσταση
(μεταφορικά) χάνω κάθε διάθεση ευθυμίας ή ευχαρίστησης λόγω κάποιου ξαφνικού γεγονότος
μεταστρέφω θετική γνώμη συνήθως λόγω δυσαρέσκειας
ξαφνικά άρχισε να ρεύεται και ξενέρωσα τελείως!
Συγγενικές λέξεις
ξενέρα
ξενέρωμα
ξενέρωτος
→ δείτε τις λέξεις νερό και νέος
Μεταφράσεις
ξενερώνω
αγγλικά : sober up (en)(1), disgust (en), stultify (en), put out (en), go off (en)
Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Creative Commons Attribution/Share-Alike License· μπορεί να ισχύουν και πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.