ξενάγηση
Ελληνικά
Ετυμολογία
ξενάγηση < ξενάγησις με επακριβώς την σημερινή έννοια στην καθαρεύουσα < ελληνιστική κοινήξενάγησις (βοηθώ έναν ξένο στον τόπο μου) < αρχαία ελληνική ξεναγέω (καθοδηγώ μισθοφόρους) < ξεναγός ( ο επικεφαλής μισθοφόρων) και ξεναγέτης (που φιλοξενεί, περιποιείται ξένους)
Ουσιαστικό
ξενάγηση θηλυκό
η καθοδήγηση ξένων στον τόπο σου, η ενημέρωσή τους σχετικά με αξιοθέατα ή σημαντικές δραστηριότητες καθαρά τοπικού χαρακτήρα
(μεταφορικά) η επίδειξη και επεξήγηση λειτουργικότητας χώρων σε μεγάλο σπιτι ή η γνωριμία, η εξοκείωση με ένα πρωτογνωρο τομέα, τέχνη, επιστήμη
Αυτο χρυσή μου δεν είναι σπιτι, είναι μέγαρο -απαιτείται ξενάγηση
Ηταν μια αληθινή ξενάγηση στο χώρο του ρεμπέτικου (τραγουδιού)
ξενάγηση στο βυθό, στα κατατόπια, με την ξενάγηση του βιβλιοκριτικού (στο καινούργιο βιβλιο τού..), ο απερχόμενος υπουργός ξενάγησε τον αναλαμβάνοντα καθήκοντα υπουργού
Συγγενικές λέξεις
ξεναγώ
ξενάγησις
ξεναγητής
ξεναγός
ξεναγουμενος
Μεταφράσεις
ξενάγηση
γαλλικά : visite guidée
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License