.
ξεναγός
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις ενικός πληθυντικός
ονομαστική ο ξεναγός οι ξεναγοί
γενική του ξεναγού των ξεναγών
αιτιατική τον ξεναγό τους ξεναγούς
κλητική ξεναγέ ξεναγοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
ξεναγός < αρχαία ελληνική ξεναγός < ξένος + ἄγω ή ἡγέομαι
Ουσιαστικό
ξεναγός αρσενικό ή θηλυκό
(επάγγελμα) αυτός/ή που συνοδεύει και δίνει πληροφορίες στους επισκέπτες ενός χώρου ή αξιοθέατου
Ξεναγός (εξηγητής), κατά την έννοιαν του παρόντος είναι ο συνοδεύων αλλοδαπός ή ημεδαπός περιηγητάς ή επισκέπτας της χώρας, καθοδηγών αυτούς και υποδεικνύων τα αξιοθέατα του τόπου, αρχαία ή ιστορικά μνημεία, καλλιτεχνικά έργα πάσης εποχής, επεξηγών εις αυτούς την σημασίαν αυτών, τον προορισμόν και την ιστορίαν των και παρέχων γενικωτέρας πληροφορίας περί της αρχαίας και της νεωτέρας Ελλάδος. (ΝΟΜΟΣ 710/77 ΠΕΡΙ ΞΕΝΑΓΩΝ, Άρθρο 1)
(μεταφορικά) αυτός που εισάγει κάποιον σε ένα τομέα που είναι καινούργιος για τον ξεναγούμενο
Στο φιλόδοξο εγχείρημα είχαμε ξεναγό τον αστροφυσικό...
Συγγενικές λέξεις
ξεναγώ (και εσφαλμένα ξεναγωγώ, ξεναγωγούσαν κ.λπ.)
ξενάγηση
ξεναγούμενος
ξεναγία
ξεναγητής
Δείτε επίσης
ξεναγός στη Βικιπαίδεια Λήμμα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
ξεναγός
[ απόκρυψη ]
αγγλικά : cicerone (en), guide (en), tour guide (en)
γαλλικά : cicérone (fr), guide (fr)
γερμανικά : Fremdenführer (de)
Αρχαία ελληνικά (grc)
προσχέδιο λήμματος: μπορείτε να βοηθήσετε επεκτείνοντάς το λήμμα
Ετυμολογία
ξεναγός < ξένος + ἄγω ή ἡγέομαι
Ουσιαστικό
ξεναγός αρσενικό
ο επικεφαλής μισθοφορικών στρατευμάτων, που το αξίωμά του ονομαζόταν ξεναγία
Συγγενικές λέξεις
ξεναγέτης
ξεναγέω και ξεναγῶ
ξεναγία
Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Creative Commons Attribution/Share-Alike License· μπορεί να ισχύουν και πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.